Η ποίηση του πένθους αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη μοντέρνα και μεταμοντέρνα ποίηση. Η σύνδεσή της με την αρχαία ελεγεία και η σχέση με το μοιρολόι σε μια εποχή απομυθοποίησης του θανάτου, της προσδίδει μία ιδιαίτερη θέση στην τέχνη. Η έκφραση συναισθημάτων όπως η μελαγχολία, η οργή και η ενοχή αναδεικνύει το αδιέξοδο πένθος του ποιητικού υποκειμένου.

Ads

Σε έναν τέτοιο δρόμο βαδίζει και η ποιητική συλλογή του Γιώργου Γεωργούλα «Ελλείψει συνοχής» (LIBRON Εκδοτική, 2017). Θρυμματισμένες εικόνες με συγκολλητική ουσία την υπαρξιακή αναζήτηση διαμορφώνουν ένα ποιητικό μωσαϊκό (επανένταξη, ήθελα, αζήτητη γη) με οδηγό την συνειρμικότητα. Η ποιητική του Γεωργούλα διακρίνεται από μία σπάνια ποιητική ειλικρίνεια (la novia, συστάσεις). Η εικονοποιία με σπαράγματα και το οιονεί εξομολογητικό ύφος εκφράζουν με διαύγεια τις εσωτερικές και κοινωνικές αναζήτησης του δημιουργού (έκθετος, ας, lost, τίποτα, σαν χθες, σαν το χθες).

Ο ποιητής στοχάζεται για τη ζωή μέσα σε ένα ύφος αφηγηματικό. Θεμελιωμένη στη λιτότητα του οικείου καθημερινού λόγου η ποιητική του συχνά θυμίζει στιχουργημένες σημειώσεις. Το πρωτοενικό υποκείμενο και το β’ πρόσωπο διαμορφώνουν ένα ύφος ψευδοδιαλόγου σαν ποιητικές μικροεπιστολές ή καταγραφές (τι πιο καθαρό, ήθελα, lost, επόμενα, τίποτα, αισιοδοξία, όπως παλιά).

Ο θάνατος κατέχει περίοπτη θέση στην ποιητική του Γεωργούλα. Άλλοτε εμφανής (εκεί, αζήτητη γη) και άλλες φορές κρυμμένος (αναμονή, επόμενα, χαμένες υποθέσεις, …) είναι εκεί για να θυμίζει το ευμετάβλητο του ανθρώπινου βίου (τίποτα, αφέλεια, μαρέγκο), και των ανθρώπων που συνεχίζουν να ζουν με την ανάμνηση (ληξιαρχείο, φ, μιλά, επισκεπτήριο) και τον πόνο από τον χωρισμό (σαν το χθες, λίγο παραπάνω μείνε). Εξάλλου, και η μνήμη κατέχει μία σημαντική θέση στη θεματική του (επανένταξη, χαμένες υποθέσεις, φιγούρα).
Έτσι, η στιχουργική του αποκτά έναν χαρακτήρα ποιητικής του πένθους που επικεντρώνεται στη μνήμη και το μετά του χαμού (όπως παλιά). Και ενίοτε τούτος ο χαρακτήρας εκτίθεται και έμμεσα με τη χρήση του θρησκευτικού στοιχείου στην ποιητική έκφραση (ήθελα, συστάσεις, αναμονή).

Ads

Βιώνοντας, και όχι απωθώντας το πένθος, το ποιητικό εγώ αναστοχάζεται ό,τι έμεινε πίσω, ένα παιδί με δεκανίκι τη μνήμη και τον ρημαγμένο εαυτό, παλεύοντας να διασχίσει τα φαράγγια της ζωής. Αφήνεται να παρασυρθεί από τα συναισθήματα της μνήμης μέχρι η οδύνη να μετατραπεί σε εσωτερική γαλήνη και αυτοπραγμάτωση.

Το ποιητικό υποκείμενο υποβάλλεται σε μια έμμεση ενδοσκόπηση φωτίζοντας αθέατες πτυχές της θνητής φύσης του ανθρώπου γεμάτο αγάπη, καθώς απευθύνεται σε β’ ενικό λες συνδιαλέγεται με ένα ζωντανό πρόσωπο. Μα στην ανάμνηση και τον ψυχισμό του, παραμένει ζωντανό.

Μα το ποιητικό πένθος του Γεωργούλα δεν εμβαπτίζεται σε κάποιον πένθιμο λυρισμό (βλ. Κική Δημουλά), μα σε έναν ιδιότυπο κοινωνικό λυρισμό που θεμελιώνεται σε παραστάσεις από το συλλογικό βίωμα. Έτσι όμως η θλίψη μετατρέπεται σε αγώνα για τη ζωή δίχως να χάνει τη μνήμη ή να μειώνει την αγάπη για τον αδικοχαμένο. Το υπαρξιακό αδιέξοδο συνυπάρχει δίπλα στην ανάγκη για ζωή και την αγάπη όσων έμειναν πίσω. Κι αυτό -παρά τον πόνο του υποκειμένου- είναι μια αισιόδοξη ενατένιση της ζωής.

Είναι όμως σημαντικό να σημειώσουμε πως η μελαγχολική διάθεση, η μοναξιά και η αγωνία για το εφήμερο δεν εκδηλώνονται με εκδηλώσεις μοιορολογιών (οδυρμός, κλάμα), αλλά μάλλον με μία ψυχραιμία. Άλλωστε, ακόμα και οι μοντέρνοι ποιητές αποφεύγουν τα “δάκρυα” αφού τα θεωρούν χαρακτηριστικό του είδους της παραδοσιακής ποίησης του πένθους που παράγεται από τους άντρες.

Και έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι o Γεωργούλας επαναφέρει την ποίηση του πένθους σε μία εποχή που o σύγχρονος άνθρωπος με το απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον θάνατο και την εσωτερική βίωση του πένθους, παρά το ότι τούτος κυριαρχεί όλο και περισσότερο στον κοινωνικό βίο και μολονότι διακρίνεται μία αδυναμία αποδοχής της υλικότητάς του, τη στιγμή που ο θάνατος απομυθοποιείται τόσο μέσω των αιματηρών κοινωνικών προβολών της τέχνης (κινηματογράφος) όσο και της τρομοκρατίας ή των γεμάτων βία ειδησεογραφικών δελτίων.

Η δε απουσία του θρήνου, του λαϊκού μοιρολογιού, από την καθημερινότητά του δυτικού «πολιτισμένου» ανθρώπου, έχει ως αποτέλεσμα την απουσία της γλώσσας εκείνης με την οποία μπορούμε να εκφράσουμε τη θλίψη, τα αδιέξοδα συναισθήματα που μας γεννά ο θάνατος.