Από την ερχόμενη Δεύτερα θα βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το νέο βιβλίο του δημοσιογράφου, Πέτρου Παπακωνσταντίνου, «Το εθνικό ζήτημα στην εποχή μας – Η κρίση του ευρωατλαντισμού και η Ελλάδα» (εκδόσεις Τόπος).

Ads

Το βιβλίο, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του, ασχολείται με το «νέο Εθνικό Ζήτημα, όπως τίθεται για τους λαούς του γεωπολιτικού μας περίγυρου και ιδιαίτερα για τον ελληνικό λαό, στην εποχή της “μετα-παγκοσμιοποίησης”. Εξετάζει την απορρύθμιση του ευρωπαϊκού σχεδίου και την επικίνδυνη αποσταθεροποίηση στην Ανατολική Μεσόγειο, προσπαθώντας να αναμετρηθεί με τα σκληρά διλήμματα που ορθώνει η συγκυρία. Κατευθυντήρια ιδέα του είναι ότι οι απαντήσεις των λαϊκών τάξεων και των πολιτικών τους υποκειμένων στο νέο Εθνικό Ζήτημα δεν μπορεί να αναζητηθούν παρά στον αντίποδα της θρασύδειλης ελληνικής ολιγαρχίας: σε μια ενεργητική πολιτική ανεξαρτησίας από τους σύγχρονους Εμπόρους των Εθνών και αλληλεγγύης με τους λαούς, ιδιαίτερα τους γειτονικούς μας».

Το βιβλίο θα παρουσιαστεί στις 4 Ιουνίου, 7:30 μμ, στην ΕΣΗΕΑ, από τους: Αλέκο Αλαβάνο (Σχέδιο Β), Παναγιώτη Λαφαζάνη (ΛΑΕ), Θανάση Σκαμνάκη (δημοσιογράφο) και τον συγγραφέα.

Το Tvxs.gr προδημοσιεύει κατά αποκλειστικότητα το κεφάλαιο με τίτλο «Η Τουρκία σε παροξυσμό ισλαμοεθνικισμού»:

Ads

Η γειτονική μας χώρα είχε μπει σε φάση μεγάλων αλλαγών από τις αρχές του 21ου αιώνα. Το κραχ που ξέσπασε τον Φεβρουάριο του 2001 οδήγησε την κυβέρνηση Ετσεβίτ να υπαχθεί σε πρόγραμμα διάσωσης του ΔΝΤ, υπογράφοντας βαρύτατο Μνημόνιο, το τρίτο κατά σειρά, το οποίο θα αποτελούσε και πρότυπο για τα καθ’ ημάς εννέα χρόνια αργότερα. Η λαϊκή  αγανάκτηση οδήγησε σε πλήρη ανατροπή του σκηνικού στις εκλογές του 2002, όπου τα παραδοσιακά κόμματα λιντσαρίστηκαν από τους ψηφοφόρους, ενώ στην εξουσία ανέβαινε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ταγίπ Ερντογάν. Εκείνη την εποχή, το ΑΚΡ εμφανιζόταν ως κόμμα του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ, ένα κόμμα «Μουσουλμανο-δημοκρατών», όπως έλεγαν οι αρχηγοί του, κατ’ αναλογία προς τους Χριστιανοδημοκράτες της Ευρώπης.

Το ΑΚΡ, στην πρώτη φάση του, προωθούσε μέτρα εκδημοκρατισμού, σε σύγκρουση με το βαθύ κράτος της κεμαλικής στρατοκρατίας, σε μια χώρα που δεν γνώρισε ποτέ λαϊκή δημοκρατική επανάσταση, παρά μόνο αυταρχικό εκσυγχρονισμό από τα πάνω – ο Πέρι Άντερσον κάνει λόγο για το μοναδικό φαινόμενο πολιτιστικής επανάστασης χωρίς κοινωνική ή πολιτική επανάσταση. Ο στρατός ήταν ο αδιαμφισβήτητος επιδιαιτητής της πολιτικής ζωής, κάτι που εκδηλώθηκε με τρία πραξικοπήματα εναντίον των εκλεγμένων κυβερνήσεων.

Ταυτόχρονα, το ΑΚΡ προωθούσε λύση του Κουρδικού με αναγνώριση της κουρδικής γλώσσας και άλλες μορφές πολιτιστικής αυτονομίας. Μάλιστα, για μια περίοδο, ο αρχηγός της μυστικής υπηρεσίας ΜΙΤ Χακάν Φιντάν είχε, κατ’ εντολή του Ερντογάν, συνομιλίες με τον Αμπντουλά Οτσαλάν στο κελί του, στη νήσο Ιμραλί, για την οριστική επίλυση του Κουρδικού.

Στην εξωτερική της πολιτική, η νέα κυβέρνηση μιλούσε για «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» και έβαζε στην πρώτη γραμμή τον στόχο για ένταξη στην ΕΕ.

Με την ισλαμοφοβία να χτυπάει κόκκινο στην Ουάσιγκτον μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, οι Αμερικανοί δεν είδαν την αλλαγή στην Τουρκία με πολύ καλό μάτι. Την καχυποψία τους ενίσχυσε η απόφαση σοκ της τουρκικής Βουλής, την 1η Μαρτίου 2003, να απαγορεύσει στους Αμερικανούς να χρησιμοποιήσουν τη βάση του Ιντσιρλίκ για τον πόλεμο κατά του Ιράκ. Η πρωτοφανής ανταρσία του πιστού νατοϊκού συμμάχου οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην ανησυχία της Άγκυρας ότι καρπός του πολέμου θα ήταν η δημιουργία ντε φάκτο κουρδικού κράτους στην απέναντι πλευρά των συνόρων με το Ιράκ, πράγμα που τελικά όντως συνέβη. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον αποφάσισε να μην έρθει σε ρήξη με τους ισλαμιστές που μόλις είχαν αναλάβει την εξουσία λόγω της γεωστρατηγικής σημασίας της χώρας – άλλωστε τις ίδιες ανησυχίες με το ΑΚΡ συμμερίζονταν και οι, πολύ πιο αδιάλλακτες στο Κουρδικό, κεμαλικές ελίτ. Πάντως, το «σκουλήκι» του Κουρδικού είχε ήδη αρχίσει να υπονομεύει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Τα πράγματα θα χειροτερεύσουν αισθητά μετά την έναρξη των αμερικανικών επιχειρήσεων εναντίον (υποτίθεται) του Ισλαμικού Κράτους. Η Ουάσιγκτον δεν είναι διατεθειμένη να ρισκάρει την αποστολή χερσαίων δυνάμεων στη Συρία – άλλωστε ο Ομπάμα εκλέχθηκε πρόεδρος με σημαία την εναντίωσή του στον πόλεμο του Ιράκ. Περιορίζεται, λοιπόν, σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς, χρησιμοποιώντας ως «πεζικό» την κουρδική πολιτοφυλακή YPG, που είχε αποδείξει τις δυνατότητές της υπερισχύοντας του ISIS στη μάχη του Κομπάνι, στα τέλη 2014-αρχές 2015. Η YPG είναι το ένοπλο τμήμα του συροκουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας (PYD), ενός αριστερού κινήματος που έχει πολύ στενές σχέσεις με την ένοπλη αποσχιστική οργάνωση των Κούρδων της Τουρκίας «Εργατικό Kόμμα Κουρδιστάν» (ΡΚΚ) και αναγνωρίζει ως πνευματικό της πατέρα τον Αμπντουλά Οτσαλάν.

Μοιραία, η τακτική συμμαχία ΗΠΑ-PYD φέρνει σε κατάσταση υστερίας τις τουρκικές ελίτ, που βλέπουν στον ορίζοντα το φάντασμα ενός δεύτερου κουρδικού κράτους στα νότια σύνορά τους. Και μάλιστα, ενός κουρδικού κράτους πολύ περισσότερο επικίνδυνου από την Αυτόνομη Κουρδική Περιοχή του βόρειου Ιράκ, η οποία ελέγχεται από τον συντηρητικό σύμμαχο της Τουρκίας Μασούντ Μπαρζανί. Το κουρδικό πρόβλημα αποτελεί πραγματική υπαρξιακή απειλή για τη συνοχή του τουρκικού κράτους. Οι Κούρδοι της Τουρκίας αντιστοιχούν, σύμφωνα με τις πιο αξιόπιστες εκτιμήσεις, στο 18% του συνολικού πληθυσμού, δηλαδή γύρω στα 15 εκατομμύρια, με πολύ μεγάλες κοινότητες όχι μόνο στις ορεινές περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας, όπου αποτελούν την πλειοψηφία, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Άγκυρα, τη Μερσίνα και άλλα αστικά κέντρα. Από το 1984, όταν άρχισε ο ένοπλος αγώνας του ΡΚΚ, έχουν χάσει τη ζωή τους 40.000 άνθρωποι.

Ο νέος ισλαμικός εθνικισμός είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος στην Άγκυρα πολύ νωρίτερα. Ο αρχιτέκτονας της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, είχε διατυπώσει εκτενώς το νέο-οθωμανικό του όραμα με το βιβλίο του Το Στρατηγικό Βάθος, που εκδόθηκε έναν χρόνο πριν από την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία. Αν και σε αυτήν τη φάση κυριαρχεί η «μαλακή ισχύς» της οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής επιρροής, το κεντρικό στοιχείο της νέας στρατηγικής είναι ότι η Τουρκία πρέπει να δρα στο εξής όχι ως προγεφύρωμα της Δύσης στη Μέση Ανατολή και τη Μαύρη Θάλασσα, αλλά ως αυτόνομη, μεγάλη περιφερειακή δύναμη με τη δική της ατζέντα. Την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση των νέων ελίτ, που εκφράζουν τη δυναμικά ανερχόμενη αστική τάξη της Ανατολίας, θρέφει η οικονομική μεταμόρφωση της Τουρκίας. Ξεπερνώντας γρήγορα το σοκ του 2001, η γειτονική χώρα απογειώθηκε στα χρόνια του Ερντογάν, οικοδομώντας ισχυρή βιομηχανία, που αντιστοιχεί σήμερα στο 30% του AEΠ – στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 15%. Η πρώην τριτοκοσμική Τουρκία έγινε χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, με το AEΠ της σήμερα να είναι τετραπλάσιο της Ελλάδας, έστω κι αν το κατά κεφαλήν AEΠ συνεχίζει να είναι αισθητά χαμηλότερο.

Η Αραβική Άνοιξη και η ανάδειξη, για ένα διάστημα, των Αδελφών Μουσουλμάνων ως ηγεμονικής δύναμης στην Αίγυπτο θα δώσει φτερά στις φιλοδοξίες της Άγκυρας. Ήδη από το 2004, στην προσπάθειά του να αναδειχθεί σε προστάτη των Αράβων, ο Ερντογάν είχε αρχίσει να ασκεί κριτική στον παραδοσιακό σύμμαχο της Τουρκίας, το Ισραήλ. Μάλιστα, στη διάρκεια του φονικού πολέμου που εξαπέλυσε το Τελ Αβίβ εναντίον των Παλαιστινίων της Γάζας, στα τέλη του 2008-αρχές του 2009, ο Ερντογάν δεν δίστασε να ζητήσει την αποβολή του Ισραήλ από τον ΟΗΕ. Εκείνη την εποχή, στο ετήσιο συνέδριο του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, ο Ερντογάν ήρθε σε σφοδρή σύγκρουση με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες, μαστιγώνοντάς τον για την αντιμετώπιση των Παλαιστινίων. Οι σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ έφτασαν στο χείλος της στρατιωτικής σύγκρουσης τον Μάιο του 2010, όταν Ισραηλινοί κομάντος επέδραμαν στο τουρκικό σκάφος «Μαβί Μαρμαρά», που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια και ακτιβιστές στην αποκλεισμένη Γάζα, αφήνοντας νεκρούς εννέα Τούρκους. Για όλα αυτά, ο Ερντογάν κέρδισε τη δικαιολογημένη συμπάθεια των Αράβων και όχι μόνον. Ωστόσο, οι καταιγιστικές εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στη Συρία θα δώσουν βαθμιαία στο όραμα Νταβούτογλου περισσότερο κακοήθη χαρακτηριστικά.

Στη Συρία, η ρωσική στρατιωτική επέμβαση, που αρχίζει τον Σεπτέμβριο του 2015, αλλάζει άρδην τα δεδομένα. Οι Ρώσοι δημιουργούν αεροπορική βάση στο Χμεϊμίμ της επαρχίας Λαττάκεια, ελέγχουν τον εναέριο χώρο και σφυροκοπούν τις θέσεις της ισλαμικής αντιπολίτευσης, η οποία έχει να αντιμετωπίσει, μαζί με τα στρατεύματα του Άσαντ, δυνάμεις της Χεζμπολάχ, που καθοδηγούνται από Ιρανούς αξιωματικούς του επίλεκτου σώματος «Φρουροί της Επανάστασης». Χάρη στην ισχυρή αυτή υποστήριξη, ο στρατός του Άσαντ περνάει στην αντεπίθεση και σύντομα θα ελέγχει όλα σχεδόν τα αστικά κέντρα, που συγκεντρώνονται στον άξονα από την Ντέρα μέχρι το Χαλέπι, στο δυτικό τμήμα της χώρας. Το 2013, ο Μπαράκ Ομπάμα είχε αποφύγει να επέμβει στρατιωτικά για να «τελειώσει» τον Άσαντ, παρά την έντονη πίεση από τα γεράκια της κυβέρνησής του, εκτιμώντας ότι ενδεχόμενη ρωσική ανάμιξη θα σήμαινε για το Κρεμλίνο ένα δεύτερο Αφγανιστάν. Αποδείχτηκε ότι αυτή ήταν η πιο εσφαλμένη εκτίμηση της καριέρας του.

Σε πρώτο χρόνο, η ρωσική επέμβαση οξύνει τις σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας, καθώς οι δύο χώρες υποστηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα. Μάλιστα, προς στιγμήν απειλείται στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ τους, όταν, στις 24 Νοεμβρίου 2015, τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη F-16 καταρρίπτουν ρωσικό Su-24 στα σύνορα των δύο χωρών. Ωστόσο, η ψυχραιμία του Πούτιν αποτρέπει μια επικίνδυνη σύγκρουση. Στο μεταξύ, οι διαδοχικές επιτυχίες των Κούρδων στη βόρεια Συρία φέρνουν επί τάπητος τη δημιουργία ημικρατικής οντότητας με αμερικανική στήριξη, και αυτό επιδεινώνει στο έπακρο τις σχέσεις Άγκυρας-Ουάσιγκτον.

image

Η ποιοτική αλλαγή θα έρθει στις 15 Ιουλίου 2016, όταν εκδηλώνεται στην Τουρκία απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, ενώ ο Ερντογάν βρίσκεται για σύντομες διακοπές στη Μαρμαρίδα. Οι πραξικοπηματίες καταλαμβάνουν για λίγες ώρες κρατικά κτίρια και βομβαρδίζουν το κοινοβούλιο, ενώ οπαδοί του Ερντογάν και δημοκράτες κατεβαίνουν στους δρόμους, δίνοντας μάχες με τους πραξικοπηματίες. Η βεβιασμένη απόπειρα θα αποτύχει, αφήνοντας πίσω της πάνω από 300 νεκρούς, αλλά οι επιπτώσεις της θα αλλάξουν το πρόσωπο της Τουρκίας. Δυστυχώς, όχι προς το καλύτερο.

Ο Ερντογάν κατηγόρησε ως ιθύνοντα νου του πραξικοπήματος τον αυτοεξόριστο στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, εκτίμηση που συμμερίστηκε και η κεμαλική αντιπολίτευση. Μέχρι το 2013, οι δύο άνδρες ήταν στενοί σύμμαχοι, εκφράζοντας διαφορετικές αλλά συνεργαζόμενες πτέρυγες του πολιτικού Ισλάμ, ενωμένες στην αντίθεσή τους απέναντι στην κοσμική κεμαλική ελίτ και τη στρατοκρατία. Σημειωτέον ότι ο Γκιουλέν είχε καταφύγει στις ΗΠΑ το 1999, για να αποφύγει τη φυλάκισή του από τους κεμαλικούς, επί πρωθυπουργίας Ετσεβίτ. Το πολυσχιδές δίκτυο-αδελφότητα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ιατρικών κέντρων, σχολείων, πανεπιστημίων, μέσων ενημέρωσης και μη κυβερνητικών οργανώσεων που είχε δημιουργήσει ο Γκιουλέν, χάρη σε γενναιόδωρες εισφορές της θεοσεβούς αστικής τάξης της Ανατολίας, ονομάστηκε όχι άδικα «ο αόρατος στρατός του ιμάμη».

Ο Γκιουλέν ακολουθούσε στρατηγική διείσδυσης στο κράτος, κυρίως στη δικαιοσύνη, την αστυνομία και τη δημόσια διοίκηση, όπου «φύτευε» ταλαντούχους νέους που είχαν εκπαιδευτεί στα ιδρύματά του και, στη συνέχεια, είχαν πάρει υποτροφίες σε καλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ και άλλων χωρών. Δικαστές, εισαγγελείς και αστυνομικοί της αδελφότητας έβγαλαν στη φόρα τις πολύκροτες υποθέσεις Εργκένεγκον και Βαριοπούλα, που επέτρεψαν στον Ερντογάν να αποκεφαλίσει πολιτικά τον στρατό. Οι σχέσεις μεταξύ Ερντογάν και Γκιουλέν άρχισαν να μπαίνουν σε κρίση από τον Ιούνιο του 2013, με αφορμή την αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων στο πάρκο Γκεζί και την πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης – καταστολή στην οποία άσκησε σκληρή κριτική ο ιμάμης. Η τελική ρήξη επήλθε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, όταν εισαγγελείς και αστυνομικοί του δικτύου Γκιουλέν εξαπέλυσαν κύμα συλλήψεων επιχειρηματιών, τραπεζιτών και συγγενών υπουργών του Ερντογάν, κατηγορώντας τους για οικονομικά σκάνδαλα, γεγονός που προκάλεσε κυβερνητική κρίση.

Έκτοτε, το δίκτυο Γκιουλέν ήταν ο επόμενος στόχος του Ερντογάν, ο οποίος είχε ήδη απαλλαγεί, ή έτσι νόμιζε, από τη στρατοκρατία. Άνθρωποι του δικτύου στον κρατικό μηχανισμό κυνηγήθηκαν ανηλεώς, ενώ σχολεία και μέσα ενημέρωσης της αδελφότητας έκλεισαν ή άλλαξαν χέρια. Το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, η σπασμωδική προσπάθεια των γκιουλενικών και κάποιων δυσαρεστημένων στρατιωτικών να προλάβουν τις προγραμματισμένες κρίσεις και αντικαταστάσεις στα ανώτατα κλιμάκια του στρατεύματος, που θα τους περιθωριοποιούσαν ακόμη περισσότερο. Οι σχέσεις Άγκυρας-Ουάσιγκτον δηλητηριάστηκαν, καθώς ο Ερντογάν, όπως άλλωστε και οι κεμαλικοί, θεωρούσαν ότι ο Γκιουλέν είναι άνθρωπος της CIA, κάτι που έχει καταγγείλει δημοσίως το στέλεχος της μυστικής υπηρεσίας ΜΙΤ Οσμάν Νουρί Γκιουντές.

Αντιθέτως, το πραξικόπημα έφερε πιο κοντά τους παραδοσιακούς αντιπάλους στην περιοχή, Τουρκία και Ρωσία. Το ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων Fars μετέδωσε και το ρωσικό TASS αναπαρήγαγε χωρίς να διαψεύσει ρεπορτάζ, σύμφωνα με το οποίο οι Ρώσοι προειδοποίησαν τον Ερντογάν για το επικείμενο πραξικόπημα λίγες ώρες προτού εκδηλωθεί, καθώς οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες είχαν εντοπίσει περίεργες κινήσεις και ανταλλαγές μηνυμάτων σε βάσεις του τουρκικού στρατού. Τον επόμενο κιόλας μήνα έχουμε την πρώτη θεαματική εκδήλωση της ρωσοτουρκικής προσέγγισης, με την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη». Ο τουρκικός στρατός, μαζί με μαχητές του υποστηριζόμενου (και σιτιζόμενου) από την Τουρκία FSA, εισβάλλει στη βόρεια Συρία και καταλαμβάνει τις πόλεις Τζαραμπλούς και Αλ Μπαμπ, δυτικά του Ευφράτη. Θεωρητικά ήταν μια επιχείρηση εναντίον του ISIS. Στην πραγματικότητα στρεφόταν εναντίον της YPG και είχε στόχο να δημιουργήσει μια τουρκική σφήνα που θα εμπόδιζε την ενοποίηση των κουρδικών εδαφών, ανατολικά και δυτικά του Ευφράτη, και τη δημιουργία ντε φάκτο κουρδικού κράτους. Σε αντάλλαγμα, οι Τούρκοι έκαναν τα στραβά μάτια στην ανηλεή πολιορκία του Χαλεπίου από τον Άσαντ, ο οποίος κατέλαβε ολοκληρωτικά τη στρατηγικής σημασίας πόλη τέσσερις μήνες αργότερα.

Μια ανάλογη «τράμπα» έγινε τoν Ιανουάριο-Μάρτιο του 2018, όταν οι Τούρκοι και ο FSA εξαπέλυσαν την επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας» και κατέλαβαν τον κουρδικό θύλακο του Αφρίν, δυτικά του Ευφράτη, ενώ ο στρατός του Άσαντ ανακατέλαβε την Ανατολική Γούτα, τον τελευταίο θύλακο των αντικαθεστωτικών σε απόσταση βολής από τη Δαμασκό. Παράλληλα, ο Ερντογάν δρομολογεί την αγορά ρωσικών πυραύλων S-400, ενώ απειλεί να συγκρουστεί με τα αμερικανικά στρατεύματα που βρίσκονται στην πόλη Μανμπίτζ, αν δεν διώξουν από εκεί τους Κούρδους, προειδοποιώντας τους Αμερικανούς ότι δεν έχουν νιώσει τι θα πει «οθωμανικό χαστούκι» στα μάγουλά τους. Καθώς πλησιάζει, κατά τα φαινόμενα, το «τέλος της παρτίδας» στο Συριακό, η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν, παρότι στήριξαν διαφορετικά στρατόπεδα στον εμφύλιο, έχουν συγκροτήσει άτυπη τρόικα, η οποία ανέλαβε την πρωτοβουλία στις διπλωματικές προσπάθειες για πολιτική συμφωνία, περιθωριοποιώντας τόσο τις ΗΠΑ όσο και τον ΟΗΕ.

Δεν είναι βέβαιο ότι αυτή η ιδιόμορφη «Αντάντ» θα αντέξει στον χρόνο, καθώς όχι μόνο η Ιστορία, αλλά και τα αποκλίνοντα γεωπολιτικά συμφέροντα Ρωσίας και Τουρκίας την καθιστούν εύθραυστη. Εξάλλου, η Αμερική θα ήθελε βέβαια να απαλλαγεί από τον Ερντογάν, αλλά δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση να χάσει την Τουρκία, μια χώρα πολύ σημαντική για τα δυτικά συμφέροντα όχι μόνο στη Μέση Ανατολή, αλλά και στον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα. Η νέα τροπή στο Συριακό μετά τις επιθέσεις που εξαπέλυσαν εναντίον του Άσαντ και της Ρωσίας οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία, με πρόσχημα την υποτιθέμενη χρήση χημικών όπλων από τον κυβερνητικό στρατό στην Ανατολική Γούτα, στις 14 Απριλίου του 2018, θέτει υπό ισχυρότατη πίεση την εύθραυστη σχέση Μόσχας-Άγκυρας, ενώ ταυτόχρονα εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, ακόμη και για την παγκόσμια ειρήνη.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 σε συνδυασμό με το Συριακό και την υποστήριξη των Κούρδων από τους Αμερικανούς έχουν προκαλέσει μια βαθιά μεταβολή στην Τουρκία. Οι μετριοπαθείς «Μουσουλμανο-δημοκράτες» έχουν μετατραπεί σε φλογισμένους ισλαμοεθνικιστές. Αυτό αποδεικνύει το αυταρχικό πογκρόμ που εξαπέλυσε ο Ερντογάν εναντίον κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής ύστερα από τον Ιούλιο του 2016, όπως και η νεοπαγής συμμαχία του ΑΚΡ με το ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα ΜΗΡ του Ντεβλέτ Μπαχτσελί.

Το ΜΗΡ συγκροτήθηκε το 1969 από τον εκπαιδευμένο στις ΗΠΑ συνταγματάρχη Αλπαρσλάν Τουρκές, εκ των πρωταγωνιστών του πραξικοπήματος του 1960. Ο Τουρκές ήταν στέλεχος του Τομέα Ειδικού Πολέμου, που είχε οργανώσει το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, το 1955, και την ένοπλη οργάνωση των Τουρκοκυπρίων ΤΜΤ, το 1958. Το κόμμα του και ειδικά η οργάνωση νεολαίας, οι «Γκρίζοι Λύκοι», πρωταγωνίστησαν στις δολοφονίες αριστερών διανοούμενων τη δεκαετία του 1970 και Κούρδων τη δεκαετία του 1980.

Στηρίχτηκε αποφασιστικά από την αμερικανική στρατιωτική αποστολή στην Τουρκία (JUSMMAT) και αποτελούσε πολιορκητικό κριό της διαβόητης Επιχείρησης Gladio (Stay Behind), παραστρατιωτικού δικτύου της CIA σε «ευαίσθητες» χώρες του ΝΑΤΟ, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Υπό αυτό το πρίσμα, η συγκρότηση του μπλοκ ΑΚΡ-ΜΗΡ αποτελεί εξαιρετικά ανησυχητικό οιωνό τόσο για τον λαό της Τουρκίας και τις δημοκρατικές του ελευθερίες, όσο και για τις γειτονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.

Αυτό το επικίνδυνο ηγεμονικό μπλοκ θεωρεί ότι η Τουρκία βιώνει ένα δεύτερο 1914, όπου οι Δυτικοί επιδιώκουν τη συρρίκνωση της χώρας τους και την εγκατάσταση εγκάθετων κυβερνήσεων στο εσωτερικό τους, ενώ οι ίδιοι διεξάγουν έναν δεύτερο Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, σαν εκείνο, τηρουμένων των αναλογιών, που διεξήγαγε ο Ατατούρκ εναντίον των Δυτικών εισβολέων και της Ελλάδας. Σε αυτήν την ιστορική αναμέτρηση εκτιμούν ότι η Τουρκία είτε θα χάσει εδάφη και επιρροή είτε θα κερδίσει καινούργια, πράγμα που τους διαμορφώνει μια μανιοκαταθλιπτική συμπεριφορά, όπου η αλαζονεία είναι η άλλη πλευρά του φόβου. Το χειρότερο είναι ότι βλέπουν την Ελλάδα να παίζει και πάλι ρόλο εταίρου της Δύσης στα σχέδιά της εναντίον της Τουρκίας, όπως στον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από εδώ οι προκλητικές δηλώσεις του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, του πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ και άλλων αξιωματούχων, που μας θυμίζουν με την πιο εμπρηστική φρασεολογία τη Σμύρνη του 1922 και αμφισβητούν ανοιχτά τη Συνθήκη της Λοζάνης, διαμηνύοντας στους Αμερικανούς: αν μας «ρίξετε» στη Συρία και το Ιράκ, δεν το έχουμε σε πολύ να βάλουμε φωτιά στο Αιγαίο.

Βεβαίως, ο Ερντογάν έχει πολλούς και καλούς λόγους να μην επιθυμεί, τουλάχιστον σήμερα, μια στρατιωτική ρήξη με την Ελλάδα. Ο στρατός, το ναυτικό και ακόμη περισσότερο η αεροπορία του εξασθένισαν σοβαρά με τις σαρωτικές εκκαθαρίσεις μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα. Επιπλέον, μια κρίση με την Ελλάδα θα προσέφερε ενδεχομένως ευκαιρία για ένα δεύτερο, επιτυχές αυτήν τη φορά πραξικόπημα εναντίον του, όπως ακριβώς προέβλεπε το σχέδιο Βαριοπούλα. Τέλος, ακόμη και ένα περιορισμένο θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο θα ήταν αρκετό για να κλονίσει καίρια την τουρκική οικονομία, που ήδη αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης: η λίρα βρίσκεται στο ναδίρ, ο πληθωρισμός ανεβαίνει, οι «φούσκες» μεγαλώνουν. Αν η κρίση του 2001 εκσφενδόνισε στην εξουσία τον Ερντογάν, μια καινούργια κρίση θα μπορούσε να τον γκρεμίσει, ενόψει των κρίσιμων εκλογών του 2019, των πρώτων μετά την εφαρμογή του νέου συντάγματος που του έδωσε αρμοδιότητες προέδρου-σουλτάνου. Αυτοί οι φόβοι ήταν ο βασικός παράγοντας που οδήγησε τον Ερντογάν να ανακοινώσει, στις 18 Απριλίου του 2018, πρόωρες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές για τις 24 Ιουνίου, προτού υποχρεωθεί να πάρει αντιλαϊκά μέτρα για τη σταθεροποίηση της λίρας, γεγονός που θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει καίρια την πολιτική του ηγεμονία.

Παρ’ όλα αυτά, οι κίνδυνοι ανάφλεξης δεν είναι εντελώς ανύπαρκτοι, όπως μαρτυρεί και η αυξανόμενη ένταση στα Ίμια, την Κύπρο (με αφορμή την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων), το Καστελόριζο και τον εναέριο χώρο πάνω από το Αιγαίο. Ο εντεινόμενος ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων στη γειτονιά μας και η εμπλοκή όχι μόνο της Τουρκίας αλλά, με διαφορετικό τρόπο, και της Ελλάδας σε αυτόν τον ανταγωνισμό δεν προμηνύουν τίποτε το καλό για τους λαούς της περιοχής. Η χώρα μας βρίσκεται σε μια πολύ κρίσιμη καμπή, όπου απαιτείται όσο ποτέ άλλοτε ψυχρό αίμα και καθαρό μυαλό, αν δεν θέλουμε να παρασυρθούμε σε περιπέτειες, που μέχρι χθες όλοι θα θεωρούσαμε αδιανόητες.