Η αγωνία του χρόνου στην τέχνη αποτελεί ένα σημαντικό φιλοσοφικό ζήτημα το οποίο πασχίζουν να φωτίζουν από την προσωπική τους ιδιοσυγκρασία οι καλλιτέχνες εδώ και αιώνες. Πρόκειται για ένα θέμα του οποίου εικαστικές αποτυπώσεις και λογοτεχνικές προσεγγίσεις βρίσκουμε σε αρχαίους πολιτισμούς, από μυθολογίες και αναπαραστάσεις μέχρι την αρχαϊκή λυρική ποίηση.

Ads

Η ποιητική συλλογή της Λίλας Χαμπίπη «αυτό το ανάμεσα» (Μανδραγόρας, 2005), είναι ακριβώς μία ποιητική απάντηση με φιλοσοφικές διασταυρώσεις για την έννοια του χρόνου. Πρόκειται για υπαρξιακή ποίηση με κοινωνικές αναφορές και στοχαστική προσέγγιση θεμελιωμένη σε μία γραφή σουρεαλιστική. Ο χρόνος, από τα πρώτα σημάδια φθοράς έως το τέλος, είναι το βασικό θέμα της συλλογής.

Η ποιήτρια αγγίζει την έννοια του χρόνου μέσα από επιμέρους προσεγγίσεις έως και το θάνατο, τον ψηλαφεί το χρόνο στις διάφορες εκφάνσεις του, όπως την ηλικία και τη φθορά (ο παρατηρητής, το ένα). Παράλληλα, ο χρόνος συνδέεται με το θάνατο και τη μοναξιά (το αμόλημα του χαρταετού, οδεύοντας) ή ακόμα και με τους εμπόρους του θανάτου (ταυτότητες).

Η ποίηση της Χαμπίπη όμως εξάγει μία στοχαστική διάθεση. Η ποιήτρια οδεύει σε φιλοσοφικές οδούς συνδέοντας το χρόνο με την ιστορία και τα μουσεία που υφαρπάζουν/λεηλατούν μνημεία. Άλλωστε τα μουσεία αποτελούν τον μόνο παρόντα χώρο όπου οι εποχές και οι αιώνες συνυπάρχουν με τη μορφή εκθεμάτων, τα οποία με τη σειρά τους αποτελούν σύμβολα του ίδιου του χρόνου (ένα διάλειμμα). 

Ads

Ο χρόνος όμως δεν νοείται ως μία γραμμική πορεία, σαν εκείνη που διδάσκουν οι μουσειακές πτέρυγες ή οι ιστορικές σελίδες, ως μια αλυσίδα γεγονότων που σηματοδοτούν το παρελθόν, παρόν και μέλλον της ζωής του ανθρώπου. Ο χρόνος της Χαμπίπη δεν έχει ρωγμές ή σύνορα, αλλά -φιλοσοφικά- λειτουργεί ως μία ολότητα πρισματική, που διαθλά το φως ανάλογα με τη γωνία που τον βλέπουμε. Είναι στιγμές που πυκνώνουν και αραιώνουν ανάλογα με το θέμα που εξετάζει και τα σημάδια του στην ψυχή των ανθρώπου.

Πάντα όμως στην ποιητική της οράται από μία πανανθρώπινη διάσταση μακριά από προσωπικά βιώματα και ποιητικό εγωισμό. Ο χρόνος δεν εξετάζεται ούτε με μία νοσταλγική διάθεση ούτε ως αφηρημένη έννοια. Δεν διατηρεί ούτε το λαϊκό στοιχείο της στιγμής ούτε όμως πλησιάζει και την μεταφυσική αναζήτηση. Διατηρεί μία υλικότητα που φανερώνεται μέσα από τα αποτυπώματά του στους ανθρώπους και τις κοινωνίες. Η υλιστική της αναζήτηση ενσαρκώνεται ακριβώς μέσα από την εισαγωγή των κοινωνικών αναφορών στις συνθέσεις της.

Η ίδια φιλοσοφική διαδρομή ακολουθείται και για τη Γυναίκα και τον ερωτισμό της ως στοιχείο υποδούλωσης και απελευθέρωσης (το δύο). Ας μη λησμονούμε ότι στο διάβα των αιώνων ακριβώς η γυναικεία σεξουαλικότητα αποτέλεσε και στοιχείο εξανδραποδισμού και μέσο στον αγώνα της για την κατάκτηση της ισότητας.

Η δημιουργός μεταχειρίζεται έναν λόγο καθημερινό και -εξαιρουμένων των υπερρεαλιστικών στοιχείων – οικείο. Δυναμικά λεκτικά σύνολα (ονοματικά ή ρηματικά) με σουρεαλιστική καταγωγή διαμορφώνουν κατά την αφηγηματική ροή ένα ιδιόμορφο ποιητικό τοπίο ισορροπώντας την προφορικότητα της γραφής της. Οι λέξεις αποκτούν νέες ιδιότητες εντυπωσιάζοντας και σαγηνεύοντας τον ακροατή μέσα στην υπερρεαλιστική κίνηση της έκφρασής της (“η φυλακή παίρνει τη μορφή του ορίζοντα“, “εκρήγνυται σαν ρόδι“, “ανύπαρκτη φωλιά του αιδοίου“, “απολεπίζουν τα παραδείγματα, “γδέρνοντας πόνο” κλπ).

Αξίζει να προσέξουμε τις απότομες παύσεις και τις δευτερεύουσες προτάσεις ή τα ανεξάρτητα προθετικά σύνολα χωρίς κύριες προτάσεις που συντελούν στη διαμόρφωση ενός συντακτικού και νοηματικού μετεωρισμού, μορφώνοντας έτσι ένα εντελώς προσωπικό ύφος. Έτσι, αισθητοποιείται κι ένα αίσθημα ρευστότητας (το ένα, το δύο, ο τρίτος παράγοντας).

Στην πραγματικότητα, στο πλαίσιο της πρόζας, τον στιχουργικό ρυθμό των συνθέσεων της Χαμπίπη ορίζουν οι περίοδοι λόγου με τις τελείες. Χαρακτηριστικό είναι συχνά απλώνεται ο “στίχος απαγγελίας” και σε δεύτερο ή τρίτο “τυπογραφημένο στίχο” εντείνοντας κατά την απαγγελία τη νοηματική αιώρηση μέσα από τη διάσταση του οπτικού με το ηχητικό.

Ο χώρος της Χαμπίπη είναι γεμάτος ανθρώπους και μάλλον εξωτερικός. Το “μάλλον” είναι και υποθετικό και ποσοτικό, καθώς στον όγκο των συνθέσεων λίγες μόνο λέξεις συνδέονται με τον ποιητικό τόπο δράσης που συχνά μέσα στην αφηγηματική ρευστότητα μοιάζει να αλλάζει. Για παράδειγμα στο ποίημα «ο τρίτος παράγοντας» μόνο η “έρημος” και η “φυλακή που παίρνει τη μορφή του ορίζοντα” συνδέονται με το χώρο δράσης με σχετική καθαρότητα. Ακόμα όμως και ο εξωτερικός τόπος συχνά μέσα από τη συνειρμική εξέλιξη και την ένταση του ποιήματος μοιάζει να εσωτερικεύεται και να αποκτά μία μεταφορική ή αλληγορική ερμηνεία.

Η ποίηση της Χαμπίπη είναι ένα σπάνιο αποτύπωμα στην ποίηση με τη διασύνδεση του δυναμικού εικαστικού σουρεαλισμού με τον στοχαστικό λόγο και την υπαρξιακή αναζήτηση. Η ποιήτρια κινείται με ειλικρίνεια στην ποιητική οδό απαντώντας στα ερωτήματα που η ίδια έθεσε, όπως υπογραμμίζει ο Γιώργος Μπλάνας. Η απάντηση του ποιητή «ξεκινά από την πρόθεση του ποιητή να απαντήσει σ’ ένα ερώτημα και πολύ σύντομα μετατρέπεται σε προσπάθεια να απαντήσει σε μερικές δεκάδες ερωτήματα. Η ποίηση μπορεί να ξεκινά για να απαντήσει σ’ ένα ερώτημα και να απαντά –με τα μέσα της πάντα– σε πολλά άλλα. Η φιλοσοφία ξεκινά για να απαντήσει σ’ ένα ερώτημα και αφού περιπλανηθεί σε πολλά άλλα, ξεχνιέται στην ενασχόληση με τον τρόπο ερευνάς ή διατύπωσης της απάντησης».

Άλλωστε, «η σχέση της ποίησης με τη φιλοσοφία μπορεί να είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, αλλά και απόλυτα ευκρινής. Εξαρτάται από την τοποθέτηση του παρατηρητή μπροστά στο συνεχές της πνευματικής εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, μια ευθεία απάντηση θα ισοδυναμούσε με υποβάθμιση των σχετιζομένων δραστηριοτήτων. Αυτό δεν σημαίνει πως οποιοσδήποτε ασκεί τη φιλοσοφία ή την ποίηση δικαιούται να μη διαθέτει μια κάποια απάντηση».

Το βιβλίο