Ήταν ένα ρεπορτάζ που πολύ ήθελα να κάνω αλλά ποτέ δεν έγινε. Για την ακρίβεια, δούλευα ως δημοσιογράφος σε περιφερειακό κανάλι της Θράκης και ήμουν υπεύθυνη για τη Ροδόπη. Ήξερα ότι κάθε βράδυ κάποιοι σκάβουν να ανακαλύψουν έναν από τους θησαυρούς που είναι θαμμένοι στην περιοχή…” η συγγραφέας και δημοσιογράφος Νάντια Κατσαρού, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη, τη δημιουργική εμπειρία -από την έμπνευση μέχρι το τυπογραφείο- του βιβλίου Για μια χούφτα λίρες, των εκδόσεων Σοκόλη – Κουλεδάκη.

Ads

Και επειδή όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας, ήταν λογικό να ξέρω αρκετούς απ’ αυτούς. Παρ’ όλα αυτά, κανείς δε δεχόταν να μιλήσει στην κάμερα, έστω και με γυρισμένη πλάτη. Δεν έκρυβαν τη δράση τους, αλλά και απέφευγαν τις επισημότητες. Εκτός κάμερας, συνέβαινε το αντίθετο. Οι ιστορίες που διηγούνταν δεν είχαν τελειωμό.

Πέρα από τις περιπέτειες και τις κωμικές καταστάσεις που μπορεί να ζει κάποιος που βγαίνει στα βουνά για ψάξιμο, συνήθως χωρίς άδεια, επομένως κρυφά και με το φόβο μη γίνει αντιληπτός, οι υποθέσεις που ερευνούσαν είχαν ενδιαφέρον ιστορικό, πολιτικό και λαογραφικό. Οι ιστορίες είχαν να κάνουν με θησαυρούς που θάφτηκαν από καθημερινούς ανθρώπους, όπως στις περιπτώσεις της ανταλλαγής πληθυσμών, αλλά και με μεγαλύτερους κι αμύθητους θησαυρούς πειρατών. Οι άνθρωποι που ασχολούνται με το κυνήγι θησαυρού, δεν κάνουν διακρίσεις και ερευνούν όλες τις περιπτώσεις. 

Συγχρόνως διαπίστωσα ότι το ψάξιμο φέρνει ψάξιμο. Δηλαδή, ψάχνοντας τρόπο να πιάσουν την καλή, κατέληγαν στο να εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους σχετικά με την ιστορία της περιοχής. Μια περιοχή με πολλές ιδιαιτερότητες, που έχει περάσει από πολλές διοικήσεις, με κατοίκους όλων των φυλών, των θρησκειών, των παραδόσεων.

Ads

Το ψάξιμο είναι και δικό μου χαρακτηριστικό και η επαφή μου μ’ αυτές τις ιστορίες με ιντριγκάρισε. Γνώρισα καλύτερα τον τόπο από τον οποίο κατάγομαι και τις συνήθειες των ανθρώπων του. Τον τρόπο που οι θρησκείες τους ορίζουν και τους χωρίζουν, αλλά και όσα τους ενώνουν. Ήθελα ντε και καλά να τα καταγράψω.

Και τις ιστορίες τις βγαλμένες από την ιστορία της περιοχής και τις συνήθειες και τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων, αλλά και τις περιπέτειες που μου διηγήθηκαν. Έχοντας μάθει να δουλεύω με την κάμερα, σκεφτόμουν ότι όλες αυτές οι ιστορίες που δεν έγιναν ρεπορτάζ, θα ταίριαζαν περισσότερο σε ντοκιμαντέρ ή ταινία. Και, γιατί όχι και βιβλίο, σκέφτηκα έχοντας στο μυαλό μου τον εκδότη μου, που με γνώριζε από παλιά και σε κάποια στιγμή με είχε παροτρύνει να το δοκιμάσω κι αυτό.

Πήρα λοιπόν τις ιστορίες κι έφτιαξα μια δική μου ιστορία με μια παρέα που ψάχνει στα βουνά και στα λαγκάδια της Θράκης (αν και φτάνει μέχρι τις Σέρρες η χάρη τους) να βρει το τσουμπλέκι με τις λίρες.

Συγχρόνως φρόντισα να αναφερθώ σε κάποιους γνώριμους χαρακτήρες που συνθέτουν την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και για την ίδια την ελληνική πραγματικότητα, τα μικροαστικά άγχη, τη νεοελληνική μεγαλομανία, και βέβαια στον τρόπο με τον οποίο συνυπάρχουν χριστιανοί και μουσουλμάνοι, στο πώς μπερδεύονται οι συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα, οι παπάδες κι οι ιμάμηδες, και κυρίως πώς μπερδεύεται η γλώσσα. Και για να μην επιτρέψω σε κανέναν να μιλήσει για άγνωστες λέξεις, φρόντισα να βάλω και γλωσσάρι για τις τουρκικές λέξεις των οποίων τα φώτα φρόντισαν να αλλάξουν οι Θρακιώτες, κάνοντάς τις ελληνικές. Με τον ίδιο τρόπο που λέγαμε κάποτε Κάντιος και Σακεσπύρος.

Λειτουργώντας ως δημοσιογράφος, μου ήταν αδύνατο να μείνω μόνο στην αφήγηση. Έκανα αναφορές σε ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία, αλλά και στην ιδιαιτερότητα της πολυπολιτισμικής περιοχής, συνδυασμένα με τη δράση των ηρώων μου. Το ίδιο που κάνουν κι όσοι ξεκινώντας την αναζήτηση του θησαυρού, καταλήγουν στην ιστορική έρευνα. Για παράδειγμα, όσοι ασχολούνται σοβαρά με το άθλημα (σε επίπεδο Ιντιάντα Τζόουνς), γνωρίζουν την ιστορία του διαβόητου πειρατή Σούσουρα, την κατάσταση που επικρατούσε στην εποχή του, αλλά και τον αμύθητο θησαυρό που έχει θάψει και είναι ικανός να καλύψει όλα μας τα χρέη.

Και, με τη δημοσιογραφική ματιά πάντα, δε γινόταν να μην αναφερθώ σε πολιτικά θέματα και, ξεκινώντας από το κυνήγι χρυσών λιρών, να καταλήξω στις εταιρείες που επιδιώκουν εξόρυξη χρυσού στη Θράκη. Συγχρόνως καταγράφω βιώματα που έζησα μέσω της δημοσιογραφικής μου ιδιότητας και στα παιχνίδια που έβλεπα να παίζονται σε μια περιοχή που όλοι βγάζουν τις δήθεν ευαισθησίες τους. Όπως τα χρήματα που δίνονταν (ή δε δίνονταν, ανάλογα με τον παραλήπτη) από ευρωπαϊκά προγράμματα, τα εργοστάσια που τη μια μέρα άνοιγαν και την άλλη έκλειναν ή μετακόμιζαν, την ανεργία που ξεκίνησε να μαστίζει την περιοχή πριν από δέκα χρόνια, την ανυπαρξία στοιχειωδών υποδομών και ουσιαστικής ανάπτυξης.

Όλα αυτά στην εποχή που πουλάνε οι πονεμένες ιστορίες έρωτος και πάθους, προδοσίας και αμαρτίας, τα μεγάλα υπαρξιακά δράματα και τα μεγάλα διλήμματα. Εγώ θέλησα να παρουσιάσω κάτι διαφορετικό κι ας μην είναι οι καιροί κατάλληλοι. Αν και, εδώ που τα λέμε, μια διασκεδαστική ιστορία σαν αυτήν, είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεφύγεις από τη μιζέρια που σε καταδιώκει. Χώρια ότι δίνει ιδέες και διδάσκει τρόπους.

Μπορούμε να το δούμε και ως πρόταση για να αντιμετωπίσουμε την κρίση. Έτσι κι αλλιώς, η μισή Ελλάδα είμαστε άνεργοι, οπότε έχουμε τον απεριόριστο χρόνο για να ασχοληθούμε με το άθλημα που παρουσιάζω, το τσάπινγκ. Στη χειρότερη περίπτωση, θα ασκήσουμε το σώμα μας. Και ίσως και το μυαλό μας.
-“
imageimage