To δάσος των παιδιών» είναι ένα αφήγημα όπου το παρελθόν τρέχει παράλληλα με το παρόν, σ’ έναν τόπο που προορίζεται να χαθεί. o συγγραφέας Χρήστος Αγγελάκος, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη για τη δημιουργική πορεία της συγγραφής –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο: Το δάσος των παιδιών, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ads

 
“Το μυθιστόρημα ξεκινάει, θεωρητικά, τη στιγμή που γράφεις την πρώτη λέξη. Τότε που βλέπεις τα τούβλα να μπαίνουν το ένα πάνω στο άλλο και το τσιμέντο να τα ενώνει. Αλλά είναι, στ’ αλήθεια, αυτή η αρχή του; Και με το αθέατο κομμάτι του τι γίνεται; Τι βρίσκεται στα θεμέλια του οικοδομήματος; Και τι στο υπέδαφος του Δάσους;

Όλα ξεκίνησαν με δύο δημοσιεύματα του Ιού της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας:
μια δασώδης περιοχή στη Μαγνησία προοριζόταν να εξαφανιστεί (να «αξιοποιηθεί» κατά τους ιθύνοντες) εν όψει κάποιων περιφερειακών αθλητικών αγώνων.

Πέρασαν μήνες, μπορεί και χρόνος, κι ένας φίλος μού αφηγήθηκε την ιστορία της γιαγιάς του και του πρωτότοκου γιού της που βγήκε αντάρτης στο βουνό.
Ενδιαμέσως είχε βρεθεί ο τίτλος: Το δάσος των παιδιών.

Ads

Κι ακολούθησε μια πρόταση από ένα διήγημα του Ντένις Τζόνσον:
«Οι γυναίκες ήταν άγραφες αστραφτερές εκτάσεις, και μέσα τους κολυμπούσαν φωτογραφίες θλιμμένων κοριτσιών.»
Σ’ αυτό το «και», σφηνωμένο στη μέση της πρότασης, στηρίχτηκε όλη η ιστορία.

Μπερδεμένα σάς τα λέω. Έτσι μπερδεμένα με βρήκαν.
Τσιμέντο, ασβέστης, άμμος και νερό: ένα «χαρμάνι».

Έχω την εντύπωση πως ένας συγγραφέας, από τη στιγμή που μπαίνει στη διαδικασία να γράψει, μετατρέπεται σε αράχνη. Πρέπει συγχρόνως να υφάνει τον ιστό του και να αιχμαλωτίσει την τροφή του. Τα πάντα μπορεί να είναι χρήσιμα.

Και πράγματι, τα πάντα μού ήταν χρήσιμα:
Τα μελοδράματα του Ντάγκλας Σερκ και το «Ασανσέρ για δολοφόνους» του Λουί Μαλ· οι μουσικές του Τσέτ Μπέικερ και το τραγούδι του Ζακ Πρεβέρ· οι πίνακες της Πάουλα Ρέγκου και οι «Θεατές» του Εδουάρδου Σακαγιάν· ένα ταξίδι στη Λισαβόνα και οι ιταλοί φίλοι στη Ρώμη και στην Απουλία. Ατάκες από ταινίες. Φράσεις από θεατρικά έργα. Πλάνα. Φωτισμοί. Όνειρα. Μνήμες. Αλλά, κυρίως, αυτά που έπρεπε να εφεύρω: χειρονομίες και περιστατικά που μου τα υπαγόρευε η ίδια η αφήγηση. Μου τα υπαγόρευαν τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν σάρκα και οστά, να ξεκολλήσουν, επιτέλους, από το χαρτί.

Αλλά με τούτα δεν φτιάχνεται μυθιστόρημα. Φτιάχνεται αυτό που αποκαλεί ο Πεντζίκης «αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής».

Πόσο προσχηματική είναι άραγε η ιστορία ενός αφηγήματος; Μήπως ο Οδυσσέας δεν είναι κάποιος που προσπαθεί απλώς να γυρίσει στο σπίτι του; Και μήπως ο Μαρσέλ, στην «Αναζήτηση του χαμένου χρόνου», δεν είναι αυτός που θέλει μόνο να θυμηθεί;

Όσο εμβληματικά κι αν είναι τα πρόσωπα κι όσο συναρπαστικές οι ιστορίες τους, τα λογοτεχνικά έργα τα γράφει, εντέλει, η ίδια η γλώσσα: μια άνω τελεία στο παρελθόν της ηρωίδας και μια άνω-κάτω στιγμή στο παρόν της· εδώ ο λόγος της Λουκίας γίνεται πλάγιος και τρεις αράδες παρακάτω ξαναγυρίζει σε ευθύ· πιο ’κει ο Παύλος χρειάζεται μια δισύλλαβη λέξη, κι η Σόνια μια τετρασύλλαβη· εδώ ο τόνος στη λήγουσα κι εκεί στην παραλήγουσα.
Γιατί η γλώσσα είναι κυρίως ρυθμός. Κι ο ρυθμός, με τη σειρά του, ορίζει τη γραφή.
Mια αλλήθωρη λέξη μπορεί να τινάξει μια σελίδα στον αέρα, κι ίσως να χρειαστεί να περιμένεις μέρες ολόκληρες, να πέσεις στα γόνατα, σβήνοντας και γράφοντας, μέχρι να βρεις την κατάλληλη. Ή την ακατάλληλη που ταιριάζει.
Και είναι, κατά συνέπεια, η γραφή εκείνη που δημιουργεί το ύφος, σώζει τα πρόσωπα, στοιχειώνει τα λόγια τους και τα παραδίδει στο δάσος της αφήγησης.

Κι αφού η ζωή δεν είναι ευθύγραμμη, πώς ν’ αφηγηθείς
τις κλειστές και πώς τις ανοιχτές στροφές της;

Η Λουκία δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο: είναι οι ρόλοι που έπαιξε στις διαφορετικές ηλικίες της ζωής της· είναι τα πρόσωπα που μπήκαν και βγήκαν απ’ το δάσος της, αλλά κι αυτά που έμειναν για πάντα εκεί.
Είναι οι σιωπές και οι χειρονομίες της· το πένθος και ο θυμός της· οι τύψεις και οι επιθυμίες της· κυρίως, αυτές: οι επιθυμίες και ο αποκλεισμός τους.
Για να της πάρω τα μυστικά της, έπρεπε να κάνω ό,τι κάνουμε όταν συναντάμε ένα ζώο, που δεν γνωρίζουμε τις διαθέσεις του: να καθίσω στο έδαφος· να μην την κοιτάζω στα μάτια· να την αφήσω να με πλησιάσει· να ξεκινήσει να μιλάει πρώτη· να μου πει την ιστορία της.
Κι έπειτα έπρεπε να σχεδιάσω τη στρατηγική της αφήγησης, που είναι ίδια με τη στρατηγική της απάτης. Να φτιάξω ένα μεγάλο παζλ από πολλά μικρά κομμάτια.
Το παρελθόν και το παρόν να σπάσουν, εισχωρώντας το ένα στο άλλο.
Τα πρόσωπα να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται, όπως στα όνειρα.
Η θερμοκρασία των λέξεων ν’ αυξομειώνεται, ορίζοντας ταυτοχρόνως την απόσταση. Το «εγώ», το «εσύ» και το «αυτός» να εναλλάσσονται, οδηγώντας την ιστορία στην κορύφωσή της. Σηματοδοτώντας την ανέφικτη συνάντηση με τον Άλλο.

Λίγα βιογραφικά στοιχεία για «Το δάσος των παιδιών»
 
Το μυθιστόρημα ξεκίνησε να γράφεται ένα καλοκαίρι, στις 14 Αυγούστου, και τέλειωσε την ίδια ακριβώς ημερομηνία, δυο χρόνια μετά.
Το μεγαλύτερο μέρος του γράφτηκε στην εξοχή.
Αρχή και τέλος με βρήκαν στην ίδια καρέκλα, στο ίδιο τραπέζι, με την ίδια θέα απέναντι.
Τα πιο φωτεινά κομμάτια του γράφτηκαν νύχτα, τα πιο σκοτεινά με το φως της μέρας.
Όσο πλησίαζα προς την καταστροφή (τη στιγμή που τα πρόσωπα γκρεμίζονται στον εαυτό τους) τόσο πιο ανάλαφρος ένιωθα.

Και μια συμβουλή, που δεν είναι απαραίτητο να την κρατήσετε: ποτέ να μην εμπιστεύεστε ένα συγγραφέα, όταν μιλάει για το έργο του. Αγνοεί περισσότερα απ’ όσα γνωρίζει. Και κρύβει περισσότερα απ’ όσα λέει.”

image
To βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο

————————
Χρήστος Αγγελάκος είναι απόφοιτος του τμήματος Βυζαντινών – Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόνης: θέμα της διατριβής του, Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου.
Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα Η τελευταία εικόνα (Κέδρος 1998), την ποιητική συλλογή Τα φώτα απέναντι (Ίκαρος 2008) και τη μετάφραση των δοκιμίων του Jean Starobinski, Τρεις Μανίες (Εστία, 1992).
Το 2009, πήρε το β’ βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στα θεατρικά βραβεία του ΥΠΟΤ, με το έργο Οι δυο μας τώρα.
Το δεύτερο μυθιστόρημά του, Το δάσος των παιδιών, κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.