Παρόλο που όλοι γνωρίζουμε ότι η ραχοκοκαλιά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού υπήρξαν οι αγρότες, η διαμόρφωση της μνήμης του εμφυλίου έγινε από την ηγεσία του κινήματος, η οποία βρισκόταν στην Αθήνα και ελάχιστη σχέση είχε με την ελληνική ύπαιθρο. Η Σταματία Μπαρμπάτση, φτωχή -γι’ αυτό και αγράμματη- αγρότισσα, συμμετείχε στην Αντίσταση της δεκαετίας του ’40, μεταφέροντας εφόδια για τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, βασανίστηκε από τη συμμορία του Βουρλάκη στη διάρκεια της “λευκής” τρομοκρατίας(’45-’46), στον εμφύλιο βγήκε στο βουνό για να σωθεί και εντάχτηκε στον Δημοκρατικό Στρατό, τραυματίστηκε με διαμπερές τραύμα στα γεννητικά όργανα, συνελλήφθη, ξανα-βασανίστηκε, πέρασε στρατοδικείο και έζησε στη φυλακή σχεδόν για 10 χρόνια.

Ads

Η ερευνήτρια ιστορικός και συγγραφέας Τασούλα Βερβενιώτη, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr για την αφήγηση της αντιηρωίδας Σταματίας Μπαρμπάτση και την ιστορική της ανάγνωση από την ίδια στο Διπλό Βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κουκίδα:

Τ.Β.: “Το Διπλό Βιβλίο είναι μια πραγματεία πάνω στην προφορική ιστορία και τη μνήμη του εμφυλίου. Και είναι πράγματι διπλό. Συγκροτείται από την Αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση, το κείμενο δηλαδή που έγραψε η Σταματία και ένθετα περιέχει τμήματα από τη συνέντευξη που είχε δώσει, καθώς και την Ιστορική ανάγνωση. Η Ιστορική Ανάγνωση, με αφετηρία τη μαρτυρία της Σταματίας και σε συνδυασμό με τις αρχειακές πηγές καθώς και με άλλες γραπτές μαρτυρίες (31 τίτλοι στην περίπτωση των φυλακών Αβέρωφ), προσπαθεί να ανιχνεύσει  ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι που στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 οραματίστηκαν, μέσα στους καπνούς του πολέμου, μια άλλη κοινωνία και έδωσαν ακόμα τη ζωή τους για την πραγματοποίησή της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο συνέδριο του ΚΚΕ που έγινε αμέσως μετά τον πόλεμο, τον Οκτώβρη 1945, στην Κεντρική Επιτροπή δεν εξελέγη κανένα από τα στελέχη που αναδείχτηκαν μέσα από το αντιστασιακό κίνημα και ενώ η νεολαία, η ΕΠΟΝ, είχε 800.000 μέλη εξελέγη μόνο ένας: ο Φ. Βέτας που ήταν και Ακροναυπλιώτης. Επιπλέον, ο Γενικός Γραμματέας του Κόμματος Ν. Ζαχαριάδης όταν αναπτυσσόταν αυτό το μεγαλειώδες κίνημα βρισκόταν εκτός Ελλάδας.

Ads

Η μνήμη λοιπόν της αντίστασης και ειδικότερα του εμφυλίου διαμορφώθηκε μέσα από τις μαρτυρίες των στελεχών που βρίσκονταν στην Αθήνα, γιατί οι άνθρωποι της ελληνικής επαρχίας υπέφεραν πολύ περισσότερο από τις διώξεις της ‘εθνικόφρονας’ δεξιάς. Οι επαρχιώτες επίσης δεν είχαν τη δυνατότητα να γράφουν αλλά και να εκδίδουν μαρτυρίες. Και το σημαντικότερο είναι ότι οι ιστορικοί δεν είχαν πρόσβαση στα αρχεία. Αρκεί να αναφέρουμε ότι το 1989 όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα αποφάσισαν να στείλουν ‘τους φακέλους’ (τα αρχεία της Αστυνομίας) στην πυρά της Χαλυβουργικής και ότι ακόμα και σήμερα τα αρχεία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ),  ο οποίος είχε αναλάβει τον εφοδιασμό των «στρατοπέδων πειθαρχημένης διαβίωσης» του εμφυλίου, τον επαναπατρισμό των παιδιών από τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ κ.ά. πολλά, δεν είναι προσβάσιμα στους ιστορικούς.

Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση όσο και Η ιστορική ανάγνωση δεν αναπαριστούν ένα νεκρό παρελθόν∙ απηχούν τη φωνή ενός ‘απλού’ ανθρώπου και όχι ενός ήρωα-μάρτυρα. Η ίδια βίωσε τα γεγονότα της κρίσιμης δεκαετίας του ’40 και τα αφηγείται μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον, το περιβάλλον του χωριού της, την καθημερινότητα των πολέμων της δεκαετίας του ’40, ενός τραυματισμού, αλλά και μιας δεκαετούς φυλάκισης που υπήρξε το επακόλουθο της συμμετοχής της στον αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία.

Γεννήθηκε το 1922 στο Περιβόλι Δομοκού και ήταν μια φτωχή αγρότισσα, σαν τόσες άλλες, που η επίσημη ιστορία τις παρέλειπε. Δεν ήταν ‘μορφωμένη’. Δεν μπόρεσε να πάει στο Γυμνάσιο γιατί το κοντινότερο, στο Δομοκό, απείχε πέντε ώρες με τα πόδια. Μπροστά από το χωριό της πέρναγε η σιδηροδρομική γραμμή, πίσω βρίσκονταν τα βουνά και λίγο πιο πέρα τα μεταλλεία χρωμίου. Στη διάρκεια της Κατοχής (1941-44) ήταν χώρος επίζηλα διεκδικήσιμος από τους Γερμανούς και τους αντάρτες. Η Σταματία θα οργανωθεί στην ΕΠΟΝ και με το γαϊδουράκι της, τη Φούλα, θα μεταφέρει εφόδια για τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Θα φτάσει ως την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Με το τέλος του πολέμου και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, θα υποστεί τις συνέπειες της ‘λευκής τρομοκρατίας’ από τη συμμορία του Βουρλάκη.

Το 1947, σε μια επιχείρηση του Στρατού, μαζί με άλλους συγχωριανούς της θα βγουν στο βουνό για να κρυφτούν. Εκεί θα συναντήσουν τους αντάρτες. Αυτοί θα ζητήσουν από τους νέους «όσοι θέλουν, είπαν» να τους ακολουθήσουν. Θα πάρει μέρος σε μια πορεία προς το Γράμμο από όπου θα γυρίσει οπλισμένη και ‘ντυμένη’. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της -με το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων- γύρισαν πίσω στο χωριό, το οποίο στη συνέχεια εκκενώθηκε από το Στρατό.

Ως αντάρτισσα του Δημοκρατικού Στρατού πήρε μέρος στη μάχη του Άι Βλάση και σε άλλες επιχειρήσεις στην περιοχή της Τριχωνίδας και της Αιτωλίας. Σε μία από αυτές τις μάχες τραυματίστηκε: διαμπερές τραύμα στην κοιλιακή χώρα. Στάλθηκε σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο, το οποίο διαλύθηκε λόγω των επιχειρήσεων, με το όνομα «Χαραυγή», που έκανε ο Στρατός με στόχο την ‘εκκαθάριση’ των ανταρτών από τη Ρούμελη.

Η επιχείρηση «Χαραυγή» έγινε την άνοιξη του 1948. Η Σταματία, ενώ το τραύμα δεν είχε ακόμα κλείσει, προσπαθώντας να φτάσει στα γνώριμά της μέρη, θα δει το φρικτό θέαμα των θερισμένων από τα αεροπλάνα ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν άμαχοι που είχαν προσφύγει στον Δημοκρατικό Στρατό. Στο διάστημα αυτής της πορείας της τη συνέλαβαν.

Στη διάρκεια των ανακρίσεων της έβγαλαν δυο νύχια από τα πόδια. Την έστειλαν στις φυλακές Λαμίας, όπου το Έκτακτο Στρατοδικείο καθημερινά έβγαζε καταδίκες σε θάνατο και γίνονταν εκτελέσεις. Από τις φυλακές Λαμίας την έστειλαν στις φυλακές Πάτρας και από εκεί πάλι στη Λαμία για να δικαστεί. Μετά την καταδίκη της μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, όπου ‘έζησε’ περίπου δέκα χρόνια.

Μετά την αποφυλάκισή της πήγε στο χωριό της, αλλά δεν μπόρεσε να ενσωματωθεί και ήρθε στην Αθήνα. Δούλεψε σε διάφορες δουλειές, παντρεύτηκε, αγόρασε σπίτι και έκανε και κάποια ταξίδια στο εξωτερικό. Δεν ευτύχησε στο γάμο της. Ζούσε μόνη στο Χολαργό όταν έγραψε τη μαρτυρία της, το 1996. Το βιβλίο με τη μαρτυρία της εκδόθηκε το 2003, γιατί οι εκδοτικοί οίκοι δεν έβρισκαν και πολύ ενδιαφέρουσα τη μαρτυρία μιας αγρότισσας φτωχής και αγράμματης.

Ωστόσο, τα βιώματά της αναδεικνύουν τον ενεργό ιστορικό ρόλο των “συνηθισμένων” ανθρώπων σε κρίσιμες φάσεις του ιστορικού γίγνεσθαι, όπως και η σημερινή. Η ιστορία της δεν αναδεικνύει μια εξαιρετική, μια ιδιάζουσα περίπτωση, αλλά αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία των ανθρώπων της αγροτικής -τότε- Ελλάδας που ονειρεύτηκαν και πολέμησαν για ένα καλύτερο αύριο.

Διαβάζοντας την ιστορία της, ίσως οι αναγνώστες κατανοήσουν ότι όλοι είναι ενεργοί παίκτες στην Ιστορία. Εξάλλου, όπως -σωστά-υποστηρίζεται, η προφορική ιστορία χρησιμοποιεί το παρελθόν για να διαμορφώσει το παρόν και κατ’ επέκταση το μέλλον. Δημιουργεί την Ιστορία”. 

image
Απόσπασμα από τη μαρτυρία της Σταματίας για τα Δεκεμβριανά, όπως τα έζησε τη “λευκή” τρομοκρατία που ακολούθησε:

Ο πόλεμος δεν τέλειωσε
Μετά από το θάνατο του πατέρα μου δεν άργησαν οι Γερμανοί να φύγουν. Ένα, δυο μήνες μετά, έφυγαν. [Σε όλο αυτό το διάστημα] η αγωνία και η κούραση συνεχιζόταν με τον ίδιο τρόπο. Τα πράγματα άρχισαν να φαίνονται [καθαρά] ότι οι Γερμανοί θα φεύγαν. Τα Τμήματα συγκεντρωνότανε πιο κάτω και η δική μας η κούραση μεγάλωνε. Και τώρα αρχίζει ένας καινούργιος Γολγοθάς. Εκείνο το πιο οδυνηρό για μας [ήταν που] βγήκαν οι επονίτες με τον τηλεβόα και φώναζαν γύρω στα βουνά: «Οι γερμανοί φεύγουνε».

Μόλις φύγανε οι Γερμανοί, θυμάμαι βγήκε ένας με τον τηλεβόα πάνω στα βουνά και λέει «Φεύγουν οι Γερμανοί! Ακούστε, ακούστε, χωριανοί φεύγουν οι Γερμανοί! Θα κατέβουμε αύριο στο χωριό». Και τα μαζέψαμε την ίδια μέρα.
Οι χωριανοί χαιρότανε και χόρευαν και μεις κλαίγαμε για τον καλό μου πατέρα που δεν χάρηκε τη Λευτεριά της πατρίδας και που εμείς δεν είχαμε κανένα να μας βοηθήσει να φτιάξουμε κανένα καλύβι να κατέβουμε στο χωριό. Και έτσι η τυραννία η δική μας μεγάλωνε. […]

Και τώρα ας αρχίσουμε [με] την ανοικοδόμηση. Φέρναμε ξύλα από μακριά, εννέα ή δέκα ώρες, και φτιάχναμε τα καμένα. Για μας βέβαια ήταν λίγο δύσκολο που δεν είχαμε άντρα στο σπίτι να μας βοηθάει και έπρεπε να πληρώνουμε. Πού να βρεθούνε; Και όμως τα καταφέρναμε.

Έλα όμως [που] δεν σταθήκαμε ήσυχοι! Έγιναν τα Δεκεμβριανά. Κατάφτασε η Αθήνα κοπάδια κοπάδια [για] να τους φροντίζουμε να τρώνε, να κοιμούνται και έπειτα φεύγανε αυτοί, έρχονταν άλλοι. Αυτό γινότανε ώσπου να φτιάξουν τα πράγματα. Και όμως το δικό μας μαρτύριο δε θα σταματήσει. Δεν ήταν μόνο που τρώγανε και κοιμόντουσαν, μας γεμίσανε και ψείρα. Κάναμε υπομονή ώσπου να δούμε τι θα γίνει.
Που καλύτερα να το κάνανε αυτό το πράγμα. Να διώχνανε  τους αριστερούς και να γίνουμε κι εμείς δύο. Θα ήταν καλύτερα.
–  Τί δύο;
Μισή χώρα, όπως έγινε η  Γερμανία. Έπρεπε να τις αφήσουν. Είχαν κουβαληθεί οι άνθρωποι οι περισσότεροι εκεί. Δεν  είχαμε που να τους βάλουμε. Να ταΐζουμε, να κοιμούνται, να περνάνε απ’ τα σπίτια γεμάτα. Περνούσαν και πήγαιναν προς το βορρά επάνω. Αλλά μετά δεν ξέρω τι έγινε εδώ πέρα. Λάβανε εντολή και ξαναγύρισαν στα σπίτια τους οι άνθρωποι.

Η «λευκή» τρομοκρατία: οι Βουρλάκηδες
Κάποτε πέρασε και αυτό. Δεν άργησαν [όμως] να έρθουν τα χειρότερα. Δήθεν είχαν τα πράγματα ησυχάσει –με τα λόγια, όχι με τα έργα. Δεν μας έφτανε το χάλι μας που παλεύαμε να φτιάξουμε τα καμένα, να μπούμε μέσα και μεις και [τα] λίγα ζώα που είχαμε, η Πολιτεία οργάνωσε τους ταγματασφαλίτες. Τους πλήρωσε να αρχίσουνε την τρομοκρατία και όπως έγινε.

Μόλις  έφυγαν οι Γερμανοί, αυτό πρέπει να γράψετε, αυτό είναι το πιο κύριο, φτάσανε οι μαυροσκούφηδες στα χωριά.

Εκεί κοντά σε μας είχαμε τους Βουρλάκηδες, από διάφορα χωριά κοντά στη Λαμία: Στίρφακα, Καρυά και άλλα που δεν τα ξέρω. Στη Θεσσαλία τους Σούρληδες που αυτοί κατάφεραν με το ξύλο και το σκότωμα να δημιουργήσουν τον εμφύλιο.

Εμείς στο χωριό μας δεν είχαμε [ταγματασφαλίτες]. Έρχονταν απ’ έξω. Από κάτι χωριά εκεί πέρα που ήταν αυτός –ένας καπετάνιος– ο Βουρλάκης που λεγότανε. [Από] ένα χωριό Καρυά, Στίρφακα από κει πέρα. Μάζευε δικούς του, που ήταν παλιά όλο κλέφτες και έκλεβαν τα κατσίκια τα δικά μας. Ερχόντουσαν και μας τα κλέβανε απ’ τα μαντριά. Αυτοί βγήκαν όλοι και έγιναν ταγματασφαλίτες τότε και πληρώνονταν κι’ έρχονταν και κυνηγούσαν εμάς.

Κρύβονταν οι άνθρωποι στα βουνά και μετά το έριξαν στους κομμουνιστές ότι έκαναν στον εμφύλιο. Άρχισαν με τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις να φωνάζουν ενάντια στους κομμουνιστές και τους παρουσιάζανε όπως αυτοί θέλανε. Ληστοσυμμορίτες, σφαγιαστές και ό,τι άλλο μπορούσαν. Άντε τώρα εσύ να βγάλεις από τα μυαλά των απλών ανθρώπων αυτά που ακούγανε κάθε μέρα. Τους έκαναν πλύση εγκεφάλου.

Άρχισαν συλλήψεις, κάθε μέρα: όπου καταλάβαιναν κάποιον αριστερό τον αρπάχνανε. Είχαμε βλέπεις και τους πληρωμένους χαφιέδες που παρακολουθούσαν τα πάντα και έκλεισαν τους μισούς Έλληνες στη φυλακή.

Θα σας γράψω λίγα για τους ταγματασφαλίτες να καταλάβετε τι γινότανε. Το 45 παλέψαμε σκληρά να ξαναφτιάξουμε πάλι τα καμένα καλύβια [για] να μείνουμε εμείς, να βάλουμε τα λίγα ζώα που γλιτώσαμε, να βάλουμε τροφές για το χειμώνα. Εμείς είχαμε κάνει στο αλώνι μας μία μεγάλη αχυρώνα για τις τροφές για τα ζώα. Αυτή κατήντησε να είναι η κρυψώνα των επιδρομ[έ]ων του Βουρλάκη. Τα αλώνια ήτανε πιο κάτω από το χωριό και βολευότανε αυτοί.

Η πρώτη επιδρομή ήτανε μέσα στο χωριό πρωί πρωί. Δεν είχε καλοφέξει ακόμα. Το σπίτι μας εμάς ήτανε στο τέλος του χωριού. Ήτανε η μεγάλη πλατεία του χωριού και από εκεί άρχιζε ο κάμπος γι αυτό ό,τι και να γινότανε στο χωριό το δεχόμασταν εμείς πρώτα. Εκείνο το πρωινό είμαστε με την αδελφή [μου] μόνες στο σπίτι. Σηκώθηκα να βγάλω δυο τρεις κατσίκες που είχαμε να τις πάρει ο τσοπάνος. Ανοίγοντας την πόρτα βλέπω μπροστά μου ένα καβαλάρη με οπλοπολυβόλο στα χέρια έτοιμος να πυροβολήσει και πιο πέρα γεμάτη η πλατεία ταγματασφαλίτες με τα όπλα στα χέρια.  Δεν πρόλαβα καλά καλά να καταλάβω [τί γινότανε]. Έβαλε εμπρός ο καπετάνιος να ρίχνει από πάνω από τα σπίτια. Του πέφτουν οι σφαίρες κάτω και μου φωνάζει: «Μάζεψε τις σφαίρες». Εγώ άλλο από το φόβο, άλλο από τον ύπνο δεν τις έβλεπα. «Πάρε και αυτές. Πάρε!» φώναζε από το άλογο. Ρίχνανε και οι άλλοι στον αέρα. Κι από το φόβο έτρεμα. Τις έτρεμα  πιο πολύ αυτούς παρά τους Γερμανούς, απ’ αυτά που τραβήξαμε.
Τους μαζεύει όλους και φεύγει και μου λέει: «Σήμερα δεν σας πείραξα. Άλλη φορά θα σας μαζέψω όλες και θα μαρτυρήσετε ποια ήτανε στο ΕΛΑΣ, ποια ήτανε στην ΕΠΟΝ». Και έτσι έγινε.

Το μαρτύριο ήταν μεγάλο στο χωριό. Κάθε τρεις και λίγο οι Βουρλάκηδες στην τρομοκρατία. Φόβος, ξύλο και δεν τους εμπόδιζε κανείς. Θα σας γράψω μόνο ένα περιστατικό να καταλάβετε. Ένα βράδυ ήρθανε κρυφά. Κύκλωσαν το χωριό και παρουσιαστήκανε το πρωί και τα κάνανε λίμπα. Στη γειτονιά μας είχαμε [κάτι] ανιψιές του Νικηφόρου, που ήτανε αξιωματικός του ΕΛΑΣ, και δεν είχαν καλές πληροφορίες και πιάσανε εμένα και την αδελφή μου. Και αν δεν ερχότανε μια χωριανή -δεν ξέρω αν ήταν και συγγενής του- να μας βγάλει από τα χέρια του, θάχαμε κακά ξεμπερδέματα. [Αυτή] άρχισε και τον τράβαγε να τον ρίξει κάτω από το άλογο.

Κι ήρθε μια χωριανή του και τον πιάνει και του λέει «Έλα εδώ βρε κατσίκι» του λέει –συγγενή τον είχε τι τον είχε δεν ξέρω— «αυτά τα καλύτερα κορίτσια του χωριού πας να δείρεις; Γιατί τα δέρνεις τα κορίτσια; Κι αν βρέθηκαν τα κορίτσια στο Βουνό κι αν βοηθούσαν τα κορίτσια, τα κορίτσια φταίνε ή ο Γερμανός που ήρθε μέσα; Δεν ντρέπεστε λίγο», λέει, «που βγήκατε και κυνηγάτε τον κόσμο;» Και γλυτώσαμε εκείνη τη φορά. Γλυτώσαμε, γιατί ήρθε η γυναίκα αυτή.

Λεγόταν Σκαλιστήρα αυτή η κυρία. Μας έσωσε τότε.

image

Διπλό Βιβλίο

Η αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση

Η ιστορική ανάγνωση

Τασούλα Βερβενιώτη, Εκδ. Κουκίδα – 2017

Το Διπλό Βιβλίο είναι ένα καινοτόμο βιβλίο. Η Αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση περιλαμβάνει τη γραπτή και ένθετα την προφορική μαρτυρία της. Η Ιστορική Ανάγνωση γίνεται με βάση την αφήγηση της Σταματίας, μιας γυναίκας που ακολούθησε τον ρυθμό της εποχής της, του χωριού της, της οικογένειάς της, όπως άλλωστε οι περισσότεροι άνθρωποι τους οποίους μέχρι τώρα η ιστορία συστηματικά τούς παρέλειπε.
Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερα μέρη: Το πρώτο αναφέρεται στη ζωή της στο προπολεμικό Περιβόλι, στην ΕΠΟΝ και στον Δημοκρατικό Στρατό. Το δεύτερο -για τις φυλακές- είναι πιο εκτεταμένο, γιατί η ανάγνωσή του έθεσε πολλά ερωτηματικά. Η αφήγηση της Σταματίας δουλεύτηκε συγκριτικά με 31 άλλες γραπτές μαρτυρίες γυναικών κρατουμένων. Το τρίτο μέρος αφορά την ιδεολογική ταυτότητα των εαμογενών αριστερών, των αντιστασιακών. Το τέταρτο αποτελεί μια απόπειρα ιστορικής κειμενικής ανάλυσης της γραπτής και της προφορικής μαρτυρίας της Σταματίας.

Η Τασούλα Βερβενιώτη είναι ιστορικός και η ερευνητική της δραστηριότητα επικεντρώνεται στην κοινωνική ιστορία της δεκαετίας του 1940. Έχει γράψει τα βιβλία: Η Γυναίκα της Αντίστασης. Η Είσοδος των Γυναικών στην Πολιτική 1994 (Οδυσσέας 1994) & (Κουκκίδα 2013)∙  Το Διπλό βιβλίο. Η Αφήγηση της Σταματίας Μπαρμπάτση. Η ιστορική ανάγνωση που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας-Χρονικού (2004)∙ Το Αναπαραστάσεις της Ιστορίας  (Μέλισσα 2009) που αναδεικνύει τα προβλήματα του άμαχου πληθυσμού τη δεκαετία του 1940 και περιέχει περίπου 500 φωτογραφίες από τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού∙ Το Κούλα Ξηραδάκη «Εγώ δεν τα Παράτησα…» (Κουκκίδα 2012) αποτελεί έναν φόρο τιμής στην αυτοδίδακτη ιστορικό.

Έχει πάρει μέρος σε πολλά συνέδρια και έχει γράψει πλήθος άρθρων στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Από το 2011 πρωτοστατεί στην οργάνωση σεμιναρίων και την ίδρυση Ομάδων Προφορικής Ιστορίας.

Η Σταματία Μπαρμπάτση γεννήθηκε το 1922 στο Περιβόλι Δομοκού, που βρίσκεται στις αρχές του ορεινού συγκροτήματος της Πίνδου, κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή και τα μεταλλεία χρωμίου. Στην Κατοχή ήταν χώρος επίζηλα διεκδικήσιμος και για τους Γερμανούς και τους αντάρτες. Τότε η Σταματία εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και κουβαλούσε φορτία για τους αντάρτες. Μετά την απελευθέρωση, υπέστη τις τιμωρίες της συμμορίας του Βουρλάκη. Το 1947, μαζί με άλλους συγχωριανούς της βγήκε στο Βουνό, λόγω του φόβου των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Στρατού. Εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό, πήρε μέρος σε μία πορεία 1.000 χλμ. προς τον Γράμμο, καθώς και σε μάχες∙ τραυματίστηκε, συνελήφθη  και έμεινε στη φυλακή περίπου δέκα χρόνια. Επέστρεψε στο Περιβόλι, αλλά δεν έμεινε. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.