Ο Πέτρος Γκολίτσης αποτελεί μία από τις δημιουργικές φωνές στην ελληνική ποίηση. Με διαρκή παρουσία στο χώρο της κριτικής και σπάνιου βάθους μελέτες σε ποιητές του μοντερνισμού, ο Γκολίτσης αφήνει ανεξίτηλα χνάρια στα ελληνικά γράμματα. Με την πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή του, «σκάζοντας κρέας» (θράκα, 2017), η τέταρτή του, ο ποιητής ξεπερνά τον Λόγο, όπως τον όρισε αριστοτελικά ο Διαφωτισμός, και μας ταξιδεύει στο χώρο μιας ποιητικής ανατροπής.

Ads

Συνδιαλέγεται με την ιστορία και με προσωπικότητες του πνεύματος. Προχωρά σε έναν για διακειμενικό διάλογο (Αλέξης Ακριθάκης, Ραφαήλ, Δομίνικος Θεοτοκόπουλος) για τον άνθρωπο και την τέχνη. Εκθέτει τις κοινωνικές του ανησυχίες, άλλοτε άμεσα (στην παραλία, μπάσταρδη ώρα του μεσημεριού, Αλέξης Ακριθάκης) και άλλες φορές με εύληπτες αλληγορίες (μία μαύρη τρύπα ουρανός, αίμα μονάχο να φωνάζει, δέντρα φαντάσματα στη λίμνη).

Στίχοι θρυμματισμένοι και ακανόνιστοι προσδίδουν οπτικά μία κίνηση (ανάληψη,  Αλέξης Ακριθάκης, στην παραλία,  δέντρα φαντάσματα στη λίμνη, μία μαύρη τρύπα ουρανός,  μπάσταρδη ώρα του μεσημεριού, τα μάτια σάπιο κρέας, ηλιακή καταιγίδα, σώμα μετά από σώμα), ενώ ταυτόχρονα διάλογοι (σώμα μετά από σώμα, Αλέξης Ακριθάκης) και ερωτήσεις (ηλιακή καταιγίδα, γκρεμός και χώρου και χρόνου γωνία, σε ένα δέντρο, δέντρα φαντάσματα στη λίμνη, Αλέξης Ακριθάκης) προσφέρουν μία σκηνική ζωντάνια στην σουρεαλιστική ροή της στιχουργικής του, πλάι στο β’ ενικό (σκόνη που κατακάθισε, σώμα μετά από σώμα, δέντρα φαντάσματα στη λίμνη).

Και έχει σημασία να υπογραμμίσουμε τη φωτεινή εικονοποιία του Γκολίτση. Συχνή είναι στη στιχουργία του είναι η χρήση της “φωτιάς” (σώμα μετά από σώμα, του μεσημεριού τα μάτια, σάπιο κρέας, από τον ενικό στον πληθυντικό των κηδειών, η ρίζα και οι φωτιές). Με ζωντάνια, χρώμα και κίνηση ο ποιητής επενδύει με υπερρεαλιστική ρώμη το ποιητικό του κάδρο. Σε μία δυναμική εκφραστικότητα με επίκεντρο τη μεταφορική χρήση του λόγου αξιοποιεί τα στοιχεία της φύσης προσδίδοντας φως και κίνηση σε ανοιχτούς χώρους.

Ads

Η συχνή εμφάνιση σιδερένιων σωμάτων, όπως τα “άστρα” (μία μαύρη τρύπα ουρανός, οι κερασιές και τ’ άστρα, από τον ενικό στον πληθυντικό των κηδειών,  μπάσταρδη ώρα του μεσημεριού,  ο αέρας και τα έντομα-άστρα, νεκρά λουλούδια και ένα τσιγκέλι, ο Λουκιανός ο Παύλος ο Κικέρων), ο “ήλιος” (ηλιακή καταιγίδα, τα μάτια σάπιο κρέας, ο ουρανός και η πομπή, σπαράγματα) και η αστραπή (αίμα μονάχο να φωνάζει, σώμα μετά από σώμα) γεμίζουν άπλετο φως στο καναβάτσο.

Ταυτόχρονα, η συχνή εμφάνιση του “ουρανού” (η ρίζα και οι φωτιές, νέα λουλούδια και ένα τσιγκέλι, μία μαύρη τρύπα ουρανός, από τον ενικό στον πληθυντικό των κηδειών, ηλιακή καταιγίδα, ο ουρανός και η πομπή) φωτίζει ως ανοιχτός ορίζοντας ή/και χρωματικά τον υπερρεαλιστικό του καμβά λειτουργώντας ως ένα σύμβολο ελπίδας.

Τούτα όμως αισθητοποιούν και την ανάγκη για φως και αισιοδοξία σε μια κοινωνία που βουλιάζει στις λάσπες του αίματος (τα μάτια σάπιο κρέας, αίμα μονάχο να φωνάζει, σε ένα δέντρο, γκρεμός και χώρου και χρόνου γωνία). Εξάλλου, ο θάνατος και οι νεκροί έχουν μία διαρκή παρουσία στη συλλογή (ηλιακή καταιγίδα, σώμα μετά από σώμα, από τον ενικό στον πληθυντικό των κηδειών, μπάσταρδη ώρα του μεσημεριού, στην παραλία, Αλέξης Ακριθάκης, μαύρο χορτάρι και κόκκινο σιντριβάνι), όπως και το κρέας σάρκα (σώμα μετά από σώμα, τα μάτια σάπιο κρέας, γκρεμός και χώρου και χρόνου γωνία, νεκρά λουλούδια και ένα τσιγκέλι), εκθέτοντας ακριβώς τις κοινωνικές αγωνίες του ποιητή σε μία κοινότητα κανιβαλιστική που εκμεταλλεύεται εργαλειακά τον άνθρωπο και τη φύση. Βέβαια δεν απουσιάζουν και υπαρξιακές αναζητήσεις για τον χρόνο (σκόνη που κατακάθισε, σώμα μετά από σώμα, γκρεμός και χώρου και χρόνου γωνία, ο αέρας και τα έντομα-άστρα, νεκρά λουλούδια και ένα τσιγκέλι, οι κερασιές και τ’ άστρα).

Η ποίηση του Πέτρου Γκολίτση είναι ανατρεπτική. Ο ποιητής πολιορκεί τη λογική και εισβάλλει στον ορθολογισμό με τις εικόνες του. Το πολιτικό συμπλέκεται με το κοινωνικό και το υπαρξιακό σε έναν σουρεαλιστικό λυρισμό που δομείται στο απρόσμενο και το ά-λογο.