Η ποίηση της περιφέρειας, όπως έχουμε σημειώσει κι άλλες φορές, απέχει σημαντικά από την αστική. Μολονότι είναι πιο “κοινωνική”, λόγω ακριβώς των σχέσεων οικειότητας, απέχει από την αστική κοινωνική προβληματική. Ζώντας με τον θάνατο και τη ζωή ως φυσικά φαινόμενα, μοιάζει πιο ρεαλιστική, πιο γήινη, στην υπαρξιακή της αναζήτηση, δίχως να οδηγείται σε μία ποιητική του πένθους ή ενός σύγχρονου μοιρολογιού. Άλλωστε, η μοναξιά –ως πηγή της ποίησης του πένθους– είναι περιορισμένη ως βιωμένο συναίσθημα στην περιφέρεια, τη στιγμή που ο θάνατος στα μεγάλα αστικά κέντρα έγινε κάτι ανοίκειο, ένα μυθοπλαστικό κινηματογραφική ή ειδησεογραφικό τηλεοπτικό θέαμα.

Ads

Αυτό όμως που εκφραστικά διακρίνει την ποιητική της περιφέρειας είναι η συναισθηματική εγγύτητα προς το φυσικό περιβάλλον. Εικόνες φύσης και διαχρονικές ανθρωπογενείς παρεμβάσεις (κατοικίες, μνημεία, διαδρομές) εισβάλλουν με μία φυσικότητα στον στίχο και κυρίως αναδύουν μία οικειότητα τόσο με το φυσικό όσο και με το κοινωνικό περιβάλλον.

Σε αυτή την αδόμητη ποιητική τάση θα εντάξουμε και την Γαλάτεια Βέρρα. Η Βέρρα εμφανίζεται στην ελληνική ποίηση το 2000 και έως τώρα έχει δώσει πέντε ποιητικές συλλογές, σε όλες υιοθετώντας τη μικρή φόρμα, συχνά λίγο μεγαλύτερη από χαϊκού.

Η ποιήτρια αξιοποιεί δυναμικά την ολιγόλεκτη φόρμα. Η βραχυλογική στιχουργία τής επιτρέπει να ελέγχει τόσο τον σφιχτό εσωτερικό ρυθμό του στίχου όσο και τη συναισθηματική ένταση. Τις βραχύσωμες συνθέσεις της συλλογής εμποτίζει ένας ρομαντικός λυρισμός που αναδύεται μέσα από τα λιτά λογοτεχνικά σχήματα και την ποιητική ειλικρίνεια που τα διακρίνει. Μέσα στα ολιγόστιχα ποιήματα η δημιουργός αποτυπώνει σκέψεις και σκηνές με μία εξομολογητική διάθεση, ενώ συχνά αφήνεται ελεύθερη στις διαδρομές των στοχασμών.

Ads

Η έκφρασή της διακρίνεται από την αξιοποίηση του καθημερινού λόγου με ολοκληρωμένες περιόδους, επαυξημένες κατά το πρότυπο της προφορικότητας. Ο λόγος της κοφτός με “απότομους” στίχους που διακρίνονται από τα ολοκληρωμένα νοήματα∙ συχνότατα μάλιστα και ολόκληρων περιόδων στο προφορικό σχήμα της λιτής επαυξημένης ή σύνθετης πρότασης. Η “αιφνιδιαστική” αυτή ελλειπτικότητα ή οι “κομμένες” εκφράσεις εντείνουν το συναισθηματικό βάθος της ποιητικής της, ξεπερνώντας το ατομικό βίωμα και καθιστώντας το κοινό μέσα από μία εκμυστηρευτική διαδρομή.

Τούτη όμως η στιχουργική επιλογή έρχεται σε αντίθεση με τον θρυμματισμό λόγο των πεζοποιημάτων, όπου τελείες διασπούν τα νοήματα σε ελλειπτικές προτάσεις διογκώνοντας το συναίσθημα με τις απότομες περιόδους. Και είναι ενδιαφέρουσα η αβίαστη εισδοχή λέξεων της λαϊκής γλώσσας ή όρων απ’ τη θρησκευτική παράδοση στη στιχουργική της. Άλλωστε, μετά από τόσους αιώνες η εκκλησιαστική ορολογία αποτελεί πια κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας και γλώσσας.
Αξίζει να σημειώσουμε πως το πολύχρωμο ποιητικό της κάδρο είναι εμπλουτισμένο με εικόνες από τη φύση. Χαρακτηρίζεται από κίνηση που αισθητοποιείται συνυποδηλωτικά, ενώ συχνά αναδύονται μυρωδιές και ήχοι από τις εικόνες της. Χρώματα από το φυσικό περιβάλλον αναδύονται μαζί με οσμές, μέσα σε διαυγή τοπία. Ήπιες μεταφορές με υπερρεαλιστική βάση και ελύτικες εικαστικές επιρροές εντοπίζονται στις συνθέσεις, ζωντανεύοντας συνειρμικά το ποιητικό καναβάτσο. Προσωποποιήσεις συμπλέκονται με εύληπτες αλληγορίες γοητεύοντας τον ακροατή/αναγνώστη.

Στην πραγματικότητα όμως η εικονοπλασία αποτελεί μία εκφραστική διέξοδο προκειμένου η ποιήτρια να εκθέσει τις αγωνίες για τον Άνθρωπο και τον Έρωτα, να στοχαστεί για τον κοινωνικό χώρο που την περιβάλλει, τη μνήμη και τη ζωή. Μέσα από τις λιτές μεταφορές και την “απότομη” έκφραση η σύνθεση αναδεικνύει με φυσικότητα και καθαρότητα τις αγωνίες της δημιουργού, είτε πολιτικές είτε κοινωνικές ή υπαρξιακές συχνά με επίκεντρο τον χρόνο ή τον ίδιο το ανθρωπογενές περιβάλλον. Μετά τη συλλογή «άχρονα πρόσωπα» (2014) τούτο αποτελεί πια μία υφολογική κατάσταση που διατηρείται τόσο στις «τροχιές πορφυρές» (2015) όσο και στην «υπερβατική υφή» (2017).

Από την άλλη, η συχνή χρήση του αυτοανατοφορικού υποκειμένου και του δευτεροενικού προσώπου διαμορφώνουν μία θεατρικότητα, μολονότι δεν αποφεύγουν πάντα τον ποιητικό εγωκεντρισμό μέσα στην εξομολογητική τους διάσταση. Με την αξιοποίηση του β’ ενικού προσώπου δημιουργεί την αίσθηση πως απευθύνεται άλλοτε σε έναν βουβό ποιητικό υποκριτή κι άλλες φορές στον ακροατή/αναγνώστη. Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που τούτο το δεύτερο πρόσωπο είναι απλά ένα προσωπείο για το πρώτο γραμματικό πρόσωπο, σαν να μιλά στο είδωλο ενός καθρέφτη.

Έτσι όμως η ποιητική της αποκτά μία σκηνική διάσταση, είτε μονολογικού χαρακτήρα είτε ψευδοδιαλογικού με το β’  πρόσωπο. Και τούτη η διαλογική διάσταση ενισχύεται με τη χρήση της δευτεροπρόσωπης προστακτικής ή της προτρεπτικής υποτακτικής. Τον ίδιο ρόλο, εξάλλου, επιτελούν και οι συχνές στην ποιητικής ερωτήσεις, είτε ρητορικές οιονεί επιμυθίου είτε προς τον βουβό δευτεροενικό υποκριτή.

Επιλογικά, η ποίηση της Γαλάτειας Βέρρα συνδιαλέγεται με τον χρόνο και τη μνήμη μα και με την ίδια την κοινωνία τόσο για τα βιώματα των ανθρώπων όσο και για τον έρωτα ή ενίοτε για την πολιτική. Οι ήχοι και οι λέξεις παρηγορούν τον ακροατή σε μία εποχή μονομέρειας και εμμονικής απομόνωσης των ανθρώπων μέσα από την ατομική εξομολόγηση καθιστώντας το αλλότριο βίωμα ατομική εμπειρία.