Στο κοντινό μέλλον, οι κάτοικοι μιας χώρας έχουν εκλέξει ολοκληρωτική κυβέρνηση. Ο Βασίλης ζει σε μια μεγαλούπολη αυτής της χώρας και εργάζεται σε εταιρεία. Χωρισμένος, με ένα παιδί που σπουδάζει, μένει μόνος του. Ψυχαναγκαστικός, απόμακρος, εγκλωβισμένος σ’ ένα μικρόκοσμο που ο ίδιος δημιούργησε. Η ζωή του κυλάει πάνω στη σταθερή επανάληψη της καθημερινότητάς του: δουλειά, σπίτι, τηλεόραση, ύπνος.

Ads

Ένα συνηθισμένο βράδυ στο σπίτι, η απορία του στην ανάλυση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, μεγαλώνει την ελάχιστη προϋπάρχουσα ρωγμή στη σκέψη του και τον οδηγεί σε μια συντριπτική απολογιστική νύχτα, η οποία κορυφώνεται με την έξοδό του την ώρα της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Εκεί, κάποια κοινά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του με αυτά ενός διαβόητου τρομοκράτη, τον καθιστούν διωκόμενο από τους άντρες μιας περίπολου. Όμως τα μέλη μιας τρομοκρατικής ομάδας, έχοντας πιστέψει ότι είναι όντως ο τρομοκράτης, τον φυγαδεύουν. Τις επόμενες μέρες συνεχίζουν στη φαινομενικά φυσιολογική καθημερινότητά τους, προσπαθώντας να τον προσεγγίσουν ξανά.

Έντρομος και διαλυμένος, προσπαθεί να ξαναγυρίσει στη δική του καθημερινότητα, χωρίς επιτυχία. «Γλιστράει» προς το ρόλο που του έδωσαν κι επιδιώκει τη συνάντηση με τα μέλη της ομάδας, τα οποία σχεδιάζουν ένα χτύπημα…

Ο Ντίνος Πετράκης γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα, όπου σπούδασε οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων για ένα χρόνο στο Τ.Ε.Ι. Πειραιά και για περισσότερα στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Από το 1998 ζει στο Ρέθυμνο. Εκεί, μετά από μερικά χρόνια εργασίας, κατάλαβε ότι δεν θα σταδιοδρομούσε στην οργάνωση και διοίκηση επιχειρήσεων.

Ads

Το 2004 κυκλοφόρησε μαζί με δύο φίλους την ποιητική συλλογή Από την Κερπινή ως την Ταϊβάν. Δέκα χρόνια μετά, έκδωσε την πρώτη νουβέλα που έγραψε, με τίτλο Θερινό ηλιοστάσιο. Και τα δύο αυτά βιβλία ήταν ιδιωτικές εκδόσεις.

Το 2015, στον πανελλήνιο διαγωνισμό σύντομου διηγήματος με θέμα την αλληλεγγύη, το διήγημά του «Ένα καινούριο σπίτι» επιλέχθηκε για τη συλλογική έκδοση Έλα στη θέση μου (εκδόσεις Ταξιδευτής).

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του Μιλούκα από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Για το «Μιλούκα» σε α’ ενικό

Το βιβλίο γράφει για έναν μοναχικό, ψυχαναγκαστικό άνθρωπο ο οποίος ζει σε μια χώρα όπου έχουν εκλέξει μια ολοκληρωτική κυβέρνηση. Μια νύχτα κι ενώ έχει προηγηθεί ένα απολογιστικό βράδυ, περπατάει στους δρόμους, αντίθετα με τις συνήθειές του και παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Κάποια κοινά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του με αυτά ενός τρομοκράτη τον καθιστούν διωκόμενο από μία περίπολο. Τα μέλη μιας τρομοκρατικής ομάδας τον φυγαδεύουν και τον καλούν να συμμετέχει σ’ ένα χτύπημα που ετοιμάζουν. Έντρομος, προσπαθεί να ξαναγυρίσει στην καθημερινότητά του, χωρίς επιτυχία και γλιστράει προς το ρόλο που του έδωσαν. Περίπου τρία χρόνια πριν είχα μία σκέψη: να γράψω μια ιστορία γύρω από ένα όνομα το οποίο θα την διαποτίζει, χωρίς όμως να εμφανίζεται το πρόσωπο στο οποίο αντιστοιχεί το όνομα. Μετά έψαξα και κατέληξα στο είδος της ιστορίας. Ακολούθησε το χτίσιμο του σκελετού της και η σταδιακή επιλογή των υλικών πλήρωσής του, αν και υπάρχουν τμήματα όπου, ως συνήθως, δεν επιλέγεις: δεν προχωράς πάντα εσύ τη ροή, είναι σημεία που το έργο σου δείχνει πού πηγαίνει. Άρχισα να το γράφω μόλις είχα βγει από μια περίοδο ανακατατάξεων, μεσολάβησε ένα αναγκαστικό διάλειμμα κάποιων μηνών που μου κόστισε σε ρυθμό, τον οποίο όμως ξαναβρήκα, συνέχισα και το τελείωσα πριν σχεδόν δύο χρόνια. 

Η επιρροή της κρίσης

Σίγουρα, καθώς κάθε άνθρωπος διαμορφώνεται και από το περιβάλλον του. Τα συμπτώματα της αποκαλούμενης κρίσης τα βλέπω και τα ζω και δεν γίνεται να μείνω ανεπηρέαστος, άρα ούτε και το γράψιμό μου. Και για να λέμε την αλήθεια, αυτή ήταν που με έκανε ν’ αρχίσω να γράφω ξανά, έστω και με τη μορφή άρθρων, μετά από μια μακρά περίοδο αποχής. Πάντως είναι προφανές ότι τα σ’ αυτά τα χρόνια έχει αυξηθεί πάρα πολύ η δραστηριότητα στη μουσική, στη συγγραφή, στο θέατρο. Σαν ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού να προσπαθεί να βρει καταφύγιο εκεί. Υπάρχει υπερπροσφορά, πράγμα που αυτομάτως δυσκολεύει την αναζήτηση των έργων που ξεχωρίζουν.   

Η σχέση με τη λογοτεχνία

Όσον αφορά το γράψιμο, άρχισα μετά το σχολείο, τριάντα χρόνια πριν. Έγραφα σκέψεις μου και ποίηση (έτσι το αποκαλούσα εγώ), χωρίς όμως μέθοδο: έγραφα όποτε μου ερχόταν κάτι στο μυαλό ή όταν κάτι είχε αντίκτυπο πάνω μου, το δούλευα αμέσως για όση ώρα χρειαζόταν, τελείωνε, και ξανά η διαδικασία όποτε προέκυπτε. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του ’00, από τότε μέχρι το 2010 δεν είχα γράψει σχεδόν τίποτα, ενώ μετά άρχισα ξανά με άρθρα, όπως είπα πιο πριν. Μόνη έκδοση αυτά τα χρόνια ήταν μαζί με δύο φίλους μία συλλογή από ποιήματά μας το 2004, με τίτλο «Από την Κερπινή ως την Ταϊβάν». Κάποια στιγμή μου προέκυψε η μεγάλη φόρμα  και το 2014 εξέδωσα την πρώτη νουβέλα μου, με τίτλο «Θερινό ηλιοστάσιο». Και τα δύο βιβλία ήταν αυτοεκδόσεις. Όσον αφορά το διάβασμα, όπως και στο γράψιμο, δεν είχα τόσο ζήλο, δεν κατάπινα το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Οι προτεραιότητες ήταν άλλες τότε. Διάβαζα όμως τους μεγάλους της επιστημονικής φαντασίας όπως τον Φίλιπ Ντικ, τον Νόρμαν Σπίνραντ ή την Ούρσουλα Λε Γκεν, κάποιους κλασικούς και ελληνική, κυρίως, ποίηση. Επίσης διάβαζα πολύ κόμικς, βαβέλ, παρά πέντε, μικρό παρά πέντε. Σταδιακά η σχέση μου με το διάβασμα έγινε καλύτερη (σ’ αυτό βοήθησε και η γυναίκα μου που είναι λάτρης της ανάγνωσης) και πλέον διαβάζω πολύ τακτικά, παρότι ο χρόνος και οι έγνοιες πιέζουν πολύ την καθημερινότητα. Αλλά δεν πειράζει, ότι δεν έγινε τότε που υπήρχε πολύ φως, γίνεται τώρα με λιγότερο. Η λογοτεχνία, όπως και κάθε τέχνη, είναι στο ατομικό πεδίο ο τρόπος για να αφήσεις το αποτύπωμά σου και στο συλλογικό ένα από τα όπλα του καθημερινού κοινωνικού πολέμου.

Επόμενα συγγραφικά σχέδια

Λίγο πριν τις γιορτές τελείωσα ένα ακόμα μυθιστόρημα, το οποίο το έγραψα με πολύ καλό ρυθμό. Επίσης, έχω μια πρώτη ιδέα για κάτι που θέλω ν’ αρχίσω σύντομα, όμως δεν το λέω καν στον εκδότη μου καθώς φοβάμαι ότι θα με κατσαδιάσει. Εδώ του είπα τις προάλλες γι’ αυτό που τελείωσα και μου είπε να το δούμε αργότερα – καθώς τώρα πρέπει να επικεντρωθούμε στο «Μιλούκα» – φαντάσου να του πω για τα σχέδιά μου. Ίσως βέβαια να είναι και καλύτερα για εμένα, καθώς η διαδικασία του γραψίματος που σε κλείνει σ’ ένα δωμάτιο κάμποσες ώρες, κάθε μέρα, για μήνες, είναι αρκετά επιβαρυντική, για να το πω ήπια. Επόμενο βήμα λοιπόν είναι να «χτενίσω» το μυθιστόρημα που τελείωσα πρόσφατα.