Η αρχιτεκτονική ως επιστήμη είναι κάτι πέρα από τον κατασκευαστικό σχεδιασμό ή ακόμα και την καλλιτεχνικότητα. Είναι μία “τέχνη” με άμεση αναφορά στον χρόνο ως πρακτική εμπειρία στο παρόν· συνδέει το παρόν με το παρελθόν αναζητώντας -κατασκευαστικές ή εικαστικές- λύσεις με στόχο το μέλλον. Ταυτόχρονα όμως είναι από τις λίγες εικαστικές επιστήμες που συνδέει τον άνθρωπο με τον περιβάλλοντα χώρο.

Ads

Έτσι, η μετάβαση ενός αρχιτέκτονα στην ποίηση φυσικά δεν είναι καινοφανής στην Ελλάδα, ειδικά αν θυμηθούμε τον Νίκο Εγγονόπουλο, αλλά και τους Δημήτρη Πικιώνη (1887-1968), Άρης Κωνσταντινίδης (1913-1993) , Παναγιώτη Μιχελή (1903-1969), Δημήτρη Φατούρο (1928), με την αίρεση ότι τους δύο τελευταίους θα ήταν ίσως λάθος να τους αποκαλέσουμε ποιητές, αν και προσέγγισαν την ποίηση διεξοδικά.

Το δρόμο τούτο μέσα στις νέες καλλιτεχνικές και κοινωνικές συνθήκες φαίνεται να ακολουθεί και ο Σταύρος ΣταμπόγληςΔιαλεκτική βυθού», Μανδραγόρας, 2014), όπου διαγράφονται με αρχιτεκτονική λιτότητα ποιητικές κρίσεις και σκέψεις για τους ανθρώπους, την κοινωνία τους και το χώρο τους.

Ένας υπόγειος ψίθυρος αγανάκτησης και αγωνίας πηγάζει από την ποίηση του Σταμπόγλη. Κοινωνικές λυρικές αλληγορίες και υπαρξιακές αναζητήσεις κοινωνικής αναφοράς ρίχνουν το φως τους στο ποιητικό οικοδόμημά του. Με έναν χάρακα ορίζει τις αρχιτεκτονικές γραμμές της ποίησής του· πολλαπλασιασμοί και αφαιρέσεις θεμελιώνουν μία λιτή, μα τόσο εικαστική γραφή.

Ads

Η ποιητική του Σταμπόγλη χρίζεται με απλά υλικά· η λιτή πεζολογική πρόσοψη της στιχουργικής του οικοδομήθηκε πάνω σε μία γλώσσα καθημερινή με χαρακτηριστικά προφορικότητας που διανθίζονται από υπερρεαλιστικής επιρροής μεταφορές (το διάφορο των αντιθέσεων) και μετωνυμικούς προσδιορισμούς (ταχύ πένθος). Ο ήπιος σουρεαλισμός άλλες φορές πατά σε ελαφριές αλληγορίες (εκ προμελέτης σχεδόν, πενιχρό τοπίο).

Στο υπερρεαλιστικό υπόβαθρο της ποιητικής του βρίσκουν πρόσφορο έδαφος συχνά και όροι αρχιτεκτονικοί (υπηρεσία αφής, εναπόθεση οξειδώσεων) ή αναφορές στο αστικό περιβάλλον.

Το αστικό τοπίο είναι συχνά παρόν (metropolis, πενιχρό τοπίο, άγος πόλεως, χημεία τοπίου, μέτωπο πόλεως, είδος αντίστιξης)· άλλοτε ως ανθρώπινη επιβολή στη φύση (αρχαιολογία ασφάλτου) κι άλλες φορές ως θορυβώδες πολιτικό κέντρο αποφάσεων (σταύρωση επί σπείρας, σχηματίζοντας ένα σύμπαν).

Αξίζει να υπογραμμίσουμε τη λυρική διάθεση που διαχέεται μέσα στο αστικό -μα άνυδρο- κοινωνικό και πολιτικό πεδίο της ποίησής του. Πρόκειται για έναν ρομαντισμό δραπέτευσης, μία εγγενή ψυχική ανάγκη λυρισμού και διαφυγής σε τοπία ειδυλλιακά μακριά από το αστικό μπετόν. Έτσι, η φύση είναι συχνά παρούσα στην εικονοπλασία του Σταμπόγλη, ισορροπώντας μεταξύ υπαίθρου και άστεως. Μοιάζει σαν ένα ποιητικό κάλεσμα για μία αειφορική σχέση με τη φύση, μία σχέση επικοινωνίας με το περιβάλλον· σαν προσκλητήριο για μία σχέση ισορροπίας μεταξύ της αδηφάγου πόλεως με τη φύση. Ο παραθαλάσσιος -υπαίθριος- χώρος μοιάζει σαν σταθερό ποιητικό σημείο· είναι η μεσοαστική δραπέτευση από την πίεση και το θόρυβο της πόλης, είναι ο χώρος που ονειρεύεται και ταξιδεύει γοερά ο αστός κάτοικος, ο χώρος που σχεδιάζει (παράλια χώρα, υπέρβαση, λαβύρινθε, πόλωση, άγος πόλεως ΙΙΙ, απόσταγμα).

Ο δημιουργός όμως δεν ενδιαφέρεται απλά να εκτονώσει κάποια ψυχική του ανάγκη. Έχει ιδιαίτερη σημασία να υπογραμμίσουμε την απουσία της άμεσης πρωτοενικής αναφοράς. Το α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο ως υποκείμενο ρήματος είναι ανύπαρκτο· σπάνια υπονοείται με αντωνυμίες ως ετερόπτωτος προσδιορισμός. Αντίθετα, συχνή είναι η χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου, εκφράζοντας έτσι μία συλλογική συνείδηση με κοινωνιοϋπαρξιακές αγωνίες· εμφανίζεται έτσι ένα συλλογικό υποκείμενο που αντιπροσωπεύει την ίδια την κοινωνία. Τούτο μαζί με το συχνό γ΄ αφηγηματικό πρόσωπο ορίζουν και τον αμιγή κοινωνικό χαρακτήρα της συλλογής, προσδίδοντας μία αντικειμενική χροιά.

Μέσα από την ποίηση εκθέτει συλλογικούς προβληματισμούς για την κοινωνία, την πολιτική, τον άνθρωπο. Ανησυχεί για τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές ( παγκόσμιο έθνος, οι ενοικιαστές μου Ι & ΙΙ, ευκαιρίες πατρίδας) και τον πόλεμο (reportage II). Κάθε τόσο η ποίηση του Σταμπόγλη μοιάζει σαν κραυγή αγωνίας για τη δημαγωγία. Οι “πολιτικές” του συνθέσεις είναι γεμάτες ανθρώπους, εμφανώς (ταχύ πένθος, μέτωπο πόλεως) ή ως υπονοούμενη παρουσία (σχεδόν φαύλη, πόλη ΙΙ, σταύρωση επί σπείρας). Άλλωστε, η πόλη αποτελεί το γνήσιο πολιτικό πεδίο αντιπαράθεσης, μία πολυπληθή αγορά και η ανθρώπινη παρουσία είναι συνεχής.

Η γραφή του είναι ειλικρινής και άμεση. Κοιτά κατάματα την πραγματικότητα και αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να βιώσει μέσα από τις συνθέσεις του όσα προκαλούν και τον ίδιο το δημιουργό. Δεν επιδιώκει την άμεση συγκίνηση του αναγνώστη. Τούτη προκύπτει μέσα από την αμεσότητα της γλώσσας και την εικαστική του ποιητή. Αδρές γραμμές επανατοποθετούν την ποίηση στην κοινωνία και τη συλλογική αντίληψη των πραγμάτων αποφεύγοντας την αυτοαναφορικότητα. Μακριά από την κλειστοφοβική ποίηση ο ποιητής-αρχιτέκτων στιχουργεί σε ανοιχτούς χώρους· άλλωστε κάθε χώρος μπορεί να εμπνεύσει την οικοδόμηση ενός ποιήματος.

*O Δήμος Χλωπτσιούδης είναι κριτικός ποίησης – φιλόλογος