Οι λέξεις είναι εμπειρικά θραύσματα της ζωής που εμφανίζονται σαν σουρεαλιστικές της συνείδησης ή σαν ήχοι πάνω στο λευκό πέπλο του χαρτιού. Ο ποιητής είναι εκείνος που καλείται να συνδέσει τις λέξεις μεταξύ τους σαν να συνδέει τη μνήμη και τις εμπειρίες του και να γεννήσει ένα νέο συναίσθημα πάνω στο οποίο θα οδηγήσει τους αναγνώστες/ακροατές με ισορροπιστή τη φαντασία και τον ψυχισμό του.

Ads

Αυτό το δρόμο ακολούθησε και η Λένα Καλλέργη, ήδη από το 2010 που πρωτοεμφανίστηκα στα ελληνικά γράμματα, προσπαθώντας να συνδέει το προσωπικό βίωμα με την κοινωνία. Στην πρώτη της ποιητική συλλογή, «κήποι στην άμμο» (Γαβριηλίδης, 2010), εκφράζεται η αγωνία των νέων ανθρώπων για το μέλλον μέσα σε μία αφιλόξενη κοινωνία και έναν άξενο αστικό χώρο. Η ποιήτρια μοιάζει να αγωνίζεται μόνη για την κοινωνική επιβίωση, επιστρατεύοντας τον υπερρεαλισμό ως μία παραλογική διέξοδο απέναντι σε μία παράλογη κοινωνία που παρακμάζει.

image

Ένας πλούσιος σουρεαλιστικός καμβάς -με χαρακτηριστικές επιρροές από την ποιητική του Εγγονόπουλου – δημιουργείται με τα πιο απλά υλικά της Τέχνης, τις λέξεις. Το συναίσθημα συμπλέκεται με τις αισθήσεις μέσα στο αλληγορικό μήνυμα. Η συνειρμική εναλλαγή των εικόνων προσφέρει μία ιδιαίτερη κίνηση στη στιχουργική της. Τούτη όμως η ρευστότητα αισθητοποιεί και τις ποιητικές αγωνίες καθώς το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται μετέωρο.

Ads

Εμφανής είναι μία στοχαστική διάθεση που κατά βάση επιτρέπει στον αναγνώστη/ακροατή να στοχαστεί εκείνος μόνος του πάνω στον συναισθηματικό ιστό που απλώνει η ποιήτρια. Οι κοινωνικές αναφορές αρμολογούνται υπερρεαλιστικά με το φυσικό τοπίο δημιουργώντας έναν ιδιότυπο λυρισμό. Αλληγορίες κοινωνικές με εικονοπλαστική πρωτοτυπία εκθέτουν την αγωνία της ποιήτριας (κατώφλι εκκλησίας, κλήρος, στοιχειό, ζήτημα ισορροπίας).

Η δημιουργός σαρκάζει με έναν ιδιαίτερο δηκτικό δυϊσμό την αναζήτηση εργασίας (peugeot) και τον σύγχρονο κοινωνικό κανιβαλισμό (συνένοχος, back up, αυτονόητο), το απρόσωπο βουβό αστικό τοπίο της σύγχρονης αλλοτρίωσης που τελικά φυλακίζει το άτομο (μάντισσα, back up) και την ανάγκη της προσωπικής ελευθερίας ως αιώνιο – καμικό – ζητούμενο (τριαντάφυλλο).

Με σαφείς κοινωνικές αναφορές, όπως εισήγαγαν με τόση ορμή και σε τέτοια έκταση οι ποιητές της αγανάκτησης, η Καλλέργη προσδίδει στην κοινωνική ποίηση υπαρξιακά στοιχεία που συνδέουν το άτομο με το κοινωνικό περιβάλλον και τον χώρο του. Παρά όμως από τη συχνή ύπαρξη ανοιχτών/εξωτερικών χώρων, η ποιητική της παραμένει «κλειστή» στο αυτοαναφορικό υποκείμενο. Πρόκειται για μία ποιητική αντίθεση που τονίζει την κοινωνική περιθωριοποίηση του πρωτοενικού υποκειμένου. Το ποιητικό εγώ μόλο που διαβιεί και δρα στον «ανοιχτό» χώρο, έρχεται απέναντι σε μία κοινωνία «κλειστή» στα όνειρα (σταύρωση), στον έρωτα (λίγο, δίκοπο, κατώφλι εκκλησίας), την Τέχνη και την Ποίηση (περί κήπου, spleen).

Άλλωστε, το κάδρο της είναι – κατά βάση – μονοπρόσωπο. Λίγα μόνο ποιήματα αναφέρονται σε ένα πολυπληθές κοινωνικό χώρο (mall, λίγο). Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετές συνθέσεις υπονοούν κάποιο πολυάνθρωπο περιβάλλον, αλλά τούτο σκιαγραφείται θολά ως αποτέλεσμα της δράσης του στο ποιητικό εγώ, χωρίς καν την παρουσία των ενεργούντων προσώπων ή πλήθους (ζήτημα ισορροπίας, peugeot, μάντισσα, περί κήπου, κόλπο, στοιχειό, μια νύχτα, οιωνοσκόπος, Κασσάνδρα).

Αντίθετα, πλάι στις προαναφερόμενες συνθέσεις ο άξενος χώρος κυριαρχεί μονοπρόσωπος (back up, κατώφλι εκκλησίας, souschef, Ίος, τέχνη σαγήνης, peugeot, αυτονόητο, a day of ones own, spleen) οριζόμενος από το αυτοαναφορικό υποκείμενο και ένα ακαθόριστο δεύτερο πρόσωπο, συχνά συντροφικό/ερωτικό ή φιλικό. Έτσι, βέβαια εντείνεται και το βασικό συναίσθημα της συλλογής για μία κοινωνία που λειτουργεί ατομιστικά αδιαφορώντας για την ψυχολογία των ατόμων και κανιβαλίζει τις σάρκες της οδηγούμενη στην παρακμή.

Ακόμα και οι τίτλοι αισθητοποιούν τούτο το συναίσθημα όντες μονολεκτικοί. Από τις 32 συνθέσεις οι 21 έχουν μονολεκτικό τίτλο, η μία (1) έναρθρο και οι πέντε (5) ονοματικά σύνολα. Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι οι τίτλοι αποδίδουν μονολεκτικά το ποιητικό περιεχόμενο των συνθέσεων και συνήθως πρόκειται για μία λέξη που δεν εμπεριέχεται στη σύνθεση. Έτσι, όμως οπτικά εκφράζεται ακριβώς το αίσθημα της μοναξιάς/περιθωριοποίησης που εισπράττει η δημιουργός. Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής εκφράζει τη γνώση του εφήμερου ονείρου για την ίδια ποίηση, αφού οι κήποι που φροντίζει στην άμμο δεν είναι παρά τα ποιήματά της.

Στην εκφραστική της διακρίνεται η αισθητική σταθερότητα στην έναρξη των στίχων με κεφαλαίο γράμμα. Η ίδια όμως η στιχουργική της ποικίλλει, αποκαλύπτοντας μία διάθεση πειραματισμού κι αναζήτησης φόρμας. Ελευθερόστιχα ποιήματα θρυμματίζονται (ζήτημα ισορροπίας, κατώφλι εκκλησίας, mall) και μονολεκτικοί στίχοι αποκαλύπτουν το φόβο του μετέωρου και ενισχύουν την αίσθηση της ρευστότητας (το φύλο μιας μέρας στο τρένο, περί κήπου, δίκοπο, οιωνοσκόπος).

Άλλοτε, υιοθετεί την ολιγόλεκτη φόρμα (στοιχειό, ζήτημα ισορροπίας, back up, μια νύχτα) κι άλλες φορές μεγαλύτερης έκτασης με «ολοκληρωμένο» συντακτικά νόημα ανά στίχο (Ίος, souschef, τριαντάφυλλο, κόλπο, συνένοχος, spleen, Κασσάνδρα). Τα πεζοποιήματα δίνουν μία πιο «συμπαγή» εκφραστική διέξοδο στην ποιήτρια, ένα πιο σταθερό βήμα (peugeot, a day of ones own).

Στη νεώτερη συλλογή της, «περισσεύει ένα πλοίο» (Γαβριηλίδης, 2016) η ποιητική ωριμότητα κι εξέλιξη της Λένας Καλλέργη είναι εμφανής. Ο υπερρεαλιστικός λόγος περιορίζεται προς όφελος της συνειρμικότητας και της εκφραστικής. Μία διαρκής ρευστότητα στις εικόνες και τον «αυθόρμητο» στίχο ταξιδεύει τον αναγνώστη με την κιβωτό της ποίησης.

Οι λέξεις επιπλέουν στα κύματα της ποιητικής θάλασσας και η πλούσια έκφραση της Καλλέργη διασχίζει τις θάλασσες των μεταφορών με το πλοιάριο των συναισθημάτων και των αισθήσεων. Παρασέρνουν τη δημιουργό στο ταξίδι τους με οδηγό το συναίσθημα και φέρνουν μία πηγαία μείξη ανάμεσα στην αποκρυσταλλωμένη προσωπική εμπειρία και το κοινωνιοϋπαρξιακό στοιχείο.

Ο – φαινομενικά «ανεπιτήδευτος» – εκμυστηρευτικός τόνος που θεμελιώνει η συνειρμική εξέλιξη των συνθέσεων αποκαλύπτει την ωριμότητα και τη συνεχή επεξεργασία στην οποία υποβάλλει το στίχο, ενισχύοντας την διαπίστωση της ποιητικής ειλικρίνειας. Μέσα από την εξομολογητική αυτοαναφορικότητα η δημιουργός αφήνει να διαχέεται μία λανθάνουσα στοχαστική διάθεση που εμπεριέχει μία αυστηρή πολιτική (με την ευρεία έννοια) και κοινωνική κριτική. Άλλωστε, θεματικά η νεώτερη συλλογή κινείται στο ίδιο επίπεδο της κοινωνικής απογοήτευσης με την πρώτη της εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα.

Κοινωνικές παραστάσεις εντοπίζονται σε κάθε σύνθεση, χωρίς να αδιαφορεί για την υπαρξιακή αγωνία (αποχαιρετισμός στη γλώσσα, αρπαγή, λεπταισθησία). Η ποιητική της ξεπερνά το στενά ατομικό επίπεδο και αποκτά μία κοινωνική διάσταση (αυτόχθων) ισορροπώντας με την πρωτοενική σταθερά. Το προσωπικό βίωμα συνδέεται με το αίσθημα της κοινωνικής αλλοτρίωσης (λιτανεία της άνοιξης) και την κοινωνική ευαισθησία (το αλάτι, διαλέγοντας φίλους, πλήρωμα).

Το ταξίδι και η συνεχής μετακίνηση αποτελούν το θεματικό κορμό της ποιητικής της. Τούτη η κίνηση ξεκινά ήδη από το αλληγορικό ταξίδι της «κιβωτού» σαν ένα μέσο σωτηρίας που φέρνει όμως νέες περιπέτειες κι αγωνίες (η καταγωγή του είδους). Η ρευστότητα τούτη αισθητοποιείται με τη στιχουργική κινητικότητα που δημιουργεί ο θρυμματισμός των στίχων και η εναλλαγή των εικόνων. Η δε συνεχής παρουσία του υγρού στοιχείου και του πλοίου, εντείνει τούτη την αίσθηση.

Το πλοίο, εξάλλου, είναι το βασικό ποιητικό μέσο της Καλλέργη που δαμάζει τα κύματα της ζωής, ένας ασφαλής χώρος προστασίας μέσα στη θύελλα του βίου (το αλάτι, δημιουργός, προφορικό). Συνειρμικά, επιλεγμένα τμήματα πλοίων ή ολόκληρα είναι παρόντα συνεχώς είτε στις συνθέσεις (πχ στόλος ονείρων, κατάρτι, πανιά, καπετάνιο, σκαρί, άνεμο κλπ) είτε στους τίτλους (πχ νηοπομπή, πλήρωμα, σκαρί, αλάτι κλπ). Οι δε τίτλοι ακολουθώντας την περιεκτική απόδοση παραμένουν μονολεκτικοί ή σύντομα ονοματικά σύνολα το νόημα όλης της σύνθεσης, δίνοντας έμφαση στο αναδυόμενο συναίσθημα.

Έτσι, η δημιουργός απεικονίζει έναν χώρο δράσης με τη διαρκή παρουσία ενός πλοιαρίου με πανιά στο υγρό στοιχείο· αποκαλύπτεται μία υποφώσκουσα ρομαντική διάθεση, μακριά από αναφορές σε μηχανοκίνητα πλοία, που στολίζει με μία ονειρική αισιοδοξία την σχεδόν παρηκμασμένη κοινωνία, που διατηρείται υποδόρια σε μία αλληγορική χροιά.

 Το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει με έναν ταξιδιώτη που προσπαθεί να χαράξει τη δική του πορεία  κόντρα στα στοιχεία της φύσης και τις κοινωνικές ανισορροπίες (η σιωπή της Σειρήνας, προφορικό, το αλάτι). Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η έννοια του ξένου κυριαρχεί είτε άμεσα (ο εραστής-ψάρι, το όνομα της πόλης, ο ξένος, προσευχή στον επισκέπτη) είτε έμμεσα (η σιωπή της Σειρήνας, η καταγωγή του είδους, δημιουργός, λιτανεία της άνοιξης, Βερόνα). Σαν μετανάστης το υποκείμενο αισθάνεται ξένος ακόμα στην πόλη του (αρπαγή, ο ξένος, αυτόχθων, τυχαίος χρησμός).

Αξίζει να σημειώσουμε την – πειραματική ακόμα – αναζήτηση εκφραστικής διεξόδου της ποιήτριας στο θρησκευτικό στοιχείο. Αξιοποιεί στοιχεία προερχόμενα από το θρησκευτικό βίο – είτε ως κοινωνική παράσταση και βίωμα είτε με έννοια – και τα εντάσσει στη στιχουργική της ενισχύοντας θεαματικά το αναβλύζον συναίσθημα (δημιουργός, η καταγωγή του είδους, προσευχή του επισκέπτη) είτε σαν κοινωνική αφορμή ποιητικής αλληγορίας (λιτανεία της άνοιξης) είτε ως αλληγορική προσευχή (προσευχή στον επισκέπτη). Φυσικά, ανάλογη είναι η επαφή της και με τη μυθολογία, καθώς όλη σχεδόν η συλλογή έχει έμμεσες επαφές στους νόστους και την ελληνική ναυτική παράδοση. Ανάλογος ήταν και ο πειραματισμός στην πρώτη της ποιητική συλλογή.
 
Επιλογικά, δεν είναι διόλου τυχαία η βράβευση της Λένας Καλλέργη με το βραβείο Βραβείο ποίησης Μαρία Πολυδούρη (2010)[1] για τον ξεχωριστό μεταμοντέρνο λυρισμό της, τη στιχουργική μελωδικότητα και τον γυναικείο προβληματισμό που αναδύει η πρώτη της ποιητική συλλογή για το εφήμερο της ζωής κόντρα στο οποίο κινείται κι αγωνίζεται με το όνειρο και την ποίηση οδηγούς της.

Σήμερα, πια, σε μία εποχή που το προσφυγικό θυμίζει τους πανάρχαιους νόστους και οι ακατάπαυστες εκατόμβες προσφύγων στη Μεσόγειο συγκλονίζουν τους λαούς της γηραιάς ηπείρου, η ποιήτρια συνδέει ακριβώς το πανάρχαιο υδάτινο που διέσχιζε τη Μεσόγειο με την προσωπική εμπειρία και τον κοινωνιοϋπαρξιακό πόνο.

Το βιβλίο

[1] Το βραβείο μοιράστηκε με την  Έλενα Ψαρρέα για τις «Επεμβάσεις» (Αρμός, 2010).