Με αφορμή την έκδοση Κατερίνα Γώγου – Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε (Ποιήματα 1978-2002) – Εκδόσεις Καστανιώτη. Τα ποιήματα τις Γώγου είναι κραυγές από το βασίλειο της χειρότερης ταπείνωσης, από το κράτος της Ανάγκης. Από τις ουρές της ανεργίας, από ζωές – κελιά, σπίτια – κελιά, ψυχιατρεία – κελιά, κράτη – κελιά, χαρές – κελιά, ιδέες – κελιά, πεποιθήσεις – κελιά.

Ads

Και χρήματα κύριε,  χάρτινα χαρτονομίσματα
τσίγκινα κέρματα
χρήματα χρήματα κι αφόρητη ζέστη

Τα ποιήματα της Γώγου. Που δεν την ένοιαζε να έχει τίποτα (Γιατί αν είχα θα ντρεπόμουν κιόλας). Που ξημερώνουν αργά και σκοτεινιάζουν νωρίς κι έχουν πάντα αρνητικά φωτογραφίας, μαύρες σημαίες , ασπρόμαυρους φίλους και τ’ άδικο. Το άδικο που δεν μπορούσε να στριμωχτεί σε έναν στίχο  σε ένα ποιήμα κι ερχόταν ξανά στις επόμενες αράδες σαν φίμωτρο από την κοινωνία, σαν αλυσίδα από την εξουσία και κανάλι και γρανάζι και αφανισμός. Κι είχε το βλέμμα της εξουσίας, του ιερέα, του συντρόφου του ίδιου της του εαυτού.

image

Ads

Τα ποιήματα της Γώγου που είναι κραυγές
Τώρα θα στοχεύσουν
Τώρα θα δολοφονήσουν
Δολοφονούν

Το άδικο και τα μεγάλα φτερά. Το τραλαλί, τραλαλόμ γιατί …Ήθελα μονάχα να σου πω να πάμε να παίξουμε…. και πάρε και τ’άλλα παιδιά μην τους αφήσουμε γέρους.

Τα ποιήματα της Γώγου που έχουν αρχαγγέλους που πηδάνε απ’τα μπαλκόνια ανεμίζοντας μια κάρτα ανεργίας. Γιατί… υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουμε οι ίδιοι τον τρόπο.

Η Κατερίνα. Που ντροπιάστηκε μόνο γιατί είχε τις γλάστρες απότιστες και τα γόνατα του παιδιού λερωμένα.

Ο Παύλος, ο Μαρξ ο Λένιν η Λούξεμπουργκ, η αναρχία, τα τραγούδια του Σαββόπουλου, οι πεθαμένοι που ποιός είπε πως δεν πενθούν, οι φασίστες, οι πέτρες για τους φασίστες, η κοινωνία, η γειτόνες που μας δείχνουν με το δάχτυλο αλλά και η  Μυρτώ που δεν φταίει σε τίποτα.
Μόνο πού όταν φεύγετε
αφήνετε τα πιάτα σας άπλυτα
δεν εξηγείται αλλιώς
έτσι βρώμικος πού είναι πάντα ό νεροχύτης.

Οι άνεργοι, η ουρά των ανέργων , εκείνη  στην ουρά των ανέργων. Οι σύντροφοι που βρίσκονται που εξαφανίζονται που “δυο δυο” τη βρίσκουν και μετά γερνάνε περιμένωντας. Τα παιδιά που έχουν μεγάλα μάτια, οι δρόμοι που χάνονται μες τους ανθρώπους, η μοναδική της περιουσία η κόκκινη φωτογραφία της πρωτομαγιάς και τ’ άδικο , πάντα το άδικο. Που δεν φεύγει αλλά μόλις φύγει η Κατερίνα θα έρθει να μας βρει.

Τα ποιήματα της Γώγου. Με τους  σταλινικούς και τη μέθοδο να τουφεκάνε σαν προδοτες τους καλύτερους κι αυτοί να ουρλιάζουνε πεθαίνοντας ΖΗΤΩ ΤΟ ΚΟΜΜΑ.  Ελευθερία μου είναι στις σόλες των αλήτικων παπουτσιών μου έγραφε και μετά Κάτω τα χέρια από πάνω μου!

Η Κατερίνα που έψαχνε τα μάτια της Τα μάτια μου – που΄ναι;-  τα μάτια μου που΄ναι ; Κάθε μέρα μαθαίνω ν’απορρίπτω αυτά που πίστεψα χτες .
Που φοβόταν πιο πολύ να μη γίνει “ποιητής”. Μην κλειστώ στο δωμάτιο κι αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω…
Κι όπου έστρεψε Όξος και πρέζα και χολή

Η Κατερίνα στη χώρα αυτή
των τεθνεόντων ζωντανών
στη χώρα των απόντων

Τα ποιήματα της Κατερίνας που ζητούν απάντηση από τους λαχανιασμένους.
Η υπόσχεση στη Μαρία πως θα αλλάξουν οι  καιροί. Πως θα’ρθει ο καιρός που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς δεν θα βγαίνουν στην τύχη……. Και τη δουλειά θα τη διαλέγουμε/ δε θα ‘μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια

Στον τόμο Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε (Εκδόσεις Καστανιώτη)  συγκεντρώνεται για πρώτη φορά το σύνολο του ποιητικού έργου της: Οι συλλογές Τρία κλικ αριστερά, Ιδιώνυμο, Το ξύλινο παλτό, Απόντες, Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών και Νόστος, που εκδόθηκαν πριν από το 1993, καθώς και το μεταγενέστερο Με λένε Οδύσσεια, στο οποίο είχαν συμπεριληφθεί αδημοσίευτα ποιήματά της, δακτυλόγραφες ή χειρόγραφες σημειώσεις της με ημερολογιακή πρόθεση, κάποιες ενάρξεις εξιστορήσεων και τρεις παραλλαγές δικών της σεναρίων.