Χαρακτηριστικό της σύγχρονής μας ελληνόφωνης ποιητικής παραγωγής είναι η σταθερή αναφορά της στην κοινωνία. Η ποίηση της αγανάκτησης επιμένει σταθερά να κινείται γύρω από την κοινωνική πραγματικότητα, όπως τούτη τη βιώνει ο κάθε δημιουργός. Ο επαγγελματικός χώρος, η πολιτική και η τηλεδημοκρατία, τα προβλήματα και τα πάθη της κοινωνίας, το αστικό τοπίο κατέχουν κεντρική θέση στους ποιητές της αγανάκτησης

Ads

Και τούτο αποτελεί μία στροφή της νεώτερης ποίησης στον εξωτερικό χώρο, σε μία σταθερή εγκατάλειψη του κλειστού χώρου της δεκαετίας του ’80. Σε ένα τέτοιο ποιητικό περιβάλλον και ο Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος (Άνω τελείες και τέτοια, Μανδραγόρας, 2013) ισορροπεί πάνω στις συνεχείς κοινωνικές αναφορές με ένα αίσθημα απογοήτευσης κι αγανάκτησης να τον πλημμυρίζει που εκφράζεται με τρόπο δηκτικό.  

image

Η κριτική του Κωτόπουλου είναι αμείλικτη και βαθιά ειλικρινής. Η απογοήτευση των πολιτών, η εκδικητική τους μανία, ο πολιτικός λόγος και η τηλεοπτική λογοκρισία κυριαρχούν· οι ανάπηροι είναι εξαφανισμένοι από τα τηλεοπτικά στούντιο (ένας διαφορετικός Σεπτέμβρης) ή τα ποιητικά ανθολόγια (κάτι σαν δημιουργική ένταξη). Εκθέτει το πανεπιστημιακό κατεστημένο για τις δοσοληψίες ενόψει αρχαιρεσιών (Προέδρου ή Πρυτάνεως) ή το επιτηδευμένο ακαδημαϊκό ύφος που υιοθετείται επιδεικτικά.

Ads

Η Θεσσαλονίκη σταθερά -άλλοτε εμφανώς και συχνά απροσδιόριστα- μοιάζει σαν τον ποιητικό χώρο του Κωτόπουλου. Συνειρμικά το ποδόσφαιρο συνδέεται με το γεωγραφικό διαχωρισμό (βορράς-νότος) της χώρας και τον έρωτα. Ο δοσίλογος στις 40 Εκκλησιές και η τσιμεντοποίηση της προσφυγομάνας (η φωτογραφία), οι συντεχνίες του βορρά (συλλογικότητες), ο βαρδάρης καταδεικνύουν το κοινωνικό περιβάλλον της ποιητικής του. 

Η ποίηση του Κωτόπουλου διακρίνεται για την πολυθεματικότητα στις συνθέσεις του. Τα ποιήματά του παρά της ύπαρξη ενός βασικού μηνύματος κατά βάση είναι πολυκεντρικά· το βασικό του θέμα δεν κατέχει κάποια κεντρική θέση, αλλά είτε εξάγεται από το επιμύθιο είτε συνειρμικά. Συχνά μάλιστα δομείται πάνω σε -φαινομενικά- ετερόκλητα επιμέρους θέματα (τι σχέση μπορεί να έχει ο επιτηδευμένος λόγος των ειδημόνων με τα ανάπηρα θύματα τροχαίων; Κι όμως αποκτούν όλα νόημα -μαζί με άλλα- σε ένα διαφορετικό Σεπτέμβρη). 

Τα δε επιμέρους θέματα τίθενται με χαρακτηριστική λιτότητα ως αποσπασματικά στιγμιότυπα μιας διαλυμένης κοινωνίας. Έτσι, ο ποιητής συνειρμικά καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ρεαλιστικά περίπλοκο και προβληματικό κοινωνικό περιβάλλον είτε υιοθετώντας αφηγηματικό ύφος είτε με σχεδόν τιτλικής μορφής και θαυμαστικής στιχουργικής αναφορές σε όσα τον απασχολούν. Το πολιτικό αγκαλιάζει την κοινωνική κριτική, η ποίηση την αναπηρία, η δημιουργική γραφή, τις ακαδημαϊκές αρχαιρεσίες. Η Αγία Τριάδα (σσ περιοχή έξω από τη Θεσσαλονίκη) συμπλέκεται με το Λονδίνο, τον εσπρέσο, τη μουσική, το φιλί και τον ευτυχισμένο θάνατο. 

Η γλώσσα του είναι τραχιά με μία ανεπιτήδευτη προφορικότητα που διατηρεί τα χαρακτηριστικά του αυθορμητισμού. Αναζητά νέες εκφραστικές διεξόδους στην ποίηση. Η προφορική “αμεσότητα” μέσα στην αντιποιητική της τραχύτητα γίνεται το όχημα με το οποίο πειραματίζεται, όπως φανερώνουν και οι θέσεις που εκφράζει σε συνθέσεις (διάλειμμα, γραφή καθαρή, η διαμεσολάβηση, ΔΓ2), δίχως να απεμπολεί την καυστική του διάθεση για την ποίηση (κάτι σαν δημιουργική ένταξη).

Η κυριαρχία των ρημάτων και των επιρρημάτων με την αποδοχή των δευτερευουσών προτάσεων ενισχύουν το αυθόρμητο ύφος. Παράλληλα, η γλώσσα του Κωτόπουλου διατηρεί την αμεσότητα της εκμυστήρευσης και του κοινωνικού σχολιασμού. Η προφορικότητα τούτη προσδίδει μία ιδιαίτερη ευθύτητα στην πηγαία ειρωνεία και ενδυναμώνει τη δηκτική διάθεση του δημιουργού. Χαρακτηριστική είναι η χρήση της καθαρεύουσας για να καυτηριάσει το περισπούδαστο ύφος (πρέσβεως φιλοξενία, εισήγηση κατά Greimas).

Η ποίηση του Κωτόπουλου εκφράζει με γλωσσικούς πειραματισμούς και στιχουργικές αναζητήσεις τη βαθιά απογοήτευση που περιβάλλει την κοινωνία σε κάθε κοινωνικό χώρο (επαγγελματικό, οικιακής εγκατάστασης, πολιτικής τοποθέτησης). Και ίσως αυτό που κατέχει κεντρική θέση στην ποίηση του Κωτόπουλου να είναι ακριβώς η αναγκαιότητα του πειραματισμού. Άλλωστε, η τέχνη η ίδια είναι ένας συνεχής πειραματισμός και η ποίηση δε θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτή την εγγενή ανάγκη.

Το βιβλίο