Η “Μαύρη πέτρα” είναι το αγαπημένο μου βιβλίο όχι επειδή είναι το τελευταίο μου αλλά επειδή περιέχει κάποιες πρωτογενείς απέχθειες. Ονομάζω πρωτογενείς τις συγκινήσεις της πρώιμης ηλικίας, αυτές που γεννιούνται όσο ακόμα μυρίζεις ξυνίλα και χώμα. Τα αρνητικά συναισθήματα, όπως οι απέχθειες, τα κουβαλάς σε όλη σου τη ζωή και κάποια στιγμή κάτι γεννάνε. Στην περίπτωσή μου γέννησαν την Μαύρη πέτρα…” ο συγγραφέας Γιάννης Γρηγοράκης, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική πορεία της συγγραφής – από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του νέου του βιβλίου των Εκδόσεων Κέδρος.

Ads

imageimage
“…Στο περιβάλλον όπου μεγάλωσα έλειπαν συχνά δυο τρεις άνθρωποι. Άκουγα να λένε ότι είναι πάλι στην εξορία. Από το ύφος τους καταλάβαινα ότι η εξορία είναι κάτι πολύ οδυνηρό, κάτι σαν κόλαση. Οι απαντήσεις που έπαιρνα από τους μεγάλους, τις φορές που ρωτούσα, ήταν ότι ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω. Αλλά και τώρα, που πια είμαι πολύ μεγάλος, εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω.

Τόπος και χρόνος δράσης του έργου είναι η Αθήνα του 1916. Από 20 Αυγούστου μέχρι τα μέσα του Δεκέμβρη. Τέσσερις μήνες. Ο Συμμαχικός στόλος έχει καταπλεύσει στον Πειραιά για να επιβάλει μέτρα σε βάρος της χώρας, ο Εθνικός Διχασμός κυοφορείται, δεν έχει ακόμα ξεσπάσει, κυοφορείται στην κοιλιά της πόλης σαν ένα ασχημάτιστο τέρας. Όλα αυτά ενόσω ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος μαίνεται, όχι μόνο στο Δυτικό μέτωπο, αλλά και στο Μακεδονικό, και σε άλλα.

Η αίσθηση λοιπόν που είχα καθώς ανέτρεχα στις εφημερίδες και στις αφίσες της εποχής,στα δελτία Τύπου της Ελληνικής κυβέρνησης, στις νότες του ναυάρχου Ντι Φουρνέ,στις ανακοινώσεις των Επιστράτων, κλπ, ήταν ότι είχα χώσει τα χέρια μου στα σωθικά της πόλης και τα ‘στριβα. Ήθελα να βγάλω αυτό το ασχημάτιστο τέρας όχι για να το πνίξω, διότι το τέρας γεννήθηκε τελικά και μακροημέρευσε, αλλά για να το κοιτάξω κατάματα, να το φτύσω, και να το ξαναχώσω στα σωθικά της.

Ads

Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Άγγελος Σιγανός, ένας νέος που δουλεύει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο. Αυτός και το κορίτσι που συνάντησε μια μέρα στο ταχυδρομείο, είναι τα μόνα επινοημένα πρόσωπα του έργου. Αλλά καμιά φορά σκέφτομαι ότι δεν τους επινόησα, ότι έζησαν πραγματικά όλη αυτή την υστερία, και ότι επέζησαν μέσα μου, εν μέρει κυτταρικά, εν μέρει σαν φαντάσματα της μνήμης. Ίσως τελικά τα φαντάσματα να μην είναι ποτέ ξένο σώμα, αυτό το σκέφτομαι τώρα.

Μερικές από τις σκέψεις του Άγγελου Σιγανού θυμίζουν σκέψεις που έκανα κατά καιρούς, όταν η οργή μου δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας διατάραξης (όπως ενδεχομένως η τωρινή), αλλά μιας υγιούς διεργασίας, πνευματικής φύσεως, απόρροια μιας ειλημμένης απόφασης:  Αυτής της διά βίου αμφισβήτησης της επίσημης ιστορίας, των νομιζόμενων αξιών, και των πρέπει.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισα κατά τη συγγραφή του βιβλίου είχε να κάνει με τη δράση του Αθηναϊκού Πρακτορείου. Εκείνη την εποχή το Πρακτορείο ήταν υπηρέτης δύο αφεντάδων. Οργανικά ανήκε στο Υπουργείο Εξωτερικών, επομένως έπρεπε να περνάει με τον τρόπο του τη γραμμή της εθνικής πολιτικής, δηλαδή της ουδετερότητας της χώρας, αλλά ο διευθυντής του Πρακτορείου, Ιωάννης Παρρέν, σύζυγος της γνωστής φεμινίστριας Καλλιρρόης Παρρέν, Αγγλογάλλος στην καταγωγή, έκανε το αντίθετο, στο μέτρο του δυνατού. Περνούσε με τον τρόπο του τη γραμμή της Αντάντ.

Όταν λοιπόν τα γεγονότα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο, και αυτό έγινε μετά τη μάχη των Αθηνών (18 Νοεμβρίου), το προφανές ήταν ότι αυτή η στάση θα είχε τις συνέπειές της. Ο Άγγελος Σιγανός διαχειριζόταν τις ειδήσεις του Πρακτορείου, συνεπώς υπήρχε σοβαρός κίνδυνος η αφήγηση να πάρει λάθος δρόμο, αν στηριζόταν στο ένστικτο του συγγραφέα. Ευτυχώς μία από τις εφημερίδες που ξεφύλλισα (ήταν επτά συνολικά), συγκεκριμένα το Σκριπ, έκανε μια σύσταση στις διωκτικές αρχές, κι αυτή η σύσταση υπήρξε καθοριστική για τη συνέχεια.

Με κατατρύχει πάντα μια γλυκιά αδημονία ανάμικτη με μια αόριστη ανησυχία όσο το βιβλίο βρίσκεται στο τυπογραφείο. Αυτή η ανησυχία έχει να κάνει με τα λάθη που τυχόν διέλαθαν της προσοχής μου, με το πώς θα βγουν τα χρώματα του εξωφύλλου, αν θα μυρίζει άσχημα το χαρτί. Μυρίζω πάντα ένα βιβλίο πριν το αγοράσω. Μερικά με πνίγουν – ίσως είμαι αλλεργικός σε κάποια χημική ουσία.”

imageimage