Ο Τόλης Νικηφόρου αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ποιητικές παρουσίες στη Θεσσαλονίκη εδώ και δεκαετίες. Αν και κατατάχθηκε (βάσει ημερομηνίας γέννησης) στη Β΄Μεταπολεμική Γενιά, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά περισσότερο μοιάζει με πρόδρομο της γενιάς του ’70 διατηρώντας σημαντική απόσταση από την ποιητική παράδοση της πόλης. Κινείται αυτόνομα, εκτός γενεαλογικών προσεγγίσεων, μεταξύ της πρώτης ποιητικής τριανδρίας της Θεσσαλονίκης (Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης) και της δεύτερης (Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Ιωάννου).

Ads

Δε λειτουργεί ως εκφραστής του περιθωρίου (κοινωνικού, σεξουαλικού ή πολιτικού), αρνείται τη μελαγχολία της ήττας, ακόμα κι όταν παλεύει κόντρα σε βέβαιη ήττα για ένα άπιαστο όνειρο. Η ποίησή του είναι εξωστρεφής χωρίς συμβολισμούς και κοινωνική με βαθιές πολιτικές ρίζες. Η γλώσσα του διατηρεί μία μοναδική ευθύτητα και διαύγεια, ενώ κυριαρχεί η αμεσότητα των νοημάτων και το επαναστατικό, ριζοσπαστικό, στοιχείο.
…πίσω από οδοφράγματα σ’ αγάπησα
σε συγκεντρώσεις απεργών
σε διαδηλώσεις φοιτητών
στους διαδρόμους των δικαστηρίων…

Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Τόλη Νικηφόρου είναι εμφανή και στα ερωτικά του έργα, όπως ανθολογούνται από το σύνολο του έργου του, στο «ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου» (Μανδραγόρας, 2015).

image

Ads

Κινείται ανάμεσα στην κοινωνική ποίηση και τον έρωτα εγκαταλείποντας την παράδοση της ερωτικής τριανδρίας της πόλης με εμφανή πολιτικά στοιχεία, ειδικά στα ποιήματα της πρώτης περιόδου. Άλλωστε στην πρώτη φάση της ποιητικής του πορείας κυριαρχεί ο κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός, αναζητώντας τη δική του ουτοπία, αγωνιζόμενος «σε έναν αγώνα εκ των προτέρων καταδικασμένο, με το κόκκινο και το μαύρο ως χρώματα της αναρχίας προσεγγίζοντας το απρόσιτο», όπως ο ίδιος έγραφε1.

Ένα τέτοιο ταξίδι στο όνειρο και την ουτοπία είναι και ο έρωτάς του. Αθώο και ηδονικό συνάμα, ένα όνειρο επαναστατικό που ταξιδεύει στα σύννεφα της -κρυφής, σχεδόν συνωμοτικής- λαγνείας. Ο έρωτας είναι μαγικός και τη μαγεία του ο ποιητής την βρίσκει στις πολιτικές συντροφιές, στις διαδηλώσεις, σε κλειστό δωμάτιο, σε κήπους και πλατείες.  Η αγωνία του για τον έρωτα είναι εμφανής σε κάθε λέξη, σε κάθε στίχο, σχεδόν σε κάθε αντικείμενο που συνδέεται με συγκεκριμένα πρόσωπα ή καταστάσεις (τη γυναίκα, την Θεσσαλονίκη, τον συνεχή αγώνα).

Παραμένει όμως συνεχώς μία φωνή αυθεντική. Ο Νικηφόρου καταφέρνει να συνδέσει άρρηκτα τους συμβολισμούς του κόκκινου σε κάθε ποίημα της ανθολογίας. Ο έρωτας/αγάπη συνδέεται με την κοινωνική ποίηση και την αγωνία για το αύριο. Με συναισθηματική επάρκεια και λόγο χειμαρρώδη αγγίζει ενοχλητικά για πολλούς στοιχεία κοινωνικής φύσης και τα εντάσσει στο ερωτικό πεδίο.

Καταγγέλλει τη μακραίωνη γυναικεία υποταγή (αισθανόμενος κι ο ίδιος ως άνδρας συνυπεύθυνος και βλέποντας συνέπειες αυτής της υποδούλωσης και σε εκείνον μειώνοντας την ελευθερία του αφού η σχέση τους θεωρείται ισότιμη μια και η φύση τους έταξε  σε σάρκα μία). Εκθέτει το απάνθρωπο τσιμεντένιο αστικό περιβάλλον, τη στάση των αρχών, τη βιοπάλη, την πολιτική αντίσταση για μία καλύτερη ζωή. Συνδέει τον έρωτα με το χαμό, την ποίηση, το φως.

Ο ανοιχτός χώρος είναι βασικό χαρακτηριστικό στην ποίηση του Νικηφόρου (κήπος, διαδηλώσεις, μπαλκόνι, δικαστήρια, αστικό τοπίο κλπ). Οι εικόνες του, ακόμα και οι πιο σκοτεινές, διακρίνονται από τη φωτεινή αισιοδοξία που γεννά ο ίδιος ο έρωτας.

Το ποιητικό του κάδρο είναι πολύχρωμο και οι εικόνες του έχουν κίνηση και ήχο· τούτη εκδηλώνεται άμεσα με ρήματα κινητικά ή έμμεσα με λέξεις που εμπεριέχουν κινητική ενέργεια (κυκλοφορεί, μεγαλώνουν, λούζεσαι, ανεμίζοντας στροβιλίζονται, άγριος πανικός στους δρόμους) ή συχνά με ρήματα σε ενεστώτα και μέλλοντα.

Το χρώμα αποκαλύπτεται συχνά άμεσα με τα χρωματικά επίθετα ή έμμεσα με όρους που συνειρμικά ταυτίζονται με συγκεκριμένα χρώματα (φύλλα, δέντρα, ματωμένα χείλη, χελιδόνια, ανατέλλουν).  Κυριαρχούν το πολυσήμαντο κόκκινο (του έρωτα και του αγώνα), το μπλε, το πράσινο και το λευκό του φωτός. Το φυσικό στοιχείο συνεχώς διανθίζει τις συνθέσεις του Νικηφόρου.

Η θάλασσα της Θεσσαλονίκης (θάλασσα, παραλία, καράβι), το πράσινο (φύλλα, δέντρο, κήπος) κι ο ουρανός έχουν συνεχή παρουσία στην ποίηση του Νικηφόρου, συντελώντας καταλυτικά στη ρομαντική διάθεση και χρωματίζοντας το ποιητικό κάδρο. Μοιάζει με μία προσπάθεια του ευαίσθητου κοινωνικού δημιουργού να δραπετεύσει από το μονότονο γκρίζο αστικό τοπίο που τον περιβάλλει καθημερινά.

Η δε ακουστικότητα των εικόνων του είναι άλλοτε θορυβώδης (σαν άγριος πανικός στους δρόμους ή συγκεντρώσεις απεργών και  οδοφράγματα, σαν φασαρία σε τμήματα ασφαλείας και διαδρόμους δικαστηρίων) και άλλες φορές ήπιος (σαν απαγγελία, θρόισμα, φτερούγισμα, ανάσα ή ψίθυρος) κι ενίοτε οι συνθέσεις είναι βουβές αφουγκραζόμενες το συναίσθημα του ποιητή.

Με τον καιρό γίνεται πιο περιγραφικός, η ποιητική ματιά πιο λεπτομερής· η εικαστική εξετάζει από κοντινό ποιητικό πλάνο το αντικείμενο του έρωτα. Μοιάζει σα να έχει αλλάξει ο ίδιος ο δημιουργός και να θέλει να πλησιάσει περισσότερο το αντικείμενο του έρωτα, να μετατρέπεται ο έρωτας και η πύρινη λαγνεία σε βαθιά αγάπη -και αλληλεγγύη σε κοινωνικό επίπεδο.
…κάτω απ’ το δέρμα αστραπές και καταιγίδες, μάτια ιστιοφόρα που αποπλέουν για το νυχτερινό ταξίδι στο άπειρο. στις απαλές καμπύλες των χειλιών του, κρατάει ένα κορίτσι την καρδιά μου, που ονειρεύεται με δάκρυα από χώμα κι ουρανό…

Ο λεκτικός του πλούτος γεμίζει με φως και χρώμα το στιχουργικό καναβάτσο, αξιοποιώντας τους συνειρμούς, ως ένα -ελεγχόμενο- υπερρεαλιστικό στοιχείο. Ωστόσο, με τον καιρό πλησιάζει περισσότερο τον υπερρεαλισμό, ως ένας πρόδρομος του μεταμοντέρνου υπερρεαλισμού, τον επανανοηματοδοτεί και τον εμπλουτίζει εκφραστικά με μεταφορές και μετωνυμίες, αναδύοντας μία πλουσιότερη εικαστική ποίηση.

Ο ποιητής αναζητά συνεχώς την ποιητική έκφραση. Δεν επαναπαύεται ποτέ, κινείται προοδευτικά διαγράφοντας τη δική του εξελικτική πορεία. Πειραματίζεται με νέες φόρμες (πεζοποιήματα, θρυμματισμένος στίχος), κινείται σε νέες εκφραστικές οδούς (γλωσσικά λογοπαίγνια) ενώ υστερότερα “παίζει” με τις εμφατικές επαναλήψεις προσδίδοντας μία κυκλικότητα που μοιάζει να διαστέλλει το χρόνο· ενισχύουν την κίνηση στις εικόνες του και προσδίδουν μία κυματοειδή μελωδικότητα στο στίχο επιτείνοντας το συναίσθημα.
Η εκφραστική αφθονία του Νικηφόρου αξιοποιεί όλα τα μέρη του λόγου. Επίθετα και επιρρήματα με μετοχές διανθίζουν τις διατυπώσεις του και με το πέρασμα του χρόνου αυξάνονται σε μία ιδιαίτερη εικονοπλαστική και νοηματική διάσταση. Μέσα στο χειμαρρώδες ύφος του διακρίνεται μία διαυγής αμεσότητα και τρυφερότητα, μία ειλικρινής ευαισθησία παρά την όποια σκληρότητα κρύβουν οι εικόνες του.
ο έρωτας ραπίζει το πέτρινο πρόσωπο της ανυπαρξίας

Με τον καιρό η φωνή του γίνεται πιο χαμηλόφωνη προς όφελος του συναισθήματος και της τρυφερότητας. Περνώντας στη δεύτερη περίοδο (έως σήμερα) κινείται σε ένα υπαρξιακό επίπεδο, χωρίς να εγκλωβίζεται στην αυτοαναφορικότητα, που απαντάται ως μέσο έκφρασης. Η μνήμη έρχεται στο προσκήνιο (άλλοτε εμφανής κι ενίοτε ως το αόρατο ποιητική βάθρο του έρωτα) χωρίς όμως να χάνονται τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ποίησής του. Ο χρόνος σταδιακά αφήνει το σημάδι του στα πρόσωπα (ρυτίδες, γκρίζο, φθορά) σε ένα πάντα νεανικό έρωτα, σαν τη γραφή του ποιητή.

Ο Νικηφόρου αποφεύγει συνειδητά τις λεκτικές ακροβασίες. Ο στίχος του παραμένει άρτιος, μεστός και ευκρινής. Ο στιχουργικός ρυθμός -ακόμα και στα πεζοποιήματα- υποτάσσεται στην εικόνα και (αλληλο)τροφοδοτεί το συναίσθημα. Ωστόσο, ο ρομαντισμός και ο λυρισμός πάντα ενυπάρχουν στις συνθέσεις του, ακόμα και στις “διαδηλώσεις”.
Η μικρογράμματη γραφή και η απουσία σημείων στίξης ενισχύουν τα πεζολογικά στοιχεία της ποιητικής του. Αντίθετα, στα πεζοποιήματα, τα σημεία στίξης (κόμματα ή τελείες σε μικρογράμματες περιόδους) ορίζουν το ρυθμό διαχωρίζοντας τους οιονεί στίχους. Ταυτόχρονα, πειραματίζεται με τις συνηχήσεις και τις παρομοιώσεις ευνοώντας το συναίσθημα και πλησιάζοντας τον προφορικό λόγο , παρά τον πλούτο και το ορμητικό ύφος.
 
Η ξεχωριστή ποιητική παρουσία του Τόλη Νικηφόρου συντίθεται από ένα πλήθος χαρακτηριστικών τα οποία αναδεικνύουν έναν καλλιτέχνη που χωρίς επανάπαυση αναζητά νέους δρόμους. Χαράσσει τη δική του πορεία και επηρεάζει τους νεώτερους δημιουργούς. Μακριά από την ποιητική παράδοση της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας καινοτομεί εκφραστικά αποκαλύπτοντας ότι ο ποιητής δεν στέκει μακριά από τις κοινωνικές ζυμώσεις της εποχής του.

Με περιφρόνηση στον καταναγκαστικό κοινωνικό κομφορμισμό μιλά με τη θυελλώδη ποιητική γραφή του για τη γυναίκα, τον αθώο, το διαδηλωτή, τον έρωτα και την αγάπη, το χαμό και την απώλεια, τις κοινωνικές συνθήκες και το περιβάλλον, για την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ποίηση του Νικηφόρου μοιάζει με ένα δέντρο που ανθίζει μέσα στην αστική (με διττό νόημα) καταπίεση. Γράφει για τον έρωτα και τους ανθρώπους, για την πόλη και τη ζωή ως ασυγκράτητος ουτοπιστής της αγάπης και της κοινωνικής δικαιοσύνης με παιδική, και άρα ελεύθερη κι αθώα, ψυχή.

1 περ. Pro Libertate 1 (Φεβρουάριος 2004) 21.