Τα προσφυγικά κύματα που ανασήκωσε ως τσουνάμι ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, μολονότι καθυστέρησαν να περάσουν στην ποίηση – αναλογικά με τον αριθμό των έργων που εκδόθηκαν -, σήμερα πια φαίνεται να αποκτούν τη θέση που τους πρέπει πλάι σε άλλες – υπαρξιακές ή κοινωνικές – θεματικές. Και δεν θα ήταν δυνατόν η ποιητική ευαισθησία να μην υποκλιθεί μπροστά στο ανθρώπινο μαρτύριο των ετών ετούτων.

Ads

Από το πλήθος όμως των ποιημάτων για το προσφυγικό, θα θέσουμε σε περίοπτη θέση τη νέα ποιητική συλλογή της Φροσούλας Κολοσιάτου «φοράει τα μάτια του νερού» (Γαβριηλίδης, 2017). Και αυτό διότι η ποιήτρια δεν καταθέτει απλά κάποιες συνθέσεις, αλλά ολόκληρη συλλογή αποτυπώνοντας με ωριμότητα και λυρισμό τις μελανές πτυχές του ναυτικού – και όχι μόνο – δράματος της προσφυγιάς και του πολέμου.

Οφείλουμε, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε πως η δημιουργός δεν στέκεται απλά στην επικαιρότητα. Μεταπλάθει το επίκαιρο και το αναστυλώνει στο χρόνο ως ένα επιτύμβιο μνημείο σε κάθε προσφυγικό πέρασμα που γέμισε με άταφα πτώματα, γεμάτα όνειρα και ελπίδες, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Και σε τούτη την αναγωγή στο χρόνο την υποστηρίζει η αφαιρετική της έκφραση με τον θρυμματισμένο στίχο και τα μυθολογικά ή θρησκευτικά στοιχεία που παρεισφρέουν στη στιχουργική της με φυσικότητα (η Μέδουσα, αυτοί πουθενά δεν είναι ευπρόσδεκτοι, δρεπανηφόρο άρμα, μέχρι το βυθό).

Η στιχουργική της, εξάλλου, διακρίνεται από τη λιτότητα που ορίζει ο καθημερινός λόγος, τον οποίο μεταχειρίζεται· μία γλώσσα απαλλαγμένη από επίθετα -πλην ελαχίστων- που κινείται στη δομή της προφορικότητας και μιλά με αμεσότητα στον ακροατή/αναγνώστη. Ο θρυμματισμός δε του στίχου επιβάλλει τον δικό του ρυθμό, ο οποίος εντείνει ένα συναίσθημα οδυρμού όπως αναδύεται από συνθέσεις.

Ads

Και η λιτή και χαμηλόφωνη έκφραση οδηγεί σε έναν λυρισμό που καθίσταται κυρίαρχος (το ελάχιστο, αναζητώντας καταφύγιο). Ενισχύουν τόσο από τις εσωτερικές αντιθέσεις στα ποιητικά στιγμιότυπα που ιχνογραφεί όσο και από τον δυναμισμό του στίχου της. Εικόνες γεμάτες θάλασσα και τρικυμιώδη κίνηση διανθίζουν το καναβάτσο της (απομεινάρια, απελπισμένοι, υπόλοιπο ζωής, βρέχει ασταμάτητα, η γάτα των προσφύγων, σκοτεινό λιθάρι). Ήχοι κυμάτων και την πάλης των ανθρώπων για μια νέα ζωή χωρίς πόλεμο ξεπηδούν από τις βουβές λέξεις και γίνονται φθόγγοι και κραυγές (αναζητώντας καταφύγιο, συμφορά, μουτζούρα του λόγου).

Υπέροχες μεταφορές (σκοτεινό λιθάρι, απελπισμένοι, βρέχει ασταμάτητα, δρεπανηφόρο άρμα, ταξίδι στα τυφλά, χαρακιά, με απλωμένα τα χέρια, όσοι αγρυπνούν, φωνές, αληθινές ιστορίες φθοράς) και παρομοιώσεις (χαρακιά, δρεπανηφόρο άρμα, σημεία των καιρών) ή αντιθέσεις διανθίζουν λυρικά την ποιητική έκφραση και διαστέλλουν το συναίσθημα. Επιμύθια που συγκλονίζουν, κλιμακώνουν τον ποιητικό θρήνο (στη δίνη του ανέμου, το ελάχιστο, όσο πιο μακριά τόσο πιο επικίνδυνα) και εκθέτουν με ζηλευτή ποιητική αποφθεγματικότητα τον μάταιο αγώνα των προσφύγων (χαρακιά, συμφορά, κάποιοι που σου μοιάζουν, φωνές, απομεινάρια, σημεία των καιρών, η τρικυμία της απόδρασης). Την ίδια όμως στιγμή αποκαλύπτουν πόσο ικανά ελέγχει η ποιήτρια τη συναισθηματική ένταση.

Άλλοτε, επιμυθικές ρητορικές ερωτήσεις ολοκληρώνουν το θρήνο με μία βουβή απορία της σύνθεσης (αναζητώντας καταφύγιο, όσοι αγρυπνούν, μουτζούρα του λόγου, φωνές). Και στον θρήνο αυτό της δημιουργού φαίνεται συμμετέχουν και οι ίδιοι οι πρόσφυγες δίνοντας έναν σκηνικό χαρακτήρα σε συνθέσεις (στο λιμάνι, η γάτα των προσφύγων, βρέχει ασταμάτητα), στις οποίες διάλογοι ή υποκείμενα σε β’ γραμματικό πρόσωπο έρχονται στο ποιητικό προσκήνιο.

Ως πολίτης ενός κόσμου που ταλανίζεται από πολέμους και ξεριζωμούς η Φροσούλα Κολοσιάτου δεν μπορεί να πάρει τα μάτια από όσα συμβαίνουν γύρω της. Και έτσι μετά το «μισό σκοτάδι» και τη «σκοτεινή συγκατοίκηση» αφήνει πίσω της μία μελαγχολία νοτισμένη στα δάκρυα που χύθηκαν στο Αιγαίο από ανθρώπους που ήθελαν να γλιτώσουν από τα θραύσματα του πολέμου. Μία μελαγχολία που γίνεται λυρισμός εμπλουτισμένος με στοχαστική διάθεση, όπως άλλωστε ολόκληρο σχεδόν το έργο της ποιήτριας.

Το βιβλίο