Ο Γιώργος Ιωάννου άλλαξε το ελληνικό διήγημα με ένα πλήθος νεωτερισμών, καθιστώντας τον όχι μόνο πρωτοπόρο λογοτέχνη στη «σχολή» της Θεσσαλονίκης (μαζί με Χριστιανόπουλο και Ασλάνογλου) αλλά και μία από τις πιο σημαντικές λογοτεχνικές μορφές της χώρας, ειδικά στο διήγημα. Η κοφτή γραφή του με την αμεσότητά της και τον καθημερινό της λόγο σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της πλοκής και τον κεντρικό ήρωα, έθεσαν σε νέα βάση το ελληνικό διήγημα (μόλο που τυπικά δεν αποκαλείται διήγημα, αλλά πεζογράφημα).

Ads

Το δρόμο αυτό ακολουθεί και η Αρχοντούλα Διαβάτη με τη νέα της συλλογή αφηγημάτων «σκουλαρίκι στη μύτη» (Νησίδες, 2015). Οι ιστορίες της ταξιδεύουν τον αναγνώστη στο παρελθόν και τη λογοτεχνία, στα βιώματα της συγγραφέως, στην παλιά Θεσσαλονίκη και τις πόλεις που περιφερειακά συνδέονται με αυτήν.

image

Τοπωνύμια και πρόσωπα συμπλέκονται, η παλιά Θεσσαλονίκη και τα σχολεία της ξανασυναντούν στις ατραπούς της μνήμης τα εφηβικά βιώματα, δημιουργώντας μία ρευστή σύνθεση χρόνου με συνεχείς μεταπηδήσεις από το παρόν στο παρελθόν σε μία συνειρμική διακύμανση.  Με την τεχνική των συνειρμών η διηγηματογράφος – με σαφείς επιρροές από τον Ιωάννου- συνενώνει διάφορα στοιχεία. Παρατηρεί, θυμάται, συνδυάζει με τη λογοτεχνία ή το παρόν της πόλης. Οι συνειρμοί ωθούνται από την επικαιρότητα, το χώρο και τις αναμνήσεις ή τις κουβέντες.

Ads

Ο αναγνώστης αισθάνεται σα να ακούει μία διήγηση καταστάσεων πάνω από ένα άλμπουμ φωτογραφιών που έπιασε στα χέρια της η συγγραφέας. Φωτογραφίες που φέρνουν μνήμες από την εποχή που τραβήχτηκαν και αυθόρμητα συνδέονται με άλλες αναμνήσεις, που περιστρέφονται γύρω από τα πρόσωπα της συγγραφικής φωτογραφίας, και γεννούν με τη σειρά τους νέες σκέψεις και κρίσεις.

Χαρακτηριστικό είναι ότι η αφήγηση αρχίζει ανεπαίσθητα στο σχετικό παρόν αδιαφορώντας για τις αφηγηματικές συμβάσεις και μεταφέρεται “ασυναίσθητα” στο παρελθόν. Με την τεχνική του συγκερασμού, η διήγηση γίνεται πιο σύνθετη αθροίζοντας πολλά – και συχνά αντιθετικά ή άσχετα- αντικείμενα τροποποιώντας την έτσι ώστε να εξυπηρετεί την εκάστοτε αφήγηση. Η συγγραφέας μεταπηδά συνειρμικά μέσα σε σύντομο χώρο και με χρονικά άλματα σε άλλο θέμα, χωρίς αυτό να γίνεται άμεσα αντιληπτό από τον αναγνώστη.

Σε αυτό την εξυπηρετούν οι πολλές εγκιβωτισμένες ενδοδιηγήσεις με τη μορφή της αναδρομικής/οπισθοχωρητικής αφήγησης ή τη μορφή διαφόρων ιστοριών που αφηγείται ο αφηγητής διακόπτοντας την αρχική, για να καταλήξει σε σκέψεις και κρίσεις της συγγραφέως. Οι εγκιβωτισμοί και οι αναχρονίες προσφέρουν και μία ποικιλία τόσο στο ύφος όσο και στο περιεχόμενο, καταδεικνύοντας τη δημιουργική αξιοποίηση του πλούτου των θεμάτων που πραγματεύεται η Διαβάτη.

Η ίδια η αφήγηση είναι σχεδόν πάντα μονομερής ή μονοεστιακή. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής εκθέτει τη δική του οπτική γωνία (εστίαση εσωτερική), εκμυστηρευόμενος πάντα εικόνες και αναμνήσεις που τον κατακλύζουν, κατά το πρότυπο του Ιωάννου. Σε αντίθεση όμως από τον εγωκεντρικό αφηγητή του Ιωάννου, η Διαβάτη επιμένει σε μία συλλογική διαχείριση του παρελθόντος. Σε αυτό την εξυπηρετεί τόσο η συλλογικότητα και η αίσθηση της παρέας ή του κοινού αγώνα που αναδύεται από τα πεζογραφήματά της όσο και τα φύλα των αφηγητών, που ξεπερνούν την – φυσιολογικά – έμφυλη αφήγηση βιωμάτων. 

Ο αφηγητής της Διαβάτη δεν είναι πάντα θηλυκός, όπως θα αναμέναμε. Με μία ιδιαίτερη ευκολία η συγγραφέας κινείται από τον αρσενικό αφηγητή στον θηλυκό. Συχνά δε αντιλαμβανόμαστε την έμφυλη διάκριση μόνο από μία ή δύο λέξεις στο πεζογράφημα, αποκαλύπτοντας την ικανότητά της διηγηματογράφου να πλάθει ήρωες χωρίς έμφυλα χαρακτηριστικά.

Χαρακτηριστικό των πεζογραφημάτων της Διαβάτη είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η απλή καθημερινή γλώσσα. Τούτα σε συνδυασμό με την απλότητα εκφραστικών μέσων καθιστούν το λόγο της εύληπτο και προσιτό. Η γλωσσική ακρίβεια, το ασύνδετο σχήμα στις σύντομες διατυπώσεις της δημιουργούν μια γραφή που διευκολύνει την πρόσληψη των εκφραζόμενων αναμνήσεων και σχολίων. Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε πως δεν απουσιάζουν παντελώς οι μεγάλες περίοδοι· τούτες μέσα στο πλέγμα του μικροπερίοδου λόγου ενισχύουν το συναίσθημα της χρονικής ρευστότητας και της συνειρμικής εξέλιξης των καταστάσεων.

Αξίζει, όμως, να υπογραμμίσουμε και την εξέλιξη του ιωαννικού διασπασμένου θέματος. Το τεράστιο και ετερόκλητο υλικό της αφήγησης οργανώνεται με την τεχνική του διασπασμένου θέματος, από το οποίο γεννώνται πεζογραφήματα-σπαράγματα, μικρογραφίες των εφηβικών και νεανικών χρόνων της συγγραφέως. Η μνήμη και τα πρόσωπα του παρελθόντος είναι κυρίαρχα στο παρόν και ανακαλούνται μέσω συνειρμών (συνειρμική οργάνωση του αφηγηματικού υλικού).

Σημαντικό ρόλο παίζουν οι εμπειρίες από τα μέρη που έζησαν οι ήρωές της, τα ταξίδια της, τα μαγικά ταξίδια στη λογοτεχνία και το κοινωνικό της περιβάλλον. Η Θεσσαλονίκη φυσικά κατέχει πρωταγωνιστική θέση ως χώρος με σημεία αναφοράς τοποθεσίες της πόλης, σχολεία και γειτονιές όπου έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια.

Τα γεγονότα μοιάζουν με ψηφίδες που συνθέτουν το αφήγημα ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα του αφηγητή. Δεν υιοθετεί την κλασική μορφή διηγήματος (με αρχή, μέση, τέλος). Τα γεγονότα συνδέονται με λογοτεχνικά έργα, με ταξίδια κι εμπειρίες. Συναντήσεις στο παρόν οδηγούν σε αναμνήσεις από τα νεανικά χρόνια σε συνάρτηση συχνά με λογοτεχνικά έργα, αναδεικνύοντας μία συνεχή σύνδεση της παγκόσμιας λογοτεχνίας με τη ζωή του ανθρώπου.

Και έχει τη δική του σημασία ότι οι καταγεγραμμένες εμπειρίες – αληθινές ή εκ μεταφοράς (πχ στρατιωτική θητεία στο Κιλκίς) – δε συνδέονται μόνο με το χώρο της Θεσσαλονίκης και τις γύρω πόλεις, αλλά εκθέτουν τα βιωμένα συναισθήματα. Στην πρώτη ύλη των εμπειριών προστίθενται τα συναισθήματα, η διηγηματογραφική φαντασία και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει η συγγραφέας. Έτσι το βίωμα καθίσταται η μεταστοιχείωση του εμπειρικού υλικού σε αισθητική οντότητα, σε περιεχόμενο.

Με συγγραφική ειλικρίνεια η Διαβάτη γράφει για τη γενιά της, εξιδανικεύει τους αγώνες του παρελθόντος και του παρόντος, αποκαλύπτει την απογοήτευση από τις ανατροπές που έφεραν η ζωή και η κρίση. Η Διαβάτη ακολουθεί το μονοπάτι που πρωτοχάραξε ο Γιώργος Ιωάννου στην ανανέωση του ελληνικού διηγήματος, περιδιαβαίνοντας στις γειτονιές της πόλης των μαθητικών της χρόνων και των αναμνήσεων συνδέοντας το παρόν με το παρελθόν μέσα από μία συνειρμική ειλικρίνεια που δεν “στήνει” κάποια πλοκή· την πλοκή την προσφέρουν τα ίδια τα βιώματα και οι κρίσεις της συγγραφέως.

Το βιβλίο