Η πόλη στη λογοτεχνία αποτελεί όχι απλά ένα σκηνικό, αλλά ένα οργανικό κομμάτι της δράσης και του λειτουργικού χώρου της σύγκρουσης, αναγκαίας σε κάθε έργο. Κατά τον Κωτόπουλο, «ο λογοτεχνικός χώρος νοηματοδοτεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Και ο αστικός χώρος κυριαρχεί στη δράση του ανθρώπου, μετασχηματίζοντας τη γεωγραφική του διάσταση σε κοινωνικό μέγεθος». Ενδιαφέρον έχει ότι ενώ, κατά τον ίδιο, «η Θεσσαλονίκη αποτελεί την πιο μυθοποιημένη πόλη (λογοτεχνικά)», η Αθήνα και ο Πειραιάς –κατά τη γνώμη μας– αποτελούν τις πόλεις της κρίσης, τα αστικά κέντρα που αποτυπώνουν τη φτώχεια πιο έντονα από κάθε άλλο.

Ads

Οι δύο πόλεις, των αντιθέσεων και του υπερπληθυσμού αποτελούν τον πλέον κατάλληλο χώρο δράσης για την κοινωνική πεζογραφία στην περίοδο της κρίσης. Την ίδια στιγμή η παρουσία τόσο διαφορετικών φυλών, που δεν ενσωματώνονται τελικά όπως στην ιστορική Θεσσαλονίκη, προσφέρουν μία πλούσια παλέτα με εικόνες και κοινωνικές προβολές.

Και, βέβαια, οι κοινωνικές εξελίξεις στο λογοτεχνικό σύστημα αποτυπώνονται με καθυστέρηση, όχι ευθέως, ούτε με τρόπο πάντα ευδιάκριτο. Αυτό κατά την Δημητρούλια «σημαίνει πρακτικά ότι η λογοτεχνία δεν αποτυπώνει άμεσα τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Συχνά προλέγει, σιωπά, σχολιάζει εκ των υστέρων, προλέγοντας και πάλι τις νέες εξελίξεις αλλά και συμπορεύεται με το παρόν.» Η λογοτεχνία, άλλωστε, κατά την ίδια «αποτελεί μια ιστορική κατασκευή και τάξη λόγου που μιλά για το κοινωνικό πεδίο, τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις του.»

Η νέα συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χριστόπουλου, «σπουδή στο κίτρινο» (το ροδακιό, 2018), επαναφέρει τη φτώχεια και τις συνέπειες της κρίσης στους ανθρώπους που ζουν στις εργατουπόλεις του λεκανοπεδίου. Σαν σε ασπρόμαυρο φιλμ με νατουραλιστική διάθεση ο Χριστόπουλος στρέφει την προσοχή του στην ελληνική κοινωνία.

Ads

Οι ιστορίες του Χριστόπουλου εντάσσονται στην κοινωνική λογοτεχνία και φέρνουν στο προσκήνιο τους αθέατους ανθρώπους. Η κρίση, δίχως να διατυπώνεται ρητά, καταγράφεται μέσα από τις επιπτώσεις της στις φτωχογειτονιές του Πειραιά και όχι μόνο. Μαύρη εργασία, ανασφάλιστοι πολίτες, κοινωνικά παντοπωλεία και διακοπές ηλεκτροδότησης αποτυπώνουν με ωμότητα το κοινωνικό άγχος. Μα ταυτόχρονα αποτελεί και την ευκαιρία να διατρέξουν οι αφηγητές πτυχές του κοινωνικού παρελθόντος, θυμίζοντας την αλλοτινή ένδεια.

Οι χαρακτήρες του ξεπηδούν από τις στοές της ανεργίας, απόκληροι και κυνηγημένοι άνθρωποι που ζουν και παλεύουν στο κοινωνικό περιθώριο. Θύματα πολέμου και άνεργοι, εργάτες ανθρακωρυχείων και στιγματισμένοι συναντιούνται σε διηγήματα που περιγράφουν τη συνθήκη της ζωής με σαφές κοινωνικό πρόσημο. Μολονότι, απουσιάζουν εικαστικά και θεματικά τα ρατσιστικά πογκρόμ ή οι απόπειρες δολοφονίας κατά μεταναστών προσφύγων ή ομοφυλόφιλων και διεμφυλικών, η οπτική της αφήγησης –μηδενική ή εξωτερική– εστιάζει σε ανέργους κι ανθρώπους της βιοπάλης με όλα τους τα πάθη, ψυχολογικά, συναισθηματικά κλπ.

Ως ήρωες-θύματα –κατά το προππιανό μοντέλο– αντιμετωπίζουν τους δράκους με ανθρώπινη ή οικονομική μορφή, τους τρομερούς δράκους της πραγματικότητας κάτω από ένα κίτρινο, αρρωστιάρικο, χρώμα που καλύπτει τον αττικό ουρανό και προκαλεί δυσφορία∙ τα σύννεφα, ως σύμβολο του ονείρου, κίτρινα από τη σκόνη των ανατροπών της ζωής∙ είναι το κίτρινο που απλώνει ο χρόνος σαν πυρετός στις διηγηματικές αναδρομές στην ιστορία της ελληνικής κοινωνίας.

Χρονικές σφήνες ταξιδεύουν στον ιστορικό χρόνο τον αναγνώστη, στον παρελθοντικό παρατατικό/αόριστο και τον υπερσυντέλικο, δίχως να εγκαταλείπουν το αφηγηματικό παρόν. Μέσα στη σκιαγράφηση της κοινωνίας στην περίοδο της κρίσης, ο αφηγητής ιχνογραφεί και πτυχές της ελληνικής ιστορίας, της μετανάστευσης για τα ανθρακωρυχεία, για τα καράβια, τα βάσανα και τη φτώχεια των προηγούμενων δεκαετιών. Και έτσι σαν σε χρονική σπείρα το δύσκολο παρόν βρίσκεται στο ίδιο ύψος με το παρελθόν, οδηγώντας σε ταύτιση του τότε με το τώρα.

Οι χαρακτήρες του, και γυναίκες και άντρες, είναι αντιήρωες με όλη τη χαρακτηροδομή τους∙ χάνουν και κερδίζουν, αφήνονται και παλεύουν χωρίς να κερδίζουν. Έτσι η –κατά Greimas– ήττα  τους εξυψώνει στο αντιηρωικό πάνθεο. Χαρακτηριστικό είναι που συχνά  απουσιάζει η ενδοκειμενική κοινωνική δικαίωση του Propp, μολονότι εξωκειμενικά οι χαρακτήρες δικαιώνονται από τον αναγνώστη (σπουδή στο κίτρινο, west side story).

Στη μάχη –ως προππική λειτουργία– ανταγωνιστές είναι οι άλλοι/ προϊστάμενοι, η κρίση και οι απολύσεις ή ο φόβος και η πείνα και ο ίδιος ο εαυτός τους συχνά (σπουδή στο κίτρινο, λερωθείτε κάνει καλό). Αυτά ωθούν τους ήρωες να ξεπεράσουν τα όριά τους, καθώς συνδέεται ο αγώνας –Greimas– τους με τις επιθυμίες και τις φοβίες τους –Souriau– (cum Juda, όλα καλά, λερωθείτε κάνει καλό).

Άνθρωποι που για το μεροκάματο, μπροστά στον φόβο της ένδειας, κάνουν κάθε δουλειά, φύλακες, εργολαβίες διακοπής ηλεκτροδότησης, ντελιβεράδες και κράχτες, πλύστρες και καμαριέρες σε ύποπτα ξενοδοχεία. Και η επανεμφάνιση ηρώων (Δήμος, Πανσέληνος, ο Μίλτος και η Πολωνέζα κλπ) σε άλλα διηγήματα δημιουργεί ένα συνδετικό δεσμό χαρακτηρολογικής φύσης, σαν να πρόκειται για ένα ενιαίο μυθιστόρημα.

Ο –άλλοτε ενδοδιηγητικός άλλοτε εξωδιηγητικός– πρωτοπρόσωπος  αφηγητής εναλλάσσεται με τον τριτοπρόσωπο/πανόπτη και τον δευτεροπρόσωπο (ο ιππότης της ασφάλτου, the knocker-upper man) προσδίδοντας μία διηγηματογραφική ποικιλία. Οι πρωταγωνιστές αφηγητές, άλλοτε γυναίκες και άλλοτε άνδρες, αποκαλύπτουν τις διαφορετικές οπτικές της κρίσης βάσει των έμφυλων χαρακτηριστικών της (ο ιππότης της ασφάλτου, σπουδή στο κίτρινο, λερωθείτε κάνει καλό).

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η γραφή του Χριστόπουλου επιστρέφει στη μοντερνιστική περιγραφή ενσωματώνοντας σύγχρονα στοιχεία πλοκής, δράσης και σύγκρουσης. Η απόκρυψη στοιχείων, που απαντάται στο αστυνομικό μυθιστόρημα, συνυπάρχει με τον φοβικό ρεαλισμό (σπουδή στο κίτρινο) και την κοινωνική αφήγηση με επιρροές Μουρσελά (west side story, όλα καλά) και τη ζωντάνια των θεατρικών διαλόγων.

Παράλληλα, ξεχωρίζει το απότομο σταμάτημα της αφήγησης/περιγραφής για να περάσει η εξιστόρηση σε άλλη σκηνή (χώρο και χρόνο). Τούτη η ξαφνική διακοπή, που προσομοιάζει με τις παύσεις του προφορικού λόγου και συχνά αποδίδεται με παύλα (λερωθείτε κάνει καλό, το μπερεκέτι μας), ενισχύει την παραστατικότητα τις διήγησης. Άλλοτε, τούτες οι διακοπές γίνονται με παρένθετους εγκιβωτισμούς και μεταστροφή του κέντρου αναφοράς σε άλλο (west side story, δεν με λένε Αντώνη, όλα καλά).

Ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει είναι ο ποιητικός του λόγος. Ο Χριστόπουλος μεταχειρίζεται μία φροντισμένη γλώσσα γεμάτη ποιητικές μεταφορές που αφήνουν μία γλυκιά επίγευση στις περιγραφές του (με το βλέμμα στη φυγή, κρίση πανικού, το βάθος τ’ ουρανού είναι κόκκινο). Και μέσα στη διακειμενικότητα η αναφορική λειτουργία του λόγου, με λυρισμό και φαντασία, εξακοντίζει το συναίσθημα (λερωθείτε κάνει καλό).
Η περιγραφή, λεπτομερής, στέκει μακριά από τις σύγχρονες εκδοχές του σεναριακού λόγου και της μετα-κινηματογραφικής αφήγησης. Διακρίνεται ένα πλούσιο ανάγλυφο φωνών∙ άλλοτε με μακροπερίοδο λόγο (ο ιππότης της ασφάλτου, west side story) και άλλοτε με θερμοκρασία φωνής που κινείται με ευαισθησία μεταξύ δραματικότητας και τραχύτητας ή ωμότητας. Τα διηγήματα του είναι χωροκεντρικά και θεματοκεντρικά.

Επιλογικά, ο Χριστόπουλος στρέφει τον διηγηματογραφικό του φακό στην κοινωνία της κρίσης θυμίζοντας τη φτώχεια που αντιμετώπισαν διαχρονικά οι άνθρωποι. Αν και επίκεντρο παραμένει το σήμερα του αναγνώστη, στην πραγματικότητα η συλλογή ακτινογραφεί την ιστορία της ελληνικής κοινωνίας των τελευταίων δεκαετιών.

Το κίτρινο καλύπτει όλα τα διηγήματα ως συνεκτικός δεσμός. Είναι το χρώμα της προδοσίας και του πόνου, της πείνας και της φτώχειας, μα ταυτόχρονα με τη ζωηράδα του αφήνει μία αισιόδοξη ενατένιση μέσα από τον διαρκή αγώνα των χαρακτήρων να αντισταθούν στις δυσκολίες. Αντιήρωες της “διπλανής πόρτας” που αρνήθηκαν να υποταχθούν μοιρολατρικά στις ήττες της ζωής, που δεν συμμορφώθηκαν προς τας απαιτήσεις του συστήματος.