Ένα ζητούμενο της ποίησης -μεταξύ άλλων- είναι να διεγείρει αισθήσεις και συναισθήματα μέσα από την απλότητα των λέξεων. Κι ο Εμορίν στη νέα ελληνόφωνη συλλογή του, «στην αιωνιότητα» (vakxikon.gr, 2015, μτφρ. Ανδρονίκη Δημητριάδου), καταφέρνει με ένα ύφος λιτό και φαινομενικά ανεπιτήδευτο να μιλήσει με απλό λόγο για την αγάπη προς τη σύζυγό του.
 

Ads

Στην πραγματικότητα η ποίησή του μοιράζει με σημειώματα στιχουργικά ενός πρόχειρου σημειωματάριου. Το πρωτοενικό εξομολογητικό ύφος διαμορφώνει ένα κλειστό πλαίσιο αναφοράς, που εικαστικά εξισορροπεί και συμπληρώνει το φωτεινό μα δίχως ανθρώπους κάδρο του.
 

Η ποιητική του Εμορίν ξεπερνά την ερωτική ποίηση με τα στιγμιαία χαρακτηριστικά του πόθου και της σεξουαλικότητας· μιλά για την αγάπη. Η αγάπη όμως δεν αντιμετωπίζεται απλά ως ένα -ευγενές μεν- συναίσθημα· είναι το συναίσθημα εκείνο που μένει στην αιωνιότητα ακόμα και μετά το θάνατο των προσώπων. Έτσι όμως η αγάπη αποκτά ιδιότητες που φιλοσοφικά κατέχει η ψυχή. Η αγάπη λοιπόν του Εμορίν όχι μόνο διαπερνά το χρόνο, μα αποκτά μία υπαρξιακή και μεταφυσική διάσταση.
 

Και η υπαρξιακή διάσταση που διακρίνουμε στην εμορινική αγάπη, επιβεβαιώνεται από τη συνεχή παρουσία του θανάτου. Ωστόσο, ο θάνατος δεν προσδίδει κάποιο πένθιμο συναίσθημα στις συνθέσεις· αντίθετα, λειτουργεί ως το υπαρξιακό αντίβαρο της αγάπης που τον ξεπερνά και απλώνεται στην αιωνιότητα. Ο θάνατος, εξάλλου, είναι στιγμιαίος, ενώ η εμορινική αγάπη προϋπάρχει κι έπεται ως δίδυμο/ισοδύναμο της ψυχής. Μοιάζει σαν να της αποδίδει μία αυτοτελή ανιμιστική ιδιότητα.
 

Ads

Όπως κατά το σχόλιό του η ζωγραφική της Ξιάογιανγκ Γκαλάς τονίζει την ομορφιά του κόσμου σε βάρος της θλίψης και του σκοταδιού, έτσι και η αγάπη αποτελεί το φως στη ζωή ξεπερνώντας το χρόνο. Η αγάπη για τον ποιητή αποτελεί και το διαχωριστικό ανάμεσα στον κόσμο και την ερημιά (39, 41, 49), τη ζωή (24, 27, 43) και το χρόνο (36, 42, 40, 44, 47, 48).

Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την αρχική αφιέρωση στη σύζυγό του, κάτι που μας επαναφέρει στην εξομολόγηση. Η αγάπη, εξάλλου, είναι και η διέξοδος στο ταντάλειο μαρτύριό του· ακόμα και οι λέξεις δεν τον ξεδιψούν όταν απομακρύνεται εκείνη.
 

Και οι λέξεις, που αυτοαναφορικά επανέρχονται συνέχεια, κατέχουν την ίδια σημασία με το χρόνο και προσδίδουν μία άλλη υπαρξιακή ιδιότητα στην αγάπη: την ποιητική. Γιατί στην ουσία μέσα στη συλλογή η ποίηση και οι λέξεις κατέχουν μία μυστικιστική υφή που αποκαλύπτει τη μαγική πτυχή της αγάπης του.
 

Το καναβάτσο του διακρίνεται από μία συνεχή φωτεινότητα -σχεδόν μεταφυσικής διάστασης- και μία διαρκή αίσθηση κίνησης. Λεπτοί ήχοι διαποτίζουν τις εξπρεσιονιστικές παραστάσεις του (34, 35, 37). Το παλιό εμιγρέδικο δίπολο ανατολής-δύσης εικαστικά αντικαθίσταται από τα δίπολα  αγάπη-χρόνος και αγάπη-λέξεις.
 

Η εικονοπλασία του Εμορίν είναι φενάκη αφρόντιστη· διαχέεται από την ποιητική εκμυστήρευση με μία τεχνική θολότητα δίχως χρωματικούς προσδιορισμούς (πλην επιλεγμένων σημείων όπως το κόκκινο στη σύνθεση της σελίδας 29) και πηγάζει από έναν αυθορμητισμό που θεμελιώνεται στην απλότητα του εξομολογητικού του λόγου και του αφηγητικού ύφους.

Έτσι ασυνείδητα εμφανίζεται ως αυτονόητη και η σκηνική παρουσία ενός βουβού υποκριτή που υποστηρίζεται από τη συνεχή χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου. Αυτό, άλλωστε, το γραμματικό πρόσωπο ολοκληρώνει και τον εξομολογητικό χαρακτήρα και τη μεταφυσική ιδιότητα της εμορινικής αγάπης.
 

Η απουσία τίτλων αποτυπώνει και σχεδιαστικά την επιτηδευμένη απλότητα που ο Εμορίν προσδίδει στις συνθέσεις του· άλλωστε, η ίδια η αγάπη είναι ένα καθαρό και ανεπιτήδευτο συναίσθημα. Παράλληλα, η άτιτλη δημοσίευση των συνθέσεών του αποδεικνύει και το χαρακτηρισμό του σημειώματος.
 

Όπως σημειώνει εισαγωγικά και ο Δημοσθένης Αγραφιώτης ο Ντενί Εμορίν προτείνει την αγάπη ως μόνο δρόμο του βίου, και ως μόνη επιλογή την ακραία, την ολική ένωση των ψυχών, για να αντιμετωπιστεί τόσο ο ταραγμένος κόσμος μας όσο και ο διχασμός του ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Παρόλο το ξεπέρασμα του διχασμού από τη δύναμη της αγάπης, αυτή η επίμονη αφοσίωσή του δεν είναι χωρίς θυσίες, τρικυμίες και αναστατώσεις, που σχεδόν αποφεύγει να τις αναφέρει ρητά, αλλά αυτές είναι εκεί και τις υποπτεύεται να δρουν υπόκωφα και να απειλούν με το Θάνατο ή τους μικρούς θανάτους.
 

τοβιβλίο