Κάθε ιστορία ζηλοτυπίας είναι συναρπαστική γιατί αφηγείται μια πτώση. Η πτώση αυτή σπάνια είναι κατακόρυφη. Μάλλον θυμίζει ένα κωμικό κατρακύλισμα σκάλας, κωμικό για μας, καθώς ο άτυχος πρωταγωνιστής, υποφέρει. Το περίεργο είναι ότι όσο πέφτει, τόσο τροφοδοτεί την πτώση του, την επισπεύδει, σχεδόν την απολαμβάνει. Το τέλος είναι σχεδόν πάντα ο γκρεμός. Πράγματι, η ζηλοτυπία προσφέρει στον συγγραφέα μια θαυμάσια ευκαιρία ανατομίας της ερωτευμένης ψυχής κατά τη διάρκεια της εξευτελιστικής συντριβής της.” Η συγγραφέας Έλενα Μαρούτσου, μιλά για τη νουβέλα του Κώστα Κατσουλάρη: “Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου”, των εκδόσεων Κέδρος.

Ads

Επιμέλεια: Κρυσταλία Πατούλη

“Η λογοτεχνία δε χορταίνει πραγματικά να αντλεί νερό απ’ το πηγάδι της ζήλιας: Ο Οθέλλος κι η Δυσδαιμόνα είναι ίσως ένα απ’ τα πιο γνωστά ζευγάρια που έπεσαν σ’ αυτό το νερό, που ενώ κάποτε πότιζε τον έρωτά τους, μετά φούσκωσε, μαύρισε και τους έπνιξε. Όπως στην ίδια τη ζωή, έτσι και στη λογοτεχνία, η ευτυχία δεν προσφέρει υλικό για αφήγηση. Η ευτυχία είναι αυτάρκης. Δεν έχει ανάγκη τα αυτιά  τρίτων. Στην ερώτηση: «Τι κάνεις;», η απάντηση «καλά» κι ένα χαμόγελο αρκούν. Η δυστυχία, όμως, η πτώση, η απώλεια φαίνεται πως προσφέρουν στο λόγο πλούσιο υλικό. Η ευτυχία, η ήρεμη πληρότητα μόνο ως εναρκτήρια κατάσταση μπορούν να νοηθούν στις σελίδες ενός βιβλίου, σαν το έδαφος που πάνω του θ’ ανοίξει ξαφνικά ένα ρήγμα μέσα απ’ το οποίο θα δούμε τα πραγματικά βάθη της ψυχής.

Στη νουβέλα του Κώστα Κατσουλάρη, το έδαφος αυτής της ήρεμης πληρότητας είναι η οικογενειακή ζωή. Ο ήρωας του βιβλίου, ο οποίος σε πρώτο πρόσωπο μας αφηγείται την ιστορία του, δεν έχει την αίγλη ενός Οθέλλου, ούτε η σχέση με τη γυναίκα του θυμίζει τίποτα απ’ το πάθος του Σαιξπηρικού ήρωα για τη Δυσδαιμόνα. Απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες αντιλαμβανόμαστε πως «το δράμα» που θα παρακολουθήσουμε, είναι μέσα στις οικείες διαστάσεις της καθημερινότητας. Ο αφηγητής, ονόματι Σόλων, έχει δικό του ιατρείο, η γυναίκα του είναι κι αυτή εργαζόμενη, την κορούλα τους την κρατάει μπέιμπυ σίττερ, οι δυο τους γυρίζουν κουρασμένοι στο σπίτι αργά. Το σκηνικό είναι γνωστό. Είναι όμως και στέρεο; Βέβαια, η αφήγηση ξεκινάει μετά την καταβαράθρωση του σκηνικού μ’ ένα φλας μπακ  από μέρους του αφηγητή κι έτσι ξέρουμε πως η πτώση είναι αναπόφευκτη, θα τη βρούμε μπροστά μας. Όμως πού έγινε το πρώτο γλίστρημα;
 
Ο ήρωας, αφού όλα έχουν ανατραπεί, προσπαθεί κι αυτός να ανασυνθέσει την ιστορία
του την οποία θυμάται, πρέπει να πούμε, σαν σε όνειρο. Με δυσκολία ανατρέχει  στο εναρκτήριο λάκτισμα της ζήλιας. Το πρόσωπο μάλιστα του «άντρα που αγαπούσε τη γυναίκα του» δεν το θυμάται καν, σαν ο ανταγωνιστής του να είναι φτιαγμένος απ’ τη στόφα των φαντασμάτων. «Κάθε μου προσπάθεια» αφηγείται ο Σόλων «να του αποδώσω συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, απτή φυσιογνωμία, παρεκτρέπεται σε σκέψεις εκ πρώτης άσχετες, που καταλήγουν στους μαιάνδρους της παιδικής μου ηλικίας». Μπαίνει στον πειρασμό ο αναγνώστης να σκεφτεί πως το αρχικό ολίσθημα που θα οδηγήσει στην πτώση, δεν ήταν κάποιο τυχαίο παραπάτημα, ούτε κάποιο ηθελημένο ή αθέλητο σπρώξιμο από έναν τρίτο. Όπως όλες οι μεγάλες συμφορές, έτσι κι αυτή έχει τρυπώσει μέσα μας «εξ απαλών ονύχων», απ’ τους «μαιάνδρους»,όπως το θέτει ο αφηγητής «της παιδικής ηλικίας». Καθώς όμως δεν έχουμε στα χέρια μας ένα εκτενές μυθιστόρημα, αλλά μια σύντομη νουβέλα, πολύ σοφά ο Κατσουλάρης, υπακούοντας στο γρήγορο και περιεκτικό ρυθμό του είδους, δεν χάνει χρόνο ακολουθώντας αυτούς τους μαιάνδρους προς τα πίσω. Ο μόνος λαβύρινθος που επιτρέπεται να εξερευνήσουμε είναι του εδώ και του τώρα. Το μόνο αίνιγμα που πρέπει να λυθεί είναι ποιος είναι «ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου». Ο άντρας δηλαδή που πήρε τη θέση μου.
 
Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο άντρας; Καθώς ο ήρωας βασανίζεται να τον ανασύρει απ’ τη μνήμη του, η πρώτη εικόνα που αναδύεται είναι αυτή μιας μορφής μυθικής, ενός πλάσματος αλλόκοτου, μισού ανθρώπου, μισού ζώου, που η θέα του τον κάνει να παραλύει: πρόκειται για έναν Κένταυρο, έναν Σάτυρο, όπως μας λέει, «ένα πλάσμα με μυτερά αυτιά που έχει κουρνιάσει στο στήθος μια κοιμωμένης κοπέλας». Πρόκειται, μαθαίνουμε αργότερα, για έναν υπαρκτό πίνακα. Και ο τίτλος του πίνακα: «Εφιάλτης». Και πράγματι, ο εφιάλτης του ζηλότυπου είναι αυτός: η γυναίκα που αγαπά να έχει παραδοθεί στα χέρια ενός πλάσματος που αντιπροσωπεύει το ζωώδες σεξ, να του έχει δοθεί αρχικά δειλά ίσως και πειθήνια όπως η «κοιμωμένη» του πίνακα κι αργότερα με τη σταδιακή μεταμόρφωσή της κι αυτή σε έξαλλη μαινάδα, σ’ ένα πλάσμα εκτός εαυτού, έρμαιο στα βαθύτερα ένστικτα του γυναικείου φύλου της, ενώ ο απατημένος εραστής θα απομείνει μ’ ένα αδειανό πουκάμισο, αυτό της καθωσπρέπει συζύγου – μητέρας.
 
Ποιες όμως είναι οι πραγματικές αφορμές, οι ενδείξεις, τα ορατά σημάδια που οδηγούν τον συγκεκριμένο ήρωα σε αυτόν τον εφιάλτη; Από πού πιάνεται για ν’ αρχίσει αυτή την κάθοδο στον σκοτεινό κόσμο της ζήλιας; Στην αρχή πρόκειται για ένα φευγαλέο πρόσωπο στον προθάλαμο του ιατρείου του, ένα πρόσωπο που εμφανίζεται κι εξαφανίζεται σχεδόν σαν όραμα ακολουθούμενο απ’ τη μορφή της γυναίκας του που «έτυχε» κι αυτή να περάσει απ’ το ιατρείο εκείνη τη στιγμή για να εξαφανιστεί επίσης λίγο μετά την εξαφάνιση του «άλλου». Σύμπτωση; Μετά από ένα διάστημα, η γυναίκα του αποκαλύπτει πως παίρνει αντισυλληπτικά χάπια γιατί δεν επιθυμεί δεύτερο παιδί. Ύστερα κόβει τα μαλλιά της κοντά. Κατόπιν θεάται να πίνει ένα ποτήρι κρασί στο καφέ ενός πολυκαταστήματος μαζί μ’ έναν συνάδελφό της την ώρα του διαλείμματος; Συμπτώσεις κι αυτές; Μετά την ολοκλήρωση της πτώσης τίποτα πια δεν φαίνεται τυχαίο. Όλα μοιάζουν προσεκτικά σχεδιασμένα βήματα της χορογραφίας του προσωπικού του διασυρμού.
 
Ο ήρωας του Κατσουλάρη δεν σταματάει να ξιφουλκεί κατά φανταστικών εχθρών. Δεν μπορεί πια να ησυχάσει σαν να είναι ο ίδιος κι όχι η γυναίκα του έρμαιο κάποιου δαίμονα με μυτερά αυτιά, ο οποίος του ψιθυρίζει συνεχώς τα πιο φριχτά πράγματα. Κάθε λέξη, κάθε εικόνα, κάθε ανάμνηση χάνουν την αυτόνομη σημασία τους και γίνονται νύξεις για τη ντροπιαστική του προδοσία. Στην περίπτωση του συγκεκριμένου ζηλότυπου, η σταδιακή του κατάρρευση δεν οφείλεται στον παράφορο έρωτα για τη γυναίκα του. Αυτό που καταρρέει είναι το ασφαλές αίσθημα κατοχής, η ήρεμη ισορροπία που νόμιζε πως είχε κατακτήσει μετά από τη γέννηση της κορούλας τους και τη δρομολόγηση της ζωής τους, έτσι ακριβώς όπως την είχε φανταστεί. Είναι αυτό καταδικαστέο; Είναι λιγότερο επίπονο; Ο συγγραφέας δεν έχει σκοπό να μας οδηγήσει σε εύκολες ταυτίσεις, σε χλευαστικά γέλια ή συσπάσεις κατακραυγής. Παρακολουθεί τον ήρωά του από μια απόσταση, που του επιτρέπει πότε να ενισχύει το ρεαλιστικό υπόβαθρο των υποψιών του, πότε ν’ ανασηκώνει το χαλί των πράξεών του για να ρίξουμε μια ματιά στο υπέδαφος των εμμονών και της αυταπάτης του.
 
Ποιες όμως είναι οι πράξεις του ήρωα; Τι ακριβώς κάνει για να αντιμετωπίσει φανταστικούς ή πραγματικούς εχθρούς; Ποιο όπλο επιστρατεύει; Τη μοιχεία. Ξεκινάει μια ερωτική σχέση με τη χήρα γυναίκα ενός πρώην ασθενή του. Το κάνει για να εκδικηθεί; Ο αφηγητής σε αυτό το σημείο μας εξομολογείται πως κι ο ίδιος δεν έχει υπάρξει άμεμπτος ως σύζυγος. Τα πρώτα έξι χρόνια της συζυγικής του ζωής είχε συνάψει μια σειρά από εφήμερες ή λιγότερο εφήμερες σχέσεις με διάφορες γυναίκες, μια εκ των οποίων ήταν κι η Αναστασία, η εν λόγω σύζυγος ασθενούς, την οποία τώρα επαναφέρει στην ερωτική σκηνή.
 
Η αφηγηματική μαεστρία σε αυτό το σημείο της πλοκής δεν έγκειται τόσο στην απρόσμενη ανατροπή – ο σύζυγος που δηλώνει συγκλονισμένος απ’ την απάτη της γυναίκας του ομολογεί πως έχει κάνει πολλάκις τρισχειρότερα – αλλά από την πετυχημένη ρεαλιστική πινελιά στον χαρακτήρα του ήρωα. Να σημειώσω εδώ πως η εξομολόγηση δεν γίνεται σε ατμόσφαιρα εσωτερικής συντριβής ή έστω αυτοκριτικής. Η εξομολόγηση γίνεται σαν μια φυσιολογική κι άνευ ιδιαίτερης σημασίας αναφορά σ’ ένα παρελθόν το οποίο σπεύδει τώρα να αναμοχλεύσει. Εδώ διακρίνουμε ένα μειδίαμα του συγγραφέα το οποίο γίνεται και μειδίαμα του αναγνώστη καθώς ο ζηλότυπος δείχνει να απεκδύεται ένα ένα τα πέπλα καλύπτουν το πάθος του. Η ζήλια του, απογυμνωμένη εξ αρχής από την αίγλη ενός σφοδρού έρωτα, χάνει τώρα και το πρόσχημα της προδοσίας της συζυγικής εμπιστοσύνης μιας που όποιο τέτοιο αδίκημα έχει διαπραχθεί πρώτα απ’ τον ίδιο. Όσο πιο γυμνό όμως μένει το πάθος του, τόσο πιο ρεαλιστικό, πιο πιστευτό γίνεται. Στο μέτρο μάλιστα που θα μπορούσε ο καθένας μας να αναγνωρίσει σ’ έναν τέτοιο ελάχιστα κολακευτικό καθρέφτη τον εαυτό του, γίνεται έως και συγκινητικό. Κλαυσίγελος, για την ακρίβεια, θα ήταν η αντίδραση που θα ταίριαζε στην περίπτωση αυτή.
 
Παλεύοντας ο Σόλων στα σεντόνια της Αναστασίας, ανακαλύπτει πως δεν μπορεί να δρέψει καμιά απ’ τις χαρές που υπόσχονται τέτοιου είδους παράνομες σχέσεις, τις οποίες παλαιότερα ελαφρά τη καρδία απολάμβανε. Ούτε κάποιο αίσθημα εκδίκησης τον παρηγορεί. Παραδίδεται στον όλο και παθιασμένο έρωτα της ερωμένης του με την κούραση και τη σύγχυση που επιφέρει η προσωπική του προσήλωση στις κινήσεις της γυναίκας του, την οποία παρακολουθεί λαχανιασμένος βρισκόμενος, όπως το θέτει ο ίδιος, «πάντα ένα τετράγωνο πίσω». Σε αυτή την παρτίδα σκάκι οι κινήσεις του γίνονται όλο και πιο σπασμωδικές κι ανεξέλεγκτες. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως οι φόβοι του έχουν ήδη πραγματοποιηθεί: πράγματι ένα ζωώδες, δαιμονικό πλάσμα απειλεί το γάμο του. Όμως αυτό το πλάσμα είναι ο ίδιος, παραμορφωμένος απ’ το πάθος του, έχοντας απομακρυνθεί επικίνδυνα απ’ τη λογική, αιχμάλωτος του πόνου του, απάνθρωπος σχεδόν μέσα στην αδιαφορία του για τον πόνο που ο ίδιος μπορεί να προκαλεί στους γύρω του. Δεν είναι τυχαίο που, προς το τέλος του βιβλίου, ο πίνακας με τον Σάτυρο και την κοιμωμένη, εμφανίζεται κρεμασμένος πάνω απ’ το κρεβάτι όπου ο ήρωας κάνει μεθυσμένος έρωτα με την ερωμένη του. Σε αυτή την περίπτωση, η κοιμωμένη θα μπορούσε να είναι η ανθρώπινη λογική.
 
Ο γκρεμός είναι πια γεγονός. Δεν θα σας αποκαλύψω το τέλος του βιβλίου. Ούτε βέβαια την ταυτότητα «του άντρα που αγαπούσε τη γυναίκα μου». Άλλωστε εξαρχής ο τίτλος, δεν ξέρω πώς, αντί να υποβάλλει την ιδέα του τριγώνου, παραπέμπει σε αυτή του κύκλου ή αλλιώς του μηδενός.”

Ads

image