Διαβάζοντας κανείς τις πρώτες σελίδες του νέου βιβλίου της Αρχοντούλας Διαβάτη, πολύ περισσότερο εάν δεν γνωρίζει το έργο της συγγραφέως, αναπόφευκτα θέτει δύο ερωτήματα. Το πρώτο είναι φιλοσοφικό, αρχέτυπο, συνειδησιακό. Ένα ερώτημα που όλοι, ή σχεδόν όλοι, έχουν θέσει σε μια φάση, συνήθως δύσκολη, της ζωής τους. Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Τι κάνω και πού βαδίζω; Πώς πορεύομαι; Γιατί κάνω αυτές τις επιλογές και όχι άλλες.

Ads

Ένα ερώτημα που προκύπτει σε καιρό κρίσης, όπως αυτή που περνά τα τελευταία χρόνια ο τόπος μας ή όταν διακυβεύονται τα σημαντικότερα αγαθά, όπως η υγεία. Όπως συμβαίνει με τον πρωταγωνιστή του πρώτου αφηγήματος στο βιβλίο με τίτλο Χαμένη Επανάσταση, ο οποίος βρίσκεται στον πολύβουο προθάλαμο ενός νοσοκομείου και αναλογίζεται.

Ένα απόσπασμα: «Δεν ζητάει πολλά τώρα, μόνον να μην είναι αυτός που θα είναι ο άνθρωπος χωρίς ελπίδα, αυτός που δεν θα επιδέχεται ούτε καν μια απέλπιδα χημειοθεραπεία η περίπτωσή του. Δεν ζητάει πολλά, και όλο δίνει υποσχέσεις μυστικά στον εαυτό του – αν. Αν τα αποτελέσματα ανοίξουν ένα παράθυρο, αν – αυτό μονάχα – αν θα δικαιούται κι αυτός μια προοπτική, ε, τότε θ’ αλλάξει ζωή. Θα παρατήσει το γραφείο και την άχαρη ζωή του και θα κυνηγήσει τα όνειρά του… Αν υπάρξει και για αυτόν ελπίδα, θα γραφτεί στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο στα σαράντα πέντε του ή θα αρχίσει να παραδίνει μαθήματα γλώσσας σε νέους πρόσφυγες. Θα κάνει ό,τι φοβόταν ή βαριόταν ως τώρα. Αν υπάρχει ελπίδα, αν ζήσει, θα ξαναγυρίσει – τα Σαββατοκύριακα έστω – στο χωριό, να βοηθήσει το θείο του με τις ελιές ή τα κάστανα. Θα τηλεφωνήσει στη Σοφία να βγούνε κανένα βράδυ, να μιλήσουν ή να δουν καμιά ταινία. Α, μόνο αν ζήσει, θα γίνει άλλος άνθρωπος».

image

Ads

Το ίδιο ερώτημα για τη ζωή προκύπτει αβίαστα και στο μερικών αράδων δεύτερο αφήγημα με τίτλο Ανάχωμα, όπου η συγγραφέας παρατηρεί «αγόρια και κορίτσια με τις τσάντες στους ώμους (να) βαδίζουν βαριεστημένα και μουτρωμένα προς το σχολείο τους, καλωδιωμένα με τις μουσικές τους… ενώ εγώ και εσύ περπατάμε στο ανάχωμα την τακτική μας πρωινή πεζοπορία… αγόρια και κορίτσια (που) σας βλέπω… ν’ αποκτάτε κοιλίτσα, παιδιά και εγγόνια… τότε που θ’ αρχίσετε την πεζοπορία στο ανάχωμα σοβαροί και φιλοσοφημένοι, όλο χαμόγελα όμως κι ευγνωμοσύνη για τη ζωή, μέγα καλό και πρώτο, συναντώντας στον δρόμο μαθητές βαριεστημένους να πηγαίνουν σχολείο τους αγουροξυπνημένοι και σκυθρωποί με τις τσάντες στους ώμους βαδίζοντας, ενώ εσείς…».

Σε λιγότερο από μια σελίδα η Αρχοντούλα Διαβάτη έχει περιγράψει τον κύκλο της ζωής, της ζωής που έρχεται και φεύγει, που έρχεται με δύναμη και βαριεστημάρα και κυλά – όχι πάντα συμπληρώνω εγώ – με χαμόγελα και ευγνωμοσύνη. Το τραγικό είναι ότι ακριβώς την ώρα που έγραφα αυτό το σημείωμα ένας καλός φίλος, ο οινοποιός Γιάννης Δαλαμάρας από τη Νάουσα μου ανήγγειλε το χαμό της γυναίκας του, της πολυαγαπημένης μας Κατερίνας.

Τι είναι λοιπόν η ζωή μπορεί να αναρωτηθεί ο καθένας, διαβάζοντας το Σκουλαρίκι στη Μύτη. Ένα ερώτημα γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε η φιλοσοφική σκέψη. Η ζωή είναι βάσανο, κόπος, αγώνας για επιβίωση. Είναι, όμως, και χαρά και δημιουργία. Το να ζεις είναι δραματικό, είναι τραγικό. Η ίδια η ζωή είναι τραγική.

Ουτοπία είναι, λένε, το άπιαστο όνειρο. Ουτοπία, είναι η αέναη προσπάθεια να κάνεις το όνειρο, το όραμα πραγματικότητα, παλεύοντας καθημερινά να δημιουργήσεις μικρά και μεγάλα. Για αυτό η ουτοπία πρέπει να είναι ο στόχος του καθενός όσο κι αν αυτό μπορεί να ακούγεται περίεργα.

Αυτό αποτυπώνεται στον ήρωα του πρώτου αφηγήματος της συγγραφέως: αυτός που βρίσκεται στον προθάλαμο ενός νοσοκομείου για να εξεταστεί, σε μία δύσκολη δηλαδή φάση της ζωής του, όπου η ύπαρξή του διακυβεύεται,  θέλει, ονειρεύεται να αλλάξει ζωή, να αλλάξει απλά πράγματα στην καθημερινότητά του. Και θα ήταν ψέματα να έλεγα ότι όλοι, μα όλοι οι άνθρωποι όταν βρίσκονται σε ανάλογες φάσεις στη ζωή τους δεν σκέφτονται ανάλογα.

Απλά κάποιοι τα ξεχνούν μετά την υπαρξιακή τους κρίση, και κάποιοι αλλάζουν. Ουτοπία είναι αυτό που κάνεις για να αλλάξει ο κόσμος στα μικρά και στα μεγάλα, είναι ο αγώνας όχι απλά για να επιβιώσεις, αλλά και για να κάνεις ανατροπές, είναι οι καθημερινές πράξεις που σου δίνουν χαρά, ενέργεια με την προϋπόθεση ότι επιχειρείς πάντα να δημιουργήσεις, ότι αυτό που κάνεις σέβεται το περιβάλλον γύρω σου και στηρίζεται σε κανόνες και αξίες.

Πέρα από την πάλη των τάξεων, υπάρχει και η χαρά της καθημερινής ζωής, λέγαμε, ή μάλλον πρώτοι έθεσαν, στη δεκαετία του ’70, το γυναικείο κίνημα και διανοητές (Ελί Ζαρέτσκι, Ντέϊβιντ Κούπερ, Άγκνες Χέλερ, Μάρσαλ Κόλμαν) που εισήγαγαν σε μαζική κλίμακα τη σύνδεση προσωπικής και πολιτικής ζωής. Η χαρά που ως συναίσθημα απορρέει από τη σημαντικότητα φαινομενικά ασήμαντων πραγμάτων στη διαχείριση της καθημερινότητας. Και αυτή η χαρά έρχεται όταν ικανοποιούνται όχι οι ανάγκες του «κατέχειν», αλλά του «είναι», δηλαδή οι πραγματικές ανάγκες ώστε ο άνθρωπος, ο καθένας να πάψει να αποτελεί μέσο χειραγώγησης. Η αναγκαιότητα για «πολιτική» παρέμβαση τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας όσο και στην ανάπτυξη εναλλακτικών -ανθρώπινων – σχέσεων και επιλογών στην καθημερινή ζωή.

Στα αφηγήματά της η Αρχοντούλα Διαβάτη της επιχειρεί να αναδείξει το νόημα της ζωής. Να διερευνήσει αυτά τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα στιγμιότυπα της καθημερινότητας μέσα από ιστορίες ανθρώπων. Αν παρέθεσα δύο αποσπάσματα από το βιβλίο δεν είναι μόνο για να πάρει κανείς μια «γεύση» από το περιεχόμενο, αλλά και για το ύφος. Και εδώ αναδεικνύεται το δεύτερο ερώτημα, που συνοδεύει τον αναγνώστη σ’ όλο το βιβλίο. Τι είναι το Σκουλαρίκι στη μύτη;  Πρόκειται για πεζογράφημα, χρονογραφήματα, μικρά μυθιστορήματα;

Το βιβλίο, εκδόσεις Νησίδα, αποτελείται από 28 αφηγήματα, τα περισσότερα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο. Είναι μία συλλογή από ιστορίες ζωής, προφανώς αυτοβιογραφικές σ’ ένα ύφος γνωστό σε όποιον έχει διαβάσει προηγούμενα βιβλία της συγγραφέως: Στη Μάνα του νερού, Το αλογάκι της Παναγίας, Φεύγω αλλά θα ξανάρθω. Ειδικά στο τελευταίο συναντά κανείς το ίδιο ύφος. Στο Φεύγω αλλά θα ξανάρθω είχαμε σημειώματα που στρέφονταν γύρω από τη λογοτεχνική και κινηματογραφική παραγωγή κυρίως της Θεσσαλονίκης, στο Σκουλαρίκι στη μύτη ξεδιπλώνονται άλλες πτυχές της ζωής περισσότερο οικείες στον καθένα.

Πρόκειται για στιγμιότυπα, τα περισσότερα από τη Θεσσαλονίκη, σκηνές της καθημερινότητας,  που αποτυπώνονται με μια ρεαλιστική και κατά βάθος πεσιμιστική ματιά. Αυτή η οικειότητα στη θεματολογία και η απαισιοδοξία που συνοδεύει την περιγραφή, μια γλυκιά απαισιοδοξία, που δείχνει τι είναι η ζωή είναι τα κυρίαρχα στοιχεία που αναδεικνύονται στο βιβλίο, είναι ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τις διαφορετικές ιστορίες, είναι εν τέλει αυτά που αναδεικνύουν την «πένα» της συγγραφέως.

Ο λόγος της Αρχοντούλας Διαβάτη κινείται σε δύο επίπεδα. Αφενός περιγράφει μια ιστορία στην οποία άλλοτε πρωταγωνιστεί και άλλοτε παρατηρεί και αφετέρου επιχειρεί να διεισδύσει στον εσωτερικό κόσμο των προσώπων, να αναδείξει χαρακτήρες, να ερμηνεύσει τα δρώμενα, παραθέτοντας σκέψεις σ΄ ένα χρόνο που εναλλάσσεται ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Στην ουσία, όμως στην αφήγησή της ο χρόνος δεν υπάρχει, ή μάλλον είναι υποκειμενικός.

Ξεχωρίζω τον Άγνωστο πόλεμο με τον οικογενειάρχη μεροκαματιάρη με δύο κόρες που «θέλει να ξεχάσει τα προβλήματα, να ονειρευτεί. Τη Δωροθέα, που θα ’παιρνε το πτυχίο της και θα συνέχιζε μεταπτυχιακό και θα διακρινόταν κάποτε και θα δικαίωνε όλους τους κόπους και θα».

Τον Πλανήτη Μελαγχολία για «αυτή (που) όλο το νυφικό ζητάει να βλέπουν. Με τη στοιχειωμένη μνήμη της, εκεί της αρέσει να γυρνάει. Με το πρόσωπο χωμένο στο αρωματισμένο μπουκέτο των νυφικών φωτογραφιών, αναπνέοντας τα μιγκέ, τα σκληρά χέρια του πατέρα που μυρίζουν καπνό – την κρατάει τρέμοντας από συγκίνηση και την οδηγεί, ατελείωτος χρόνος – μέχρι τα χέρια εκείνου, μέχρι το φιλί εκείνου στο στόμα της…».

Το Κείον νόμιμον για τον ξεχασμένο έρωτα, Τα γενέθλια της Μαρίας για τη χαμένη πρόωρα αδελφή, Το συνδικάτο του εγκλήματος που περιγράφει εξαίσια το bullying στο σχολείο.

Στην κορυφή αυτού του συνόλου των αφηγημάτων τοποθετώ το Αρχιπέλαγος. «Όλα τα μάτια η γειτονιά πάνω τους καρφωμένα. Στην οικογένεια του Αλβανού – από εξετάσεις περνούσε… (ώσπου) όταν ακούσαμε τις κραυγές, μεσημέρι ήταν, βγήκε όλος ο κόσμος στα μπαλκόνια. Από το σπίτι του Σαμπάν ήτανε. Κραυγές και κλάματα. Για τον Νίνο (τον γιο του) κλαίγανε, που τον χτύπησε στο δρόμο μηχανάκι το απόγευμα… (και τώρα) κατεβάζουμε τα μάτια σαν ένοχοι, σαν ντροπιασμένοι από λύπη όταν περνάει ο πατέρας με την κόρη του, φόρο τιμής σ΄ έναν παλαιό πολεμιστή».

Ξεχωρίζω ακόμη το Όταν έχεις μια παιδική καρδιά, που αναφέρεται στην ιστορία της Κατερίνας, που «φαρμακωμένη από τον κόσμο ασκήτευε στο διαμέρισμά της… που χαμογελάει (γιατί) η ζωή μετά από τόσες ματαιώσεις, πόνο και καταφρόνια της έμαθε αυτό το ωραίο χαμόγελο».

Και τέλος το Σκουλαρίκι στη μύτη βγαλμένο μέσα από το «κουτί της ανάμνησης, ορθογώνιο κουτί, φτιαγμένο με παλιά κοχύλια», μια «παλιά ιστορία που έτσι την «είχε καταχωρίσει στο μυαλό της και τώρα την ανέσυρε χαμογελώντας με τρυφερότητα… Στο νησί, στα ενοικιαζόμενα αραχτοί – πόσα χρόνια πριν; – κι από το διπλανό δωμάτιο είχαν ακούσει για πρώτη φορά εκείνο το γέλιο να πιάνει όλο τον χώρο, να εξαπλώνεται – καλοκαιράκι απόγευμα και τα παράθυρα ανοιχτά – παραδεισένιο».

Στα αφηγήματα της Αρχοντούλας Διαβάτη δεν λείπουν και οι σαφείς πολιτικές αναφορές που συναντά ο αναγνώστης στο Οδός Αγαπηνού και στο Συναξάρι της Μαρίνας Αυλίδου.

Όταν ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου της Αρχοντούλας Διαβάτη σκέφτηκα κάτι που το ’κανα μότο της ζωής μου από ηλικία 23 χρόνων, όταν έχασα τον καλύτερο μου φίλο. Να ζεις τη ζωή σαν η σημερινή να είναι η τελευταία σου μέρα και να την προγραμματίζεις σα να μην πεθάνεις ποτέ.

Μπορεί αυτό να είναι δύσκολο, μπορεί να μοιάζει εξωπραγματικό, αλλά αξίζει τον κόπο να το παλέψεις. Να παλέψεις για την ουτοπία, να παλέψεις να παραμείνεις Άνθρωπος, να παλέψεις πέρα από τις συμβατικότητες και τα «πρέπει» μας, που γράφει η συγγραφέας, γιατί αυτό είναι το ιδεώδες που μετράει στη ζωή μας, πριν πούμε και εμείς, όπως η Κατερίνα του αφηγήματος «ένα τέλος μου λείπει».