Η ειρωνεία στην ποίηση αποτελεί μια σταθερή εκφραστική διέξοδο ήδη από την εποχή του ρομαντισμού. Μολονότι εμφανίζεται αδιαλείπτως από τα πρώτα βήματα της ποίησης (επική και λυρική) με διάφορες μορφές, στην ποίηση με την ατομική νεωτερική προσέγγιση αποκτά νέα διάσταση στους ρομαντικούς ποιητές. Αποτελεί μια διαφορετική οδό συναισθηματικής μεταφοράς ενός μηνύματος του ποιητή ως ενεργού υποκείμενου/ατόμου, μακριά από τη στιχόμορφη ρητορική, αν και στην μεταμοντέρνα ελευθεροστιχία απεκδύθηκε την εκφραστική “αρτιότητα” του μοντερνισμού.

Ads

Η μεταμοντέρνα ποίηση την υιοθέτησε και την ενέταξε στο δικό της οπλοστάσιο μακριά από τις συμβάσεις του μοντερνισμού. Μάλιστα στο μετανεωτερικό πνεύμα άρνησης της βιομηχανίας ερμηνευτών στην ποίηση, ο ειρωνικός στίχος έγινε απλούστερος και πιο διαχυτικός, πιο κοντά στον προφορικό λόγο, κάτι που έκανε πολλούς να μην τη δουν ως “σοβαρή” ποίηση [1]..

Ο σαρκασμός χρησιμοποιήθηκε από όλες τις γενιές για να ορίσει τελικά τον εκάστοτε σύγχρονο τρόπο ανάγνωσης. Έτσι μακριά από τη λυρική/ρομαντική ή επική ειρωνεία των προηγούμενων περιόδων, καταγράφεται ένας σαρκασμός ανεκδοτολογικού τύπου στον οποίο λανθάνει μια προσπάθεια αντίστασης σε μια κατάσταση ή άποψη που πονά το δημιουργό. Λειτουργεί με την επίκληση του δηκτικού συναισθήματος ως ένα εκφραστικό όπλο του ποιητή. Άλλωστε, στόχος της ποίησης είναι ακριβώς η ενσωμάτωση του περιεχομένου στο συναίσθημα.

Βέβαια η ειρωνεία είναι ένα τόσο συγκεχυμένο φαινόμενο ώστε μοιάζει με απόπειρα να συγκεντρώσει κανείς την ομίχλη, ενώ άλλοτε χαρακτηρίζεται μητέρα της σύγχυσης [2]. Εξάλλου, μεγάλη ποικιλία έχουν και τα μέσα έκφρασής της, όπως ακριβώς και το αποτέλεσμα, η πρόθεση, το συναίσθημα, το κωμικό ή τραγικό ή επικό στοιχείο, ενώ με τον καιρό άρχισε να αποκτά και διττό χαρακτήρα.

Ads

Και η ειρωνεία ως ποιητικό τέχνασμα βρίσκει πλήρη έκφραση στη νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Στρούμπα «γραφείον ενικού τουρισμού» (καλλιγράφος, 2016). Μία “θερινή” ποιητική που φέρνει σε αντίθεση τον πικρό σαρκασμό προς τους φωτεινούς χώρους, την καλοκαιρινή ραστώνη προς το απότομο ξύπνημα της σκληρής πραγματικότητας στην οποία με δηκτικό χιούμορ επανέρχεται ο ποιητής.
Μα η ποιητική του Στρούμπα δεν είναι μελαγχολική. Το μειδίαμα που αφήνει ο σαρκασμός του στα χείλη, φέρνει ένα τραυματισμένο μούδιασμα κι έρχεται σε αντίθεση προς τη θερινή αγαλλίαση κι αισιοδοξία· μα δεν φτάνει στο πεσιμισμό. Η απογοήτευση ισορροπεί με το χαμόγελο και το φως, με τη σύσπαση του ξαφνικού εσωτερικού πόνου.

Η κριτική του Στρούμπα πληγώνει είναι η αλήθεια. Πονά τον ακροατή/αναγνώστη γιατί δεν στρέφεται απέναντι στην εξουσία, αλλά αγγίζει όλη την κοινωνία. Από τα μέσα επικοινωνίας, μέχρι τις τηλεποικοινωνιακές εταιρείες και τον μικροπωλητή ή τον ίδιο τον πατέρα που βλέπει στο πρόσωπο του γιου τον δικό του απροσάρμοστο εαυτό, από τα “μπάνια του λαού” μέχρι την παραλιακή επιδεικτική σεξουαλικότητα. Άλλωστε, ο Στρούμπας δεν βλέπει την κρίση μόνο στενά στην πολιτική και την οικονομία, αλλά και στην ίδια τη συμπεριφορά των ανθρώπων.

Η πραγματικότητα η ίδια που περιβάλλει τον ποιητή φαντάζει τραυματική. Μα ο δημιουργός δεν μένει στην αποτύπωση του τραύματος. Επικαλείται το πικρό χαμόγελο και ενεργοποιεί τις αφιονισμένες συνειδήσεις μέσα από την ποιητική ειρωνεία. Και τούτη είναι παρούσα σχεδόν σε κάθε στίχο με όλεςτις δυνατές εκφραστικές αποτυπώσεις της: ερωτήσεις, ξάφνιασμα του αναγνώστη/ακροατή, λογοπαίγνια ή αποφθεγματικό χιούμορ, περιπαικτικό ύφος ή αυτοσαρκαστικό χιούμορ.

Ο ίδιος άλλωστε ο τίτλος της συλλογής εκφράζει με προκλητική αμεσότητα την ειρωνική διάθεση του ποιητή, που μέσα στον ενικό αριθμό του στέκεται μακριά από το πλήθος και το παρατηρητή, δίχως όμως να εξαιρεί τον εαυτό του. Το ποιητικό εγώ είναι πάντα παρόν, είτε σαν παρατηρητής είτε σαν πρωταγωνιστής πάντα με μία αφηγηματική εσωτερική εστίαση ζωντανεύοντας με μια σκηνική μονολογική διάσταση (stand up comedy). Έτσι, η αυτοαναφορικότητα γίνεται αναπόσπαστο εκφραστικό τμήμα της ποιητικής ειρωνείας.

Με λόγο προφορικό, έως και δημώδες, ο Στρούμπας εκθέτει τον εσωτερικό του πόνο, όλες εκείνες τις σκέψεις που σχεδόν κάθε ένας κάνει σε διάφορες στιγμές, λειτουργώντας έτσι ως η ποιητική συνείδηση του κοινού, που όμως κρύβεται κάτω από τη συνήθεια και την αποδοχή ως φυσικού φαινομένου όσων ενοχλούν.

1. Σχετικά βλ. Δήμος Χλωπτσιούδης, Η ειρωνεία στην ποίηση και η περίπτωση του Σταύρου Καμπάδαη, vakxikon, τεύχ. 36 Δεκέμβριος 2016.
2. D.C. Muecke, The Compass of Irony, Menthuen, Λονδίνο & Νέα Υόρκη 1980, σ. 247. μτφρ. Κατερίνα Κωστίου

τοβιβλίο