«Κάθε εμπόδιο για καλό», έλεγαν οι παλιότεροι (των γονιών μου συμπεριλαμβανομένων). Οι νεότεροι αγανακτούσαμε ή κοροϊδεύαμε –και ορθώς κάναμε τότε, όπως ορθώς κάνουν και οι νυν νεότεροι, όποτε ακούν την εκνευριστική ρήση. Με τη διαφορά ότι, προχωρώντας κανείς στη ζωή του, έχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει, σε κάθε δυνατή ευκαιρία, πόσο η θυμοσοφία των προϋπαρξάντων και προλαλησάντων εδράζεται (και θα εδράζεται εσαεί) σε γερά και απολύτως ρεαλιστικά θεμέλια. Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του βιβλίου μου: υπήρξε το αποτέλεσμα μιας συνεργασίας που δεν ευοδώθηκε…», η συγγραφέας Αννίτα Παναρέτου μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη για τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο – του βιβλίου «Τα πορτραίτα της», των Εκδόσεων της Εστίας.

Ads

image
“TΕΛΗ ΤΟΥ 2007, και απ΄ αφορμή το προηγούμενο βιβλίο μου (Η παρηγορία των επιστολών σου, όπου ασχολήθηκα με μια φανταστική αλλά τεκμηριωμένη με υπαρκτά περιστατικά και πρόσωπα αλληλογραφία ανάμεσα στις δύο πρώτες νεοελληνίδες λόγιες, την Ευανθία Καΐρη και την Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου) επικοινώνησε μαζί μου μία κυρία, η οποία ζήτησε τη συνδρομή μου για τη συγγραφή ενός βιβλίου σχετικού με την επεισοδιακή ερωτική σχέση μιας μακρινής της προγόνου με έναν άγγλο ζωγράφο.
 
Η ιδέα με ενθουσίασε, γιατί από το τέλος της εφηβείας μου η αγάπη
για την τέχνη μού είχε ήδη γίνει συνείδηση και, όταν αργότερα ξεκίνησα να γράφω, αποφάσισα ότι θα ήθελα κάποτε να ασχοληθώ με τον κόσμο (δηλαδή το χώρο και τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους) ιδωμένο μέσα από την εικαστική ματιά.
 
Τελικά η πρόταση και μαζί το σχέδιο εκείνο ναυάγησαν. Την αρχική μου απογοήτευση ακολούθησε μια απέραντη ανακούφιση:  ήμουν ελεύθερη να χειριστώ συγγραφικά το θέμα της τέχνης κατά την απόλυτη διάθεσή μου –στο κάτω κάτω η βικτωριανή Αγγλία, στην οποία εκτυλίχθηκε το ειδύλλιο του προραφαηλίτη ζωγράφου με την ωραία ελληνίδα, μού ήταν παντελώς ξένη και μάλλον αδιάφορη.
 
Ναι, κάθε εμπόδιο για καλό, και μάλιστα ακόμα περισσότερο: πολλά καθέκαστα της ζωής μας φαίνεται να προκύπτουν μόνο και μόνο για να διευκολύνουν κάποια άλλα. Κι εγώ έχω την πεποίθηση ότι το επεισόδιο με το βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ, δεν είχε ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Συνέβη για να χρησιμεύσει ως υπενθύμιση, για να αναζωπυρώσει μέσα μου το ενδιαφέρον και την επιθυμία για εκείνο το άλλο βιβλίο, που ακόμα τότε δεν ήξερα ότι έμελλε να εκδοθεί τριάμισι χρόνια αργότερα, με τον τίτλο Τα Πορτραίτα της.
 
ΕΛΕΥΘΕΡΗ, ΛΟΙΠΟΝ, ξεκίνησα την κατάδυση στον ελληνικό κόσμο από το τελευταίο τέταρτο
του 19ου αιώνα ως και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, για να διαλέξω την εποχή όπου θα έστηνα τη σκηνή μου. Κατέληξα στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, επειδή ο μεσοπόλεμος υπήρξε μια γενικώς μαγική εποχή, και ο ελληνικός μεσοπόλεμος μια εποχή ακόμα μαγικότερη -αλλά και οδυνηρά μαγικότερη.
 
Η Ελλάδα κλυδωνιζόταν ανάμεσα σε εθνικές νίκες και εθνικές πανωλεθρίες, που όμως συνιστούσαν και μια μεγάλη εθνική πρόκληση, στην οποία, όπως αποδείχθηκε, ουδείς υποψιασμένος κατόρθωσε να κωφεύσει. 
 
Μια διαδοχή συγκυριών -η αίγλη των ολυμπιακών Αγώνων του 1896, το όνειδος του 1897, ο θρίαμβος των βαλκανικών πολέμων, η μικρασιατική τραγωδία, ο βίαιος ξεριζωμός και η εξίσου βίαιη μεταφύτευση σχεδόν ενάμισι εκατομμυρίου μικρασιατών Ελλήνων- οδήγησε στη συνακόλουθη αναμόχλευση προβληματισμών σχετικών με την εθνική ταυτότητα, που οδήγησε με τη σειρά της σε έναν γενικευμένο και γόνιμο διάλογο ανάμεσα σε ανήσυχους ανθρώπους με διαφορετικούς προσανατολισμούς.

Έτσι, όταν συνέκλιναν σε έναν ευτυχή συγκερασμό δύο ανακαλύψεις (μάλλον δύο εκ νέου ανακαλύψεις), του ελληνικού τοπίου και του ελληνικού διαχρονικού γίγνεσθαι, γεννήθηκε ως έννοια, ως όρος και ως αίτημα η ελληνικότητα, η βάσανος της οποίας εξέθρεψε τη γενιά του ΄30 στη λογοτεχνία και την τέχνη, αλλά και τις επαγγελίες του μεταξικού καθεστώτος (για να επιβιώσει, μεταλλασσόμενη και στρεβλούμενη, ως τις μέρες μας).
 
Όσο περισσότερα διάβαζα, τόσο βεβαιωνόμουν ότι ο μεσοπόλεμος ήταν η εποχή του υπό γέννηση βιβλίου μου, δηλαδή η εποχή μου.
 
ΕΙΠΩΘΗΚΕ (όχι άστοχα) πως η εκτεταμένη, συστηματική μελέτη που αποτέλεσε την ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη γέννηση των Πορτραίτων, οφείλεται στο γεγονός ότι, πριν ασχοληθώ με το (ιστορικό ή «ιστορικίζον») μυθιστόρημα, είχα διαγράψει μια μακρά πορεία στην έρευνα. Ωστόσο, δεν είναι μόνον αυτό, καθώς η ερευνητική μου εμπειρία και πείρα χρησίμευσαν ως μέσο, διευκολύνοντάς με να βρω το υλικό και στη συνέχεια τις διόδους που θα μου επέτρεπαν να εισχωρήσω σ΄ εκείνον τον κόσμο, να ενταχθώ, να τον νιώσω κόσμο μου, γιατί μόνο αν γινόμουν μέρος του θα μπορούσα να τον περιγράψω.
 
ΝΟΣΤΑΛΓΩ την έξαρση εκείνων των –πολλών- μηνών. Τις ώρες της νοερής πλην ολοζώντανης απόδρασης από το σπίτι, την οικογένεια, τα προβλήματα, ακόμα και από τον εαυτό μου του 2008 και του 2009, όταν ισορροπούσα με το ένα πόδι στην καθημερινότητά μου και με το άλλο πόδι στον μεσοπόλεμο. Νοσταλγώ τις στοίβες των φωτοτυπιών, των βιβλίων, των φωτογραφικών λευκωμάτων, γιατί ήταν όλα τους γεμάτα ειδήσεις και περιστατικά·  γεμάτα εικόνες (από τις Δελφικές εορτές και τα πρώτα καλλιστεία, ως τα εγκαίνια του Κολεγίου Αθηνών και το πέρασμα, πάνω από την Αθήνα, του αερόπλοιου Graf Zeppelin), που είτε τις έβλεπα μπροστά μου τυπωμένες είτε τις έφτιαχνα εγώ κατά το δοκούν.
 
Νοσταλγώ τους περιπάτους ανά την πόλη, όταν επιχειρούσα να ταυτίσω κτίρια και τοποθεσίες, όταν έψαχνα να βρω πού θα τοποθετούσα τις κατοικίες των ηρώων μου, τη ζωή και τη δράση τους.
 
Νοσταλγώ τους άλλους περιπάτους, ανά την Εθνική Πινακοθήκη και τη βιβλιοθήκη της, την περιδιάβαση στους δρόμους της ελληνικής ζωγραφικής –εκεί κι αν ήμουν συνεπαρμένη και φευγάτη. Εκεί, που το βλέμμα μου βρήκε καινούργιους τρόπους να προσλαμβάνει και να αντιλαμβάνεται.
 
Νοσταλγώ, τέλος, και την αδημονία μου να ανακαλύψω συσχετισμούς, συμπτώσεις γεγονότων, αναγωγές, που θα διαπλέκονταν και θα πρόσφεραν, σε μένα πρώτα, στο βιβλίο αργότερα, την αίσθηση μιας ενότητας ικανής να πείσει (ξανά, εμένα πρώτα, τους αναγνώστες μου ύστερα).
 
ΑΠΟ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ (και, σε μεγάλο βαθμό, και από το διαδίκτυο) ανέσυρα τον φυσικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό χώρο μέσα στον οποίο θα ευδοκιμούσε και θα λειτουργούσε η ιστορία μου.

Από παλιές μου σημειώσεις ανέσυρα προσωπικές μου εντυπώσεις, αισθήσεις και αισθήματα, που εύκολα προσαρμόστηκαν στους χαρακτήρες των ηρώων μου και κυρίως της ηρωίδας μου (η οποία εν πολλοίς είμαι εγώ η ίδια).
 
Από τη μνήμη μου ανέσυρα τη γνωριμία με μια εξαιρετική γυναίκα, τριάντα χρόνια πριν, σε κεντρική βιβλιοθήκη της Αθήνας. Η δική της ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκε σε μια στιγμή εξομολογητικής διάθεσης, αποτέλεσε τον κύριο πυρήνα στο δεύτερο μέρος της πλοκής των Πορτραίτων.
 
ΔΑΝΕΙΑ, ερανίσματα και προσαρμογές: αισθάνθηκα πολύ οικεία μου, ενστερνίστηκα, εν τέλει αγάπησα όσα θα συνιστούσαν αυτό το βιβλίο, ήδη προτού περάσουν στο χαρτί (έστω, στην οθόνη του υπολογιστή). Αργότερα, η συγγραφική τους σύνθεση, που έγινε «κατά ριπάς» (δηλαδή με διαστήματα πυρετικής αφοσίωσης και με διαλείμματα εκνευριστικής απραξίας υπαγορευμένης από εξωτερικούς περισπασμούς), με φιλοδώρησε με μια λυτρωτική ψυχαγωγία (με την ακριβή σημασία της λέξης). Επίσης και εξίσου τη νοσταλγώ.
 
ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ του 2010 επέστρεψα από τα Κύθηρα με Τα Πορτραίτα της ως λάφυρο στις αποσκευές μου, έτοιμα. Τέλη φθινοπώρου το βιβλίο ξεκινούσε τη διαδρομή, που, έξι μήνες μετά, θα το έφερνε, θα μας έφερνε, ενώπιους ενωπίοις με τους φιλαναγνώστες, χάρη στην ευαισθησία αλλά και στην αυστηρή και συνεπή φροντίδα των εκδόσεων της Εστίας. Πιστεύω ακράδαντα ότι σε κανέναν άλλο εκδοτικό οίκο δεν θα ταίριαζε περισσότερο ο χαρακτήρας των Πορτραίτων, αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ήθος τους. Habent sua fata libelli, είναι πλέον πεπεισμένη.
 
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ, το εξώφυλλο. Κι εκεί, «κάθε εμπόδιο για καλό». Στο βιβλίο γίνεται αναφορά σε μια εξαίσια φωτογραφία του Έντουαρντ Στάιχεν, που απεικονίζει την Τερέζα,  θετή κόρη της Ισιδώρας Ντάνκαν, το 1923 στην Ακρόπολη και φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Άνεμος φωτιάς». Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη επιλογή – έτσι είχα καταλήξει. Όμως προσκρούσαμε, οι εκδόσεις της Εστίας κι εγώ, σε μια τυπική δυσκολία: επί μήνες αδυνατούσαμε να βρούμε σε ποιον ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του Στάιχεν, ώστε να εξασφαλίσουμε την απαραίτητη άδεια αναπαραγωγής.
 
Αποκαρδιωμένη, άρχισα να ψάχνω στα φωτογραφικά αρχεία του Μουσείου Μπενάκη και του Ε.Λ.Ι.Α. Στο Ε.Λ.Ι.Α. εντόπισα τη φωτογραφία που έγινε τελικά το εξώφυλλο των Πορτραίτων.  Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη επιλογή, κατέληξα ξανά, οριστικά αυτή τη φορά.
 
Η φωτογραφία απεικονίζει μια σκηνή από τις λεγόμενες «Γιορτές του νερού», που πραγματοποιήθηκαν στην όχθη της λίμνης του Μαραθώνα, από το Επαγγελματικό Τμήμα της Σχολής Ορχηστικής Τέχνης  της Κούλας Πράτσικα και είναι τραβηγμένη από άγνωστο φωτογράφο στα 1939, δηλαδή μέσα στο χρόνο εξέλιξης της πλοκής του βιβλίου.
 
Διαπνέεται από μια αντισυμβατική ελληνικότητα, χάρη στην τολμηρή για την εποχή ένδυση των κοριτσιών, που, προσεχτικά αποστασιοποιημένη από αρχαιοελληνικές απομιμήσεις, αποδεικνύεται σύγχρονη ακόμα και στις μέρες μας· και χάρη στο πέτρινο πεζούλι, στην κίνηση που θυμίζει Χορό τραγωδίας, στο φως που καταυγάζει τις φιγούρες σχεδόν τελετουργικά.
 
Εντυπωσιάζει η ποιότητά της,  με την πλαστικότητα που εξασφαλίζουν ο ελαφρός άνεμος και η ωραία φωτοσκίαση, με τη γωνία λήψης από κάτω προς τα πάνω, που κάνει εντονότερη την αίσθηση της ανάτασης.
 
Υπάρχει, τέλος, και η σημειολογική εναρμόνιση με το περιεχόμενο και τον τίτλο του βιβλίου: οι πέντε νέες γυναίκες, σχεδόν όμοιες μεταξύ τους, θα μπορούσαν να είναι μία, σε διαφορετικές εκφάνσεις του εαυτού της. Η ίδια γυναίκα, σε πολλαπλά πορτραίτα της.”

Ads

image
Λίγα λόγια για το περιεχόμενο του βιβλίου
Ένας διάσημος ζωγράφος πορτραίτων εγκαθίσταται από το Παρίσι στην Αθήνα και γνωρίζεται με την κόρη παλαιού του φίλου, την οποία ζητά να ζωγραφίσει. H ιδιόμορφη σχέση ανάμεσα που αναπτύσσεται ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το μοντέλο καταλήγουν σε μια λανθάνουσα ιστορία, που αιωρείται ανάμεσά τους με απρόβλεπτη εξέλιξη. Εν τω μεταξυ, μια παράλληλη ιστορία, ανάμεσα σε έναν Αθηναίο και μια Μικρασιάτισσα, φέρνει στο φως  τον προβληματικό συγχρωτισμό των προσφύγων με τους γηγενείς Έλληνες. Διλήμματα και αναστολές, πάθος και συναίσθηση ευθύνης δημιουργούν καταστάσεις που απογειώνουν αλλά και τυραννούν, οδηγώντας μέσα από ανατροπές στο τέλος και στην κάθαρση.
Η εικαστική ματιά, πολλές φορές ποιητική, δίνει στο κείμενο τη χροιά της, χάρη και στις σημειώσεις του ζωγράφου, που διανθίζουν το βιβλίο.
Ο περίγυρος και η ατμόσφαιρά του (με ορμητήριο την Αθήνα, στάσεις στους Δελφούς, τη Σαντορίνη, την Αίγινα, και σύντομα περάσματα από τη Σκύρο, τη Θεσσαλονίκη, τον  Άθω) ζωντανεύουν με υπαρκτά πρόσωπα από το χώρο της τέχνης και της πολιτικής (Σικελιανός, Καρυωτάκης, Πολυδούρη, Κόντογλου, Παρθένης, Μαλέας, Παπαλουκάς, Πικιώνης, Νίκος Λύτρας, Βενιζέλος,  Μεταξάς και άλλοι πολλοί) και με αυθεντικά περιστατικά της ελληνικής ιστορίας και της αθηναϊκής κοινωνίας του μεσοπολέμου.
 
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του ζωγράφου:
(Σημειώσεις του Κρίτωνα Ρωμανού)
     Οι κινήσεις μου αλλάζουν. Οι ερωτικές, συναισθηματικές μου κινήσεις.
     Ο τρόπος που (την) αγγίζω είναι άλλος.
     Ο τρόπος που (τη) φιλάω είναι άλλος.
     Χρησιμοποιώ τα χέρια μου, όπως δεν τα είχα χρησιμοποιήσει. Τα χείλη μου το ίδιο. Ανακαλύπτω σε χέρια και χείλη άλλους αισθητήρες αφής, άλλους κώδικες αίσθησης.
    Στο φως, όχι στα σκοτεινά. Να βλέπουμε ο ένας τον άλλο, τις εγγραφές της αφής στο δέρμα, τον ιδρώτα να γυαλίζει.
    Πλάγιος ο φωτισμός.
    Το χνούδι στην επιδερμίδα της, την ώρα που χρυσίζει στον ήλιο.