Το μυθιστόρημα για τη ζωή του Ζαχαριάδη «Κόκκινο ταγκό» που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις Κέδρος έμελε να είναι το κύκνειο άσμα του Κώστα Κουτσομύτη.

Ads

Ο  Ευάγγελος Μαυρουδής, γιατρός και προσωπικός φίλος του σπουδαίου σκηνοθέτη, με τον οποίο μαζί εργάστηκαν πάνω το τελευταίο πόνημά του, εξηγεί στο tvxs.gr γιατί ο άνθρωπος, που θεωρήθηκε ο «θεός» της Αριστεράς, ενέπνευσε τον σκηνοθέτη ο οποίος μάλιστα είχε σαν απώτερο στόχο να μεταφέρει τη ζωή του στην οθόνη.

«Ο Ζαχαριάδης υπήρξε ο μόνος κομμουνιστής ηγέτης που αυτοκτόνησε στην ιστορία του παγκόσμιου κομουνιστικού κινήματος» εξηγεί ο κος Μαυρουδής ενώ υπογραμμίζει πως η μυθοπλασία υποτάχτηκε στην ιστορική αλήθεια. Το κόκκινο τανγκό αποτελεί μια μυθιστορηματική ψυχογραφία του ανθρώπου που θεωρήθηκε ο «θεός» της Αριστεράς.

Στις σελίδες του οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες συνυπάρχουν με ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Νίκος Μπελογιάννης, ο αρχιστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκος Βαφειάδης, αλλά και οι γυναίκες που ερωτεύθηκαν τον Νίκο Ζαχαριάδη, η Μάνια Νοβίκοβα και η Ρούλα Κουκούλου.

Ads

Με κινηματογραφικό τρόπο, τα γεγονότα παρουσιάζονται πρισματικά, ζωντανεύοντας την εποχή που σημάδεψε τη νεότερη ελληνική ιστορία. 

Διαβάστε τη συνέντευξη που ακολουθεί καθώς και τα αποσπάσματα που επιλέξαμε από το βιβλίο

image

Γνωρίζουμε πως ο Κώστας Κουτσομύτης επιθυμούσε να σκηνοθετήσει ταινία με θέμα τη ζωή του Ζαχαριάδη. Τί ήταν αυτό που τον γοήτευσε στην προσωπικότητά του ώστε να τον απασχολεί ως το τέλος της ζωής του;

Το γεγονός που εξήψε τη δημιουργική φαντασία του Κώστα Κουτσομύτη ήταν η αποκάλυψη της αλήθειας για την αυτοκτονία του Ζαχαριάδη. Ο παραμερισμένος ηγέτης, απομονωμένος στην εξορία από ένα καθεστώς στο οποίο αφιέρωσε τη ζωή του, έστελνε μήνυμα προς τους οπαδούς του και στην Ιστορία με την ύστατη, απονενοημένη πράξη του η οποία όμως είχε έντεχνα και για δεκαετίες αποκρυφτεί. Πρόκειται για την κορύφωση μιας προσωπικής τραγωδίας που αποκαλύφθηκε χάρη στην κατάρρευση της αυτοκρατορίας η οποία είχε θεμελιωθεί πάνω σε έναν ατελείωτο αριθμό παρόμοιων περιστατικών.

Ο Ζαχαριάδης υπήρξε ο μόνος κομουνιστής ηγέτης που αυτοκτόνησε στην ιστορία του παγκόσμιου κομουνιστικού κινήματος. Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που όλοι όσους προειδοποίησε τότε για την πρόθεσή του, απέκλειαν το ενδεχόμενο. Εκείνος όμως προχώρησε στην εκτέλεση της πράξης του συντάσσοντας ένα πολυσέλιδο πολιτικό κείμενο, το «Μήνυμα από την άλλη μεριά», όπως το τιτλοφόρησε ο ίδιος, το οποίο επίσης απέκρυψαν οι μυστικές υπηρεσίες αλλά και η ηγεσία του Κόμματος. Στο κείμενο αυτό υπαινίσσεται ότι με τη στάση τους τον ωθούν να καταδικάσει ο ίδιος τον εαυτό του σε θάνατο όντας ταυτόχρονα θύτης και θύμα. Άλλωστε θύτης πολλών συντρόφων του και όχι μόνο υπήρξε για πολλά χρόνια χάρη στη λογική και στη μεθοδολογία που είχε επιβάλει στις γραμμές του Κόμματος ενώ στη συνέχεια έγινε και αυτός θύμα της συγκεκριμένης λογικής και μεθοδολογίας.

Η αποτύπωση της σύγκρουσης αυτής στο πρόσωπο του πρώην ηγέτη της Αριστεράς ήταν η αιτία της πολύχρονης επεξεργασίας των στοιχείων και ταυτόχρονα η πρώτη ύλη για «Το Κόκκινο Τανγκό». 

Έχετε πει πως τόσο εσείς όσο και ο Κώστας Κουτσομύτης πιστεύατε πως ήταν σαν τον Νετσάγιεφ, στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι. Περιγράψτε μας τον μυθιστορηματικό ήρωα Ζαχαριάδη.

Ο Νετσάγιεφ ενέπνευσε τον Ντοστογέφσκι να δημιουργήσει τη σκοτεινή προσωπικότητα του Βερχοβένσκη στους «Δαιμονισμένους». Παρόμοια λογική ακολούθησε ο Ζαχαριάδης τόσο την περίοδο της φυλάκισής του στην Κέρκυρα, προσπαθώντας βέβαια να αντιπαλέψει τις σκοτεινές μεθόδους του Μανιαδάκη, αλλά και στη συνέχεια, όταν επέστρεψε από το Νταχάου, για να επιβάλει τις απόψεις του στην αποχή από τις εκλογές του 1946, και στην κήρυξη του εμφυλίου πολέμου το 1947 μέσα από την προσπάθεια δημιουργίας ξεχωριστού κράτους. Με τον ίδιο τρόπο στην εξορία επέβαλε τις διαγραφές και το διασυρμό των εκάστοτε αντιπάλων του με ακραίες τις περιπτώσεις του Καραγιώργη και του Πλουμπίδη. Αυτά και άλλα περιγράφονται στο βιβλίο, ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας του οποίου δίνει τη δυνατότητα μιας περισσότερο ανάγλυφης παρουσίασης των κινήτρων και των εσωτερικών συγκρούσεων του μυθιστορηματικού, πλην απόλυτα αληθινού Νίκου Ζαχαριάδη. Η συνύπαρξη ιστορικών προσώπων και ηρώων μυθοπλασίας αναδεικνύει πλευρές που η ιστορική επιστήμη δεν έχει τη δυνατότητα να αγγίζει. Άλλωστε, όπως λέει ο Ντοστογιέφσκι, η πραγματική αλήθεια δεν είναι πάντα αληθοφανής. Για να γίνει αληθοφανέστερη πρέπει να την ανακατέψουμε με λίγο ψέμα. Έτσι λειτουργεί η μυθοπλασία κι αυτό έκαναν ανέκαθεν οι άνθρωποι. 
   
Πόσο καιρό κράτησε η έρευνα και πως ακριβώς εργαστήκατε με τον Κώστα Κουτσομύτη πάνω στο βιβλίο;

Η έρευνα του Κουτσομύτη ήταν πολυετής. Η προετοιμασία για το σίριαλ ξεκίνησε το 1993 και σταμάτησε με τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας το 1999. Η δική μας συνεργασία ξεκίνησε το 2013 και διακόπηκε αιφνίδια από το θάνατό του τον Μάρτη του 2016.

Πόσο πιστοί είσαστε στα ιστορικά γεγονότα;

Απόλυτα πιστοί μέχρι κεραίας. Η μυθοπλασία υποτάχτηκε στην ιστορική αλήθεια και υπηρέτησε την ανάδειξη της αληθοφάνειας που προανέφερα. Ό,τι λέει ο Ζαχαριάδης, το έχει πράγματι πει. Τα λόγια του προέρχονται από συνεντεύξεις ή άρθρα στον Ριζοσπάστη της εποχής, από ομιλίες του σε κομματικά όργανα, επιστολές, ακόμα και από χειρόγραφες σημειώσεις του. Το ίδιο ισχύει βέβαια για όλα τα επώνυμα ιστορικά πρόσωπα που πρωταγωνιστούν. Οι πληροφορίες διασταυρώθηκαν τόσο για τα αμφιλεγόμενα γεγονότα όσο και για τις ανάγκες της αφήγησης. Διότι μπορεί κάποιες λεπτομέρειες να μην έχουν μεγάλη ιστορική σημασία, όπως λ. χ. ποιος τράβηξε μια φωτογραφία, δικαιολογούν όμως την απουσία του συγκεκριμένου προσώπου στο παράδειγμα από αυτή, αποκλείοντας κάποια άλλη διάσταση. Παρεμπιπτόντως ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου τιτλοφορείται «Οι φωτογραφίες».
   
Υπάρχουν ιδέες ή γεγονότα που για κάποιο λόγο κόπηκαν; Και πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν  η διαχείριση του ιστορικού υλικού;

Φυσικά δεν είναι δυνατό να εμφανίζονται όλα τα γεγονότα. Ούτε βέβαια οι ιδεολογικές συγκρούσεις. Σε ιδεολογικό μάλιστα επίπεδο περιοριστήκαμε καθαρά στις διαφορές που οδήγησαν σε συγκρούσεις, χωρίς να αναλύουμε ή να αναπτύσσουμε το περιεχόμενό τους. Δεν μας απασχόλησε δηλαδή αν ήταν σωστή η όχι η επιμονή του Ζαχαριάδη να επιβάλει στο πρόγραμμα και στην πρακτική του Κόμματος τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ούτε αν η επιλογή της αποχής από τις εκλογές ήταν ορθή ή λάθος. Δεν αναλύουμε τις τακτικές ούτε αποδίδουμε ευθύνες. Μας ενδιαφέρει το ανθρώπινο στοιχείο, οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών, οι προσωπικές τραγωδίες. Ο αναγνώστης ωστόσο είναι σε θέση να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα με βάση τις μαρτυρίες που παρατίθενται και τα γεγονότα που ιστορούνται.     
Αξίζει μάλιστα να ειπωθεί ότι η ολοκληρωμένη μελέτη των αυτοβιογραφικών έργων των ιστορικών προσώπων που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα, αλλά και η καταγραφή των ομιλιών τους στις κομματικές συνδιασκέψεις και στα συνέδρια αποκαλύπτουν μοιραία το χαρακτήρα των συγγραφέων τους και, σε μεγάλο βαθμό, των ομιλητών. Οι αλληλοκατηγορίες, η υμνολογία και οι συκοφαντίες επιτρέπουν να δούμε όχι μόνο τους ανθρώπους που κατηγορούνται, υμνούνται ή συκοφαντούνται αλλά και εκείνους οι οποίοι τους κατηγορούν ή τους εξυμνούν ή, όπως αποκαλύπτεται από τις διασταυρώσεις των πηγών, τους συκοφαντούν με τη μεγαλύτερη ευκολία.  

Πόσο εύκολο είναι να αποδώσει κανείς λογοτεχνικά μια τόσο αντιφατική προσωπικότητα; Ή μήπως αυτό ήταν ένα από τα κίνητρά σας για τη συγγραφή του βιβλίου;

Οι αντιφάσεις στην προσωπικότητα του Ζαχαριάδη ήταν, όπως το υποψιάζεστε, ένα από τα κίνητρα. Οι εσωτερικές συγκρούσεις, οι μεθοδεύσεις και οι εμμονές του, τα προσωπικά πάθη, ο ερωτισμός που εξέπεμπε αλλά και που ως άνθρωπο τον κυβερνούσε, το θάρρος, η λεβεντιά και η ανυποχώρητη στάση του απέναντι στην τυραννία μετά το ’36 εδώ και μετά το ’62 στη Σοβιετική Ένωση, η μεγαλοσύνη απέναντι στους ισχυρούς μα και η μικρότητα απέναντι στους αντιπάλους του ακόμα και απέναντι στα παιδιά του, η ανήθικη εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης τους αλλά και η μεθόδευση του θανάτου του ως ύστατο όπλο αποτελούν συστατικά ενός τραγικού χαρακτήρα πυροδοτώντας το συναρπαστικό θρίλερ του βίου του.

Οι δύο συγγραφείς είχατε την αγωνία μην τυχόν εξωραϊστεί ή αδικηθεί ο Ζαχαριάδης;

Ποιες ήταν κατά τη γνώμη σας οι κομβικές στιγμές της δράσης του και της ζωής του;

Ένας τόσο τραγικός ήρωας απαιτεί λιτή παρουσίαση, διαφορετικά η πραγματικότητα φαίνεται απίστευτη και κατασκευασμένη. Τα συναισθήματα δεν χρειάζεται να προκαλούνται διότι πηγάζουν αυθόρμητα από τη δράση. Την αρτιότερη καταγραφή των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του Νίκου Ζαχαριάδη μέχρι την ολοκλήρωση του Εμφυλίου δίνει σε ένα καταχωνιασμένο –λόγω σκοπιμότητας- κείμενό του ο άσπονδος φίλος του, Κώστας Καραγιώργης. Την ανάλυση αυτή πλήρωσε με τη ζωή του.

Οι κομβικές στιγμές στη ζωή και τη δράση του αντιστοιχούν στις πιο κρίσιμες στιγμές της εθνικής και κομματικής ιστορίας. Πολλά γεγονότα εμφανίζονται ουρανοκατέβατα, αν δεν υπάρξει η αντιστοίχιση αυτή. Η εξορία του στη Σιβηρία λ.χ. αποδίδεται στην προσπάθειά του μέσω της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα να έλθει στην Ελλάδα για να δικαστεί. Η πρωτοβουλία του φαίνεται υπερβολική και ακατανόητη. Η δεύτερη γυναίκα του τη θεώρησε προδοτική. Στο μυθιστόρημα ο συνδυασμός των γεγονότων φωτίζει την ερμηνεία.   
           
Πριν λίγα χρόνια κυκλοφόρησε ένα ακόμα βιβλίο, όχι λογοτεχνικό πάνω στη ζωή του Ζαχαριάδη το «Μια ιστορία Αλλιώς» του Άγγελου Τσέκερη. Θεωρείτε πως η εποχή τον επαναφέρει για κάποιο λόγο; Και τί έχει να φωτίσει στο σήμερα η ιστορία του;

Η ιστορία του Ζαχαριάδη βρίσκεται διαρκώς στην επικαιρότητα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μετά το θάνατό του η πτώση της δικτατορίας, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ και  ο επαναπατρισμός των πολιτικών προσφύγων, η κυκλοφορία βιβλίων από τους εν ζωή ακόμη πρωταγωνιστές του Εμφυλίου, η αποκάλυψη της αλήθειας για την αυτοκτονία του στη συνέχεια και η δεύτερη ταφή του που, κατά τη γνώμη μου, ισοδυναμεί με Ανάσταση για το Κόμμα όπως εξελίχθηκε μετά την κατάρρευση του Τείχους και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η δημοσιοποίηση των κρατικών αρχείων από διάφορες πρώην σοσιαλιστικές χώρες και τα επιστημονικά βιβλία Ιστορίας που γράφονται για τον Εμφύλιο, οι πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες που συσκότιζαν την αλήθεια, η άνοδος στην πρωθυπουργία ενός πρώην μέλους της Κομμουνιστικής Νεολαίας προϋποθέτουν τον όσο το δυνατό καλύτερο φωτισμό της Ιστορίας της Αριστεράς και των ηγετών της. Ο Νίκος Ζαχαριάδης κατέχει κυρίαρχη θέση ανάμεσα στους ηγέτες αυτούς. Προκαταλήψεις, συκοφαντίες, υπερβολές, ψέματα, προσωπαλατρικές εμμονές, υμνολογίες του αλάθητου  ή επιπόλαιες λαθολογίες, ξώπετσες καταδίκες, κομματικοί ή προσωπικοί παντογνώστες πρέπει να παραμεριστούν σιγά-σιγά από τη Δημόσια Ιστορία, όχι μόνο χάριν της υστεροφημίας ή της αιώνιας καταδίκης του συγκεκριμένου προσώπου αλλά χάριν της συλλογικής αυτογνωσίας μας ως λαού. Ο λόγος του Σολωμού, ότι το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό, παραμένει επίκαιρος πάντα.  

Αποσπάσματα από το βιβλίο

Ο Ριζοσπάστης
 
Αθήνα, Τρίτη, 29 Μαΐου 1945
 
Ο Λουκάς ανέβαινε σαν σίφουνας την ξύλινη σκάλα της εφημερίδας. Μολονότι μισοσκότεινα, τα πόδια του ανοιγόκλειναν με ταχύτητα μπαρμπέρικου ψαλιδιού. Μακάρι να μπορούσε να ανέβει δυο δυο τα σκαλιά. Είχε αποφασίσει να μιλήσει κατευθείαν στον Γέρο, τον γραμματέα του Κόμματος, που από την εποχή του πολέμου αντικαθιστούσε τον εξόριστο αρχηγό. Η πληροφορία του ήταν εμπιστευτική, άκρως απόρρητη και απολύτως επείγουσα. Είχε ακολουθήσει τον άνθρωπο με το μπλε μπουφάν μέχρι τα παραπήγματα πίσω από τη Γεννάδειο, κάνοντας σχεδόν το γύρο του Λυκαβηττού. Κάπου εκεί τον είχε χάσει, λες και είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί. Είχε γυρίσει όλη την περιοχή σκαρφαλώνοντας και κρυφακούγοντας, αλλά η τύχη δεν έλεγε να του χαμογελάσει. Ο άνθρωπος με το μπλε μπουφάν είχε εξαφανιστεί.

Είχε σκεφτεί λοιπόν να περάσει πρώτα από τον Ριζοσπάστη, μη τυχόν ο σύντροφος γραμματέας ήταν εκεί πριν κατέβει στην Πειραιώς, στα γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής. Έτσι κι αλλιώς ούτε το Πολιτικό Γραφείο ούτε η ΚΕ συνεδρίαζαν στα γραφεία, από το φόβο της Χ, της παραστρατιωτικής οργάνωσης του Γρίβα που έστηνε καρτέρι στους γύρω δρόμους. Οι φασίστες είχαν δολοφονήσει αρκετούς συντρόφους και οι συνεδριάσεις γίνονταν πλέον μυστικά, σε άγνωστα σπίτια για τα οποία τους ειδοποιούσαν την τελευταία στιγμή, όπως τον καιρό της παρανομίας.

Ο θυρωρός με τη γυαλιστερή φαλάκρα στην είσοδο των γραφείων του Ριζοσπάστη ήταν ανεβασμένος σε μια καρέκλα και προσπαθούσε να αλλάξει λάμπα. Γι’ αυτό το κλιμακοστάσιο ήταν τόσο σκοτεινό. Τον αναγνώρισε όμως και του φώναξε να περάσει. Ο Λουκάς κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε να ρωτήσει για τον Γέρο, αλλά προτίμησε να μην πει τίποτα. Βλέποντας ο θυρωρός το δισταγμό, του έδωσε το όνομα του κλητήρα που ήταν υπεύθυνος στον προθάλαμο επάνω, για να τον βοηθήσει σε ό,τι ήθελε να ρωτήσει.

Ο Λουκάς, ολοκληρώνοντας τη δρομαία ανάβαση, προσπάθησε να δείχνει ήρεμος καθώς έμπαινε. Δεν ήθελε να δώσει δικαίωμα για ερωτήσεις. Ωστόσο η ίδια έκπληξη τον περίμενε πάλι.
Ο άνθρωπος με το μπλε μπουφάν ήταν ήδη εκεί. Περίμενε ήρεμα, καθισμένος σε μια καρέκλα του προθάλαμου. Στην υπόλοιπη μεγάλη αίθουσα, με τις ξεφτισμένες γυψοτεχνίες και τα παλιά, ετερόκλητα μεταξύ τους καθίσματα, επικρατούσε ένταση. Νεαροί πηγαινοέρχονταν με χαρτιά στα χέρια και ο ήχος από τα πλήκτρα των γραφομηχανών και το κουδούνισμα από την αλλαγή αράδας στις σελίδες δημιουργούσαν πανδαιμόνιο. Καμιά εικοσαριά άνθρωποι, που όλη τη μέρα δούλευαν σε άλλες δουλειές για να συντηρούνται, έπρεπε στον ελεύθερο χρόνο τους, λίγο πριν από το τέλος της μέρας, να γράψουν, να διορθώσουν και να ετοιμάσουν τις σελίδες και τα κλισέ ώστε νωρίς το άλλο πρωί, πριν από το ξημέρωμα, να είναι έτοιμος στο τυπογραφείο ο Ρίζος.

Ο Λουκάς προσπέρασε τον καθισμένο πρώην αρχηγό και, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, χώθηκε στο γραφείο τού διευθυντή της εφημερίδας. Αν ο Γέρος ήταν στον Ριζοσπάστη, μόνο εκεί θα μπορούσε να βρίσκεται.

Το δωμάτιο ήταν γεμάτο καπνούς από τα τσιγάρα που κάπνιζαν σχεδόν όλοι. Πίσω από το παλιό ξύλινο γραφείο στεκόταν όρθιος ο Στρίγκος, ο στρουμπουλός σύντροφος με το πλατύ μέτωπο και τα στρογγυλά γυαλιά, που διηύθυνε την εφημερίδα. Αριστερά του ο Ρούσος, μικροκαμωμένος αλλά κομψός όπως πάντα, με τα μαλλιά φουντωτά, χτενισμένα προς τα πίσω. Από την άλλη μεριά στεκόταν ένας άλλος σύντροφος, που ο μπεχλιβάνης δεν τον γνώριζε, και δίπλα του, με την πλάτη γυρισμένη, ο μεγαλόσωμος αρχισυντάκτης, ο Βάσος Γεωργίου. Αυτός, σχεδόν καραφλός πια, μα με το ίδιο αποφασιστικό βλέμμα που θυμόταν ο Λουκάς από το ’35, όταν δούλευαν μαζί στην εφημερίδα Αλήθεια, είχε στραφεί εν τω μεταξύ προς την πόρτα, αλλά δεν ήταν δυνατόν να δει τον κοντορεβιθούλη, καθώς ανάμεσά τους είχε προηγηθεί και στεκόταν ο κλητήρας, το όνομα του οποίου είχε αναφέρει ο θυρωρός.

Οι τέσσερις σύντροφοι συζητούσαν για ένα τηλεγράφημα που κρατούσε στα χέρια του ο Στρίγκος και το οποίο μόλις είχε φτάσει, όπως κατάλαβε ο Λουκάς, εξασκημένος να αρπάζει στον αέρα όσα λέγονταν. Ήταν σταλμένο από τον Μορίς Τορέζ, τον γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, και ανήγγελλε στον Γέρο ότι ο αρχηγός του ελληνικού Κόμματος είχε ελευθερωθεί από το Νταχάου και ήταν καλά στην υγεία του.

«Δώσε να του το πάω», έλεγε ο Ρούσος με ενθουσιασμό, έτοιμος να αρπάξει από τα χέρια του Στρίγκου το τηλεγράφημα.
«Ήμασταν μαζί με τον Γέρο μόλις τώρα στα γραφεία του ΕΑΜ».
«Σας ζητά και κάποιος φαντάρος Δημητρόπουλος», έλεγε εν τω μεταξύ στον αρχισυντάκτη ο κλητήρας που τους είχε πάει το τηλεγράφημα.
«Δημητρόπουλος; Δημητρόπουλος φαντάρος;» αναρωτιόταν με απορία ο αρχισυντάκτης έχοντας μισογυρίσει. «Δε θυμάμαι να έχω γνωστό κανέναν Δημητρόπουλο. Ανέβασέ τον και θα τον δω».
«Είναι ήδη στον προθάλαμο και περιμένει», είπε ο κλητήρας και άνοιξε να βγει.
Από τη μισάνοιχτη πόρτα, πάνω από το κεφάλι του Λουκά, ο Στρίγκος, μολονότι αρκετά κοντός και ο ίδιος, είδε έναν άντρα με μπλε μπουφάν, τον φερόμενο Δημητρόπουλο, που καθόταν ήσυχος περιμένοντας την επιστροφή του κλητήρα. Ο καπνός που γέμιζε σαν ομίχλη το γραφείο θόλωνε την ατμόσφαιρα. Ξαφνικά όμως κάποιος άνοιξε μάλλον την πόρτα του ορόφου. Οι καπνοί αναδεύτηκαν και, σαν σύννεφα που τα παρασύρει ένας βόρειος άνεμος, κινήθηκαν προς τα έξω. Η εικόνα καθάρισε. Τα βλέφαρα του διευθυντή ανοιγόκλεισαν ξαφνιασμένα.
«Ο Νίκος!» έβαλε μια φωνή αφήνοντας το τηλεγράφημα να πέσει από τα χέρια του.
Βλέποντας το έκπληκτο πρόσωπο του συνομιλητή τους οι υπόλοιποι στράφηκαν ξαφνιασμένοι προς τον νεοφερμένο, που καθόταν πάντα στη θέση του και κοίταζε προς το μέρος τους χαμογελώντας αινιγματικά. Τα μάτια του διευθυντή, ορθάνοιχτα πίσω από τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του, γέμισαν δάκρυα. Ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τη συγκίνησή του. Τρέμοντας παραμέρισε τους άλλους, που στέκονταν ακόμα ξαφνιασμένοι, και βγαίνοντας από το γραφείο πλησίασε τον καθισμένο φαντάρο. Αμέσως τον ακολούθησαν γελαστοί ο Ρούσος και ο Γεωργίου.
«Ο Νίκος! Ο αρχηγός!» φώναξε σε όσους βρίσκονταν στον προθάλαμο ο αρχισυντάκτης.

Ο Στρίγκος αγκάλιασε τον νεοφερμένο, που στο μεταξύ είχε σηκωθεί και είχε ανοίξει τα χέρια του συγκινημένος. Οι δύο άντρες σφιχταγκαλιάστηκαν κάμποση ώρα. Ύστερα φιλήθηκαν σταυρωτά.
«Καλωσόρισες, Νίκο», είπε ο Ρούσος συγκινημένος κι εκείνος, έτοιμος να ενωθεί με το σύμπλεγμα των δύο συντρόφων του.
Ο Στρίγκος παραμέρισε για να αφήσει χώρο στον Ρούσο και στον Γεωργίου, που έπεσαν και οι δύο ταυτόχρονα πάνω στον Νίκο.
«Ο αρχηγός!» φώναζε κοιτάζοντας γύρω, δακρυσμένος πάντα, ο διευθυντής της εφημερίδας. «Ο γενικός γραμματέας τού Κόμματος. Γύρισε σώος από το Νταχάου».
Η κίνηση που υπήρχε στο χώρο, οι θόρυβοι από τα πλήκτρα και τα καμπανάκια των γραφομηχανών σταμάτησαν ξαφνικά. Άνθρωποι εμφανίζονταν στις πόρτες των δωματίων εγκαταλείποντας τα γραφεία τους.
«Επιτέλους ζωντανός. Επιτέλους κοντά μας», συνέχισε να φωνάζει ο Στρίγκος ιδρωμένος από τη συγκίνηση.
Ένας ένας, όσοι βρίσκονταν γύρω χαιρετούσαν τον νεοφερμένο. Οι παλιότεροι τον αγκάλιαζαν. Πολλοί τον φιλούσαν. Κάποιος ξεκίνησε να χειροκροτά. Ακολούθησαν όλοι. Ιαχές, συνθήματα υπέρ του Κόμματος και υπέρ του γενικού γραμματέα ακούστηκαν από τους νεότερους.

Τον οδήγησαν στο γραφείο του Στρίγκου. Γύρω του στριμώχνονταν το ένα μετά το άλλο τα στελέχη της εφημερίδας. Κάποιοι τηλεφωνούσαν και μετέδιδαν την είδηση. Θέλησαν να του προσφέρουν καφέ, αλλά εκείνος, νεύοντας αρνητικά με τα χέρια, αρνήθηκε. Δυσκολευόταν να μιλήσει, βουρκωμένος κι εκείνος, συγκινημένος. Του έφεραν νερό. Δε δέχτηκε τα τσιγάρα που του πρόσφεραν. Διευκρίνιζε πως δεν καπνίζει. Στις επανειλημμένες προτροπές ζήτησε τελικά ένα τσάι.

Ο Λουκάς, στριμωγμένος στην εσοχή της κλειστής μπαλκονόπορτας του γραφείου, παρακολουθούσε εντυπωσιασμένος. Αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και να προσέξει τα λόγια που σκόπευε να ξεστομίσει. Ίσως ήταν προτιμότερο να περιμένει και να ζυγίσει καλύτερα τους συντρόφους στους οποίους θα απευθυνόταν. Άφησε τον εαυτό του να συμμετάσχει στον γενικό ενθουσιασμό, στην αρχή διστακτικά, όσο όμως έβλεπε τη χαρά των άλλων να μεγαλώνει και να κατακλύζει τους πάντες, άρχισε να παρασύρεται κι εκείνος.

Όσοι έβγαιναν από τα γραφεία του Ρίζου ξαναγυρνούσαν συνοδεύοντας καινούργιους. Παλιοί φίλοι του Νίκου, με τους οποίους είχε κάνει μαζί στις φυλακές της δικτατορίας, κατέφθαναν συγκινημένοι. Αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν. Γελούσαν σαν παιδιά. Κοιτιούνταν κατάματα άφωνοι, ύστερα φώναζαν, έκλαιγαν με λυγμούς. Ανάμεσά τους πρόσωπα θρυλικά από τους αγώνες του Κόμματος. Ο Νεφελούδης, ο λεπτός, ψηλόσωμος βουλευτής που είχε ξεφτιλίσει την Πάουερ, όπου δούλευε ως εισπράκτορας.
Στη μεγάλη απεργία των τροχιοδρομικών το 1932 είχε σταθεί μπροστά στο τραμ με τους απεργοσπάστες και το είχε αναγκάσει να σταματήσει. Ο Σινάκος, φαλακρός και σωματώδης, παλιός σύντροφος και βουλευτής που είχε πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα της Θεσσαλονίκης το 1936. Ο Πορφυρογένης, πανύψηλος, με στρογγυλά γυαλιά και λευκό καλοκαιρινό κοστούμι. Ο Δανιηλίδης, ο Θέος.

Η κοσμοπλημμύρα στα γραφεία του Ριζοσπάστη ήταν ασφυκτική. Στον μικρό όροφο στριμώχνονταν περισσότεροι από εκατό άνθρωποι. Ο θυρωρός και ο κλητήρας προσπαθούσαν μάταια να ελέγξουν τα στοιχεία εκείνων που έμπαιναν. Καθώς τα νέα διαδίδονταν, υπήρχε κίνδυνος να πλακώσουν χίτες από το Θησείο για προβοκάτσια. Τα γραφεία του Βήματος απέναντι είχαν αδειάσει και όλοι ήθελαν να δουν τον αρχηγό του ΚΚΕ.

«Ζήτω ο Νίκος μας!»
«Καλώς ήρθες», φώναζαν ρυθμικά οι συγκεντρωμένοι και προσπαθούσαν να χωθούν στο γραφείο της διεύθυνσης.
Ο Γεωργίου, με το μπλοκάκι στο χέρι, επιχείρησε να πάρει τις πρώτες δηλώσεις από τον αρχηγό. Ένας φωτογράφος ζητούσε να του ανοίξουν χώρο για να τον φωτογραφίσει. Ο Νίκος αρνιόταν.
«Δεν είμαι για φωτογραφίες», άκουσε τη φωνή του ο Λουκάς.
Ασφαλώς θα εννοούσε τα εγγλέζικα ρούχα και το αμερικάνικο μπουφάν.
«Για το χατίρι του Ρίζου», παρακάλεσε ο φωτογράφος.
«Για το χατίρι του Ρίζου θα δεχτώ», είπε ο Νίκος. «Μη μου ζητήσετε όμως τίποτε άλλο».
Ανέβασε το φερμουάρ σχεδόν μέχρι επάνω, λίγο ψηλότερα από τις δύο σκεπαστές τσέπες του στήθους, αφήνοντας ελεύθερο μόνο το λαιμό. Πήρε στο δεξί του χέρι την εφημερίδα που του έδωσαν και ακούμπησε τον αγκώνα του στο γραφείο του Στρίγκου, που ήταν γεμάτο χαρτιά. Όλοι απομακρύνθηκαν από κοντά του, για να ελευθερώσουν το πλάνο. Ο φωτογράφος, χωρίς να αφήσει από το αριστερό χέρι την ογκώδη μαύρη μηχανή με το στρογγυλό ασημόχρωμο φλας, πήρε με το άλλο την εφημερίδα, τη δίπλωσε και την έδωσε ξανά να την κρατήσει ανάποδα, για να φαίνεται αυθόρμητος, διορθώνοντάς την όμως έτσι ώστε να μπορεί κανείς να διαβάζει τον τίτλο. Ο Νίκος παρέμεινε για λίγο ακίνητος και χαμογελαστός. Το φλας άναψε κι εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια στο εκτυφλωτικό φως.
«Άλλη μία», είπε ο φωτογράφος, «για να είμαστε σίγουροι».
«Δεν έχει άλλη», τον έκοψε ο Νίκος. «Μία είπαμε, μία κάναμε. Ό,τι βγει».
Τα λόγια του θεωρήθηκαν εντολή, γιατί αμέσως ο κύκλος
των ανθρώπων ξανάκλεισε γύρω του και άρχισαν να τον βομβαρδίζουν πάλι με ερωτήσεις.
Ο Λουκάς τον άκουσε να λέει για την πρωινή άφιξή του στο αεροδρόμιο με το εγγλέζικο αεροπλάνο, για τα έγγραφα που του είχαν δώσει από την ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι, τα οποία είχε περάσει και τα είχε αφήσει στο Υπουργείο Εξωτερικών, για τις ταλαιπωρίες και τα μαρτύρια στο Νταχάου.
«Έχω το κόκαλο της μάνας μου και μπόρεσα και βγήκα γερός», τον άκουσε να λέει.

Ήταν αδύνατον να τον δει στο κέντρο του κύκλου, που για τον μικροκαμωμένο μπεχλιβάνη έμοιαζε τοίχος αδιαπέραστος. Ο Νίκος ζητούσε να γνωρίσει τους συντάκτες της εφημερίδας. Του συστήνονταν ένας ένας, καθώς οι περισσότεροι ήταν καινούργιοι.
«Όλοι νέοι», κουνούσε το κεφάλι κοιτώντας τους πάλι, καθώς δεν απομακρύνονταν από γύρω του. «Μεγάλωσε το κόμμα μας», συμπλήρωσε συγκινημένος.

Με το μάγουλο κολλημένο στο τζάμι της κλειστής μπαλκονόπορτας, αδυνατώντας να δει αλλά και να ακούσει πια από την οχλαγωγία, ο Λουκάς ένιωσε ξαφνικά την πίεση πάνω του να ελαττώνεται. Είδε τον κόσμο να αραιώνει. Όταν, σχεδόν τελευταίος, βγήκε κι εκείνος από το γραφείο, έμαθε ότι ο αρχηγός, μαζί με τον Στρίγκο, τον Ρούσο και τον Πορφυρογένη, είχε φύγει για τα γραφεία του ΕΑΜ._
   
 ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥ ΕΑΜ
 
Αθήνα, Τρίτη, 29 Μαΐου 1945

«Έδωσες συνέντευξη σε έναν Μακρίδη στο Παρίσι;» ρώτησε τον Νίκο ο Ρούσος μόλις βγήκαν από τα γραφεία του Ριζοσπάστη.

«Ναι. Για την εφημερίδα Εμπρός », απάντησε εκείνος. «Γιατί κοιτιέστε μεταξύ σας;»

Κανείς από τους τρεις δε μίλησε. Οι τέσσερις άντρες μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο που ήταν σταματημένο έξω από τα γραφεία. Με τον Ρούσο στο τιμόνι ανηφόρισαν προς το Σύνταγμα.

«Η συνέντευξή σου δημοσιεύθηκε προχτές», εξήγησε ο Στρίγκος. «Χτες τη διαψεύσαμε από τον Ρίζο. Τη θεωρήσαμε προβοκάτσια. Δεν είχαμε νέα σου άλλωστε. Τη βγάλαμε συκοφαντική».

«Γιατί;» έκανε ο Νίκος με έκπληξη.

«Γιατί εξαιρούσε τη Βόρεια Ήπειρο από τις εθνικές διεκδικήσεις», διευκρίνισε ο οδηγός. «Έγινε μεγάλη φασαρία. Μας λένε πάλι προδότες και πουλημένους».

«Και τι είμαστε; Σοσιαλσοβινιστές;» μουρμούρισε ενοχλημένος εκείνος.

«Είναι στη μέση το πατριωτικό», χαμήλωσε τους τόνους ο Στρίγκος. «Που συγκρούεται με το διεθνισμό και με τις σοσιαλιστικές αξίες».

«Η συνέντευξη όμως έγινε», είπε πάντα ενοχλημένος ο Νίκος.

«Ή πρέπει να βγάλετε τρελό τον δημοσιογράφο ή εμένα ψεύτη».

«Οι θέσεις αυτές ξεφεύγουν από τη γραμμή της ενδέκατης ολομέλειας της ΚΕ», διευκρίνισε ήρεμα ο Πορφυρογένης, τακτοποιώντας τα στρογγυλά γυαλιά του. «Λέμε ότι αγωνιζόμαστε για την ένωση με τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο, για τη Βόρεια Ήπειρο και για την ασφάλεια των συνόρων».

Είχαν φτάσει ήδη στην οδό Ερμού, στα γραφεία του ΕΑΜ. Εκεί είχαν μάθει στο μεταξύ την επιστροφή του Νίκου και πολλοί περίμεναν στο δρόμο ζητωκραυγάζοντας.

«Καλώς ήρθες, αρχηγέ!»
«Ζήτω ο Νίκος μας!»

Στην κορυφή της ξύλινης σκάλας, που ήταν γεμάτη με νέους ανθρώπους που του έσφιγγαν το χέρι και χτυπούσαν φιλικά στους ώμους και στα μπράτσα τον μελαχρινό ηγέτη που ανέβαινε γελαστός, στεκόταν δακρυσμένος ο γραμματέας του ΕΑΜ. Ήταν ο παλιός, αδελφικός φίλος του, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, περιτριγυρισμένος από τα υπόλοιπα μέλη της ηγεσίας. Φαινόταν μεγαλύτερος από τον Νίκο, λόγω των γκρίζων κροτάφων του. Τα σγουρά μαλλιά του ήταν χτενισμένα προς τα πίσω. Στη μέση τους, πάνω από το μέτωπο, άσπριζε πλέον μια τούφα. Το παχύ μουστάκι του όμως ήταν ακόμα μαύρο.

Παρότι ήταν φυλακισμένοι και οι δύο στα σκοτεινά μπουντρούμια τής Ακτίνας Θ στην Κέρκυρα, είχε να τον δει από το απόγευμα του Σεπτέμβρη του ’36 που τον είχαν πιάσει στη γωνία Ιπποκράτους και Αλεξάνδρας. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Δίπλα στον Παρτσαλίδη στεκόταν ο Γέρος, ο προσωρινός γραμματέας του Κόμματος με την καμπουρωτή μύτη, τα ατίθασα φρύδια και το αιώνιο στενό μουστάκι, που οι τρίχες του πετάγονταν μπροστά. Θα έπρεπε πλέον να παραδώσει την αρχηγία στον ηγέτη που είχε εκλεγεί από τα συνέδρια του 1934 και του 1935. Συγκινημένος έσπρωχνε ένα σγουρό τσουλούφι προς το κέντρο της φαλάκρας του για να τη σκεπάσει. Φιλήθηκε κι εκείνος με τον ελευθερωμένο αρχηγό και προχώρησαν και οι τρεις προς το εσωτερικό των γραφείων.

Ανάμεσα στα χειροκροτήματα, στις συστάσεις των καινούργιων φίλων και στις ζητωκραυγές, οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Ο αρχηγός εξηγούσε πώς είχε ελευθερωθεί, πώς είχε φτάσει στο Παρίσι, τι συνέβαινε στο Νταχάου.

«Τι ήταν αυτά που σου βάλανε στο στόμα για τη Βόρεια Ήπειρο;» ρώτησε με αγανάκτηση ένας κοκκινομάλλης δημοσιογράφος με ξανθό μούσι, που του τον είχαν συστήσει ως συντάκτη της Ελεύθερης Ελλάδας, της εφημερίδας του ΕΑΜ.
Άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει. Πριν προλάβει όμως, άκουσε να φωνάζουν το όνομά του διαφορετικά, με έναν τρόπο με τον οποίο είχε ξεχάσει ότι τον φώναζαν κάποτε. Γύρισε και κόπηκε η ανάσα του. Ήταν η μάνα του. Μικροκαμωμένη, ντυμένη στα μαύρα. Τα μαλλιά της γκρίζα, σχεδόν άσπρα πια, πιασμένα πίσω σε κότσο μικρασιάτικο. Το βλέμμα της έλιωνε καθώς τον κοιτούσε. Σαν να τον χτύπησε κεραυνός, έχασε την αυτοκυριαρχία που κατόρθωνε να διατηρεί, παρά τις αλλεπάλληλες συγκινήσεις. Ήρθαν για μια στιγμή στο μυαλό του, και ευτυχώς κρύφτηκαν πάλι, όλα τα άσχημα που του είχαν συμβεί και όλα εκείνα που της είχε προκαλέσει. Τον πήραν τα δάκρυα.

Την έσφιξε στην αγκαλιά του. Τη φίλησε στο μέτωπο. Εκείνη τον φιλούσε στο στήθος. Είχε πάει εκεί από τη Νέα Φιλαδέλφεια μόλις την είχαν ειδοποιήσει. Είχαν να συναντηθούν από την Κέρκυρα. Από το μοναδικό επισκεπτήριο που επέτρεπαν μια φορά το χρόνο. Έκλαιγαν και τότε. Την πίεζαν να τον πείσει να υπογράψει δήλωση μετανοίας, καθώς γνώριζαν το μοναδικό ευαίσθητο σημείο του: τη μεγάλη αγάπη που της είχε.

«Για το χατίρι μου», τον ικέτευε. «Θα πεθάνω απ’ τον καημό μου».
«Φέρτε μου να υπογράψω», είπε μια φορά εκείνος και οι δεσμοφύλακες γύρω του, με τους ασφαλίτες, που δεν τους άφηναν ποτέ μόνους, ούτε καν σε εκείνο το σύντομο ετήσιο επισκεπτήριο, πανηγύριζαν:
«Μπράβο, Νίκο».
«Άφηνες να πηγαίνουν χαμένα τα νιάτα σου».
«Και μόλις υπογράψω και με αφήσετε», συμπλήρωσε εκείνος, «θα ανέβω σε ένα βράχο και θα πηδήξω στον γκρεμό. Θα έχω κάνει το χατίρι σου και θα πεθάνω ατιμασμένος», κοίταξε τη μάνα του αποφασιστικά.
Οι άλλοι γελούσαν. Τον παρακινούσαν να τελειώνει. Εκείνη, γνωρίζοντάς τον πραγματικά, έπεσε στα πόδια του.
«Μην υπογράψεις, γιε μου», έκλαιγε.

Ήξερε ποιον παρακαλούσε. Η τελευταία φορά που τον είχε δει να συμβιβάζεται ήταν το 1919, όταν τον είχε πάει στο σπίτι, δεκαεξάχρονο έφηβο, τραβώντας τον ουσιαστικά από το αυτί. Είχε καταταγεί εθελοντής στον ελληνικό στρατό για να ελευθερώσει τη Μικρά Ασία από τους Τούρκους. Εκείνη είχε βάλει λυτούς και δεμένους στο στρατολογικό γραφείο της πόλης να τον απολύσουν πριν ορκιστεί. Είχε τρέξει παντού, είχε παρακαλέσει ως μάνα, τα είχε καταφέρει. Θα της το είχε κρατήσει μανιάτικο, τέτοιος πεισματάρης ήταν, αν δεν άλλαζε ιδέες και δε γινόταν κομμουνιστής, που κατήγγελλε τον πόλεμο και την εκστρατεία στην οποία ήθελε κάποτε να συμμετάσχει.

Μαζί με τη μάνα του είχαν πάει στα γραφεία του ΕΑΜ ο Μίμης, ο μικρότερος αδελφός του, και η Σάσα, η μία από τις δίδυμες αδελφές του, με τον άντρα της, τον γιατρό. Η άλλη αδελφή του, η Φώφη, μάλλον είχε συμμορφωθεί με τις οδηγίες του δικού της άντρα. Ήταν καπνέμπορος και δεξιός.
Βλέποντάς τον αγκαλιασμένο με τους δικούς του, οι εαμίτες και τα μέλη του Κόμματος άρχισαν, κάποιοι φάλτσα, όλοι όμως βροντερά, να τραγουδούν το τραγούδι του Νίκου:

Το μπουντρούμι δεν τον λυγά
και η σκέψη τρέχει γοργά
στους συντρόφους που πολεμούν
απ’ τα κάτεργα για να βγουν!

Ο Νίκος ήταν σύμβολο για τον αγώνα. Μπορούσε να το διαβάσει στα μάτια των ηγετών του ΕΑΜ που τον έβλεπαν και τον γνώριζαν για πρώτη φορά. Έβλεπε την έκπληξή τους για τα νιάτα, το σφρίγος, τη ζωντάνια του ηγέτη του ΚΚΕ.

Στο μεταξύ είχαν καταφθάσει δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ απ’ όλες τις εφημερίδες της Αθήνας. Τα φλας έδιναν στην ατμόσφαιρα λαμπρότητα και καινούργιο ενθουσιασμό. Τον φωτογράφισαν με τη μητέρα του, με τους συντρόφους του από το Κόμμα, με τους ηγέτες του ΕΑΜ.

Ο Μιχάλης Κύρκος, γελαστός, με τα φρύδια του να γωνιάζουν σαν μικρές στέγες, διευθυντής της εφημερίδας του ΕΑΜ, βουλευτής και υπουργός παλιότερα, τον ξεμονάχιασε για λίγο στο γραφείο του. Τα μάτια του σπινθηροβόλα, το μέτωπό του τεράστιο. Με βλέμμα διεισδυτικό, καρφωμένο πάνω στον νεοφερμένο αρχηγό, ρώτησε αν είχε δώσει στο Παρίσι τη συνέντευξη που είχε δημοσιεύσει το Εμπρός και αν είχε πει πράγματι εκείνα που έγραφε η εφημερίδα πως είχε δηλώσει για τη Βόρεια Ήπειρο.

«Είπα ότι το βορειοηπειρωτικό δεν μπορεί να λυθεί με στρατιωτική κατάληψη», εξήγησε ενοχλημένος ο Νίκος. «Έτσι θα χαντακωθεί. Θα το λύσει μόνος του ο λαός της Βορείου Ηπείρου».

«Έτσι είπες;» έκανε προβληματισμένος ο Κύρκος ξύνοντας τη φαλάκρα του. «Αυτό μόνο;»

Εν τω μεταξύ στο γραφείο, που όση ώρα κουβέντιαζαν η πόρτα του πολιορκούνταν και είχε ήδη παραβιαστεί από το πλήθος που διαρκώς κατέφθανε για να δει και να αγγίξει τον ελεύθερο πια αρχηγό, μπήκε ο Γέρος.

«Να συνεχίσουμε αύριο με τις συνεντεύξεις», είπε γνωρίζοντας πόσο ραγδαία έτρεχε η επικαιρότητα. «Να προλάβουμε να κουβεντιάσουμε και ως κόμμα. Να ενημερώσουμε τον Νίκο», άπλωσε το χέρι του στον ώμο του. «Πρώτα όμως να ξεκουραστεί ο άνθρωπος. Να κάτσει στο τραπέζι με την οικογένειά του».

Ο Κύρκος σηκώθηκε χαμογελώντας. Ο Γέρος, κρατώντας τον νεοφερμένο αρχηγό αγκαλιά, πέρασε μέσα από τον κόσμο, που εκδήλωνε τη λατρεία του με αγγίγματα και φιλιά, παραμερίζοντας ευγενικά τους δημοσιογράφους, οι οποίοι ζητούσαν δηλώσεις. Κατέβηκαν μαζί τις σκάλες.

Στην Ερμού είχε δημιουργηθεί κοσμοπλημμύρα. Από τις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, με το τραμ και τον ηλεκτρικό, κατέφθανε ολοένα και περισσότερος κόσμος.

Ο Γέρος είχε δώσει εντολή και γύρω από το αυτοκίνητο του γιατρού, του γαμπρού του Νίκου, είχε δημιουργηθεί μια αλυσίδα από συντρόφους. Μέσα στο μικρό μαύρο Φορντ περίμεναν ήδη η μητέρα του, ο αδελφός του και η αδελφή του. Ο Γέρος τον βοήθησε να καθίσει μπροστά. Έκλεισε την πόρτα και χτύπησε φιλικά τον ουρανό του αυτοκινήτου. Ο γιατρός ξεκίνησε. Κόρναρε για να παραμερίσουν όσοι στέκονταν μπροστά, λαχταρώντας να δουν τον ηγέτη του Κόμματος, που είχε επιστρέψει. Εκείνος κατέβασε το παράθυρο, υπακούοντας στις προσδοκίες τους.

«Ήρθε! Ήρθε!» δυνάμωσαν οι κραυγές απέξω. «Ήρθε ο Νίκος!»

Ο αρχηγός είχε γυρίσει επιτέλους, για να δώσει λύσεις, για να καθοδηγήσει το Κόμμα και το κίνημα.

Το πλήθος άγγιζε με λαχτάρα το Φορντάκι. Ο γιατρός είχε βάλει μπροστά τη μηχανή, αλλά δεν πατούσε το γκάζι. Είχε λύσει το χειρόφρενο και αισθανόταν τις ρόδες να κυλούν προς τη σωστή κατεύθυνση.

Χάρη στα χέρια των συντρόφων της περιφρούρησης που είχε κανονίσει ο Γέρος, αλλά κυρίως χάρη στα εκατοντάδες απαλά, φιλικά χτυπήματα του κόσμου, το αυτοκίνητο κινούνταν ανηφορικά προς την πλατεία Συντάγματος. Στο πάνω μέρος της, καθώς δεν είχε σκοτεινιάσει εντελώς, διακρινόταν ακόμα το κτίριο του Κοινοβουλίου.

Στους ηγέτες του κινήματος που είχαν βγει στο μπαλκόνι και κοίταζαν από ψηλά, αλλά και σε όλους εκείνους που έβλεπαν από τα ανοιχτά παράθυρα του ορόφου, το μικρό μαύρο όχημα, τριγυρισμένο από εκατοντάδες ανθρώπους, θύμιζε βάρκα που γλιστρά από την προκυμαία προς την ανοιχτή θάλασσα._