Ο Vilém Flusser[1] σημειώνει πως η «ποίηση είναι παραγωγή βιωματικών μοντέλων και χωρίς τέτοια μοντέλα δε θα μπορούσαμε σχεδόν τίποτα να αντιληφθούμε. Θα είχαμε αναισθητοποιηθεί και, εξαρτημένοι από τα εξασθενημένα μας ένστικτα, θα τρικλίζαμε αναγκαστικά, τυφλοί, κουφοί και χωρίς αισθήσεις. Οι ποιητές είναι τα αντιληπτικά μας όργανα. Βλέπουμε, ακούμε, γευόμαστε και οσφραινόμαστε βάση μοντέλων, με τα οποία μας εφοδιάζουν οι ποιητές. Ο κόσμος φαίνεται για μας διαμέσου αυτών των μοντέλων…». Η θέση τούτη του Flusser βρίσκει βαθύτατη ανταπόκριση στην ποίηση του Βαλάντη Βορδού («η ηλικία της παραδοχής», (.poema..) 2014).

Ads

Πλήθος κοινωνικών βιωμάτων ενσωματώνονται στην ποιητική του Βορδού. Παραστάσεις της ζωής κοινές σε πόλεις επαρχιακές και την περιφέρεια, με ένα λεξιλόγιο ξεχωριστό. Σε αντίθεση όμως προς τους ποιητές της περιφέρειας[2], ο Βορδός στέκεται μακριά από την βιωματική αναπαράσταση της χλωρίδας. Η ποίησή του φαντάζει πιο αστική. Ωστόσο, η οικειότητα με τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν τον φέρνει σε αντίθεση με την ατομοκεντρική και απρόσωπη αστική ποίηση.

Στους ποιητές από τα μεγάλα αστικά κέντρα σπάνια (και συχνά με συγκεκριμένο σκοπό[3]) τα πρόσωπα είναι τόσο οικεία. Αντίθετα, στην ποιητική του Βορδού εμφανίζονται πολύ οικεία, ενώ οι χώροι φαντάζουν να πετάγονται από νουάρ κινηματογραφικές αναφορές (μπαρ, οπλοφορία, έρημοι δρόμοι και σταθμοί) δημιουργώντας ένα περιβάλλον στο οποίο το ποιητικό υποκείμενο ασφυκτιά.

Και αξίζει να υπογραμμίσουμε την απομόνωση του καλλιτέχνη που λειτουργεί μοναχικά -ίσως και κοινωνικά απαξιωμένος. Η ακοινωνησία, άλλωστε, τούτη αποτελεί μία μόνιμη επωδό στη συλλογή. Ο ποιητής νιώθει απόμακρος από το κοινωνικό περιβάλλον, σαν ένας αμέτοχος παρατηρητής που δεν ταιριάζει σε αυτό, αλλά μόνο το ανέχεται (σαββατόβραδο). Η ευαισθησία του δεν ταιριάζει με το χώρο και τα άτομα που τον περιβάλλουν ενισχύοντας τη μοναχικότητά του (αιμόφυρτος άγγελος).

Ads

Ο ποιητής προσπαθεί να ξορκίσει τη μοναξιά, την κοινωνική απομόνωση και το θάνατο. Αν και παλεύει να συμφιλιωθεί με την ιδέα του χαμού οικείων προσώπων, αισθάνεται να τον καταδιώκει. Φοβάται μη γίνει μία ακόμα κολώνα της ΔΕΗ που θα κολλούν επάνω της κηδειόχαρτα (σπουδή σε μια κολόνα).

Τις Κυριακές
όταν κάνετε τη βόλτα σας,
διαβάζοντας εφημερίδα
και πίνοντας καφέ σαν ξεκουράζεστε
απ’ της εργασίας τον ορυμαγδό εγώ προτιμώ ποιήματα
να γράφω, έτσι που εξαντλημένο με βρίσκει
η καινούργια εβδομάδα.

Η εκφραστική του Βορδού εγείρεται πάνω σε μία ξεχωριστή προφορικότητα. Εγκαταλείπει κάθε λογοτεχνικό εξωραϊσμό, κάθε ποιητικό στολίδι μέσα στην ευθύτητα της γραφής του. Μέσα από τον καθημερινό λόγο -με την οικεία αθυροστομία, μα όχι χυδαιότητα- ξεπροβάλλει μία σπάνια θεατρική αμεσότητα που ισορροπεί στην ποιητική του ειλικρίνεια. Αδιαμεσολάβητα εκμυστηρεύεται την υπαρξιακή του αγωνία για το θάνατο και τη μοναξιά. Αν και διακρίνονται ακτινωτές/έμμεσες επιρροές προς την υπαρξιακή ποίηση της Θεσσαλονίκης, η ποιητική του δεν είναι ατομοκεντρική. Το άτομο είναι μέλος του κοινωνικού συνόλου, ακόμα κι αν δεν ταιριάζει στο κοινωνικό χώρο.

Σε είδα στην πλατεία Δικαστηρίων.
Με τα τακούνια σου κομμάτιαζες
οριζόντια και κάθετα
το σάπιο σώμα της πολιτείας,
μέρες μετά σε ξαναείδα
τυχαία στη γειτονιά,
στα χέρια κρατούσες
τη βρόχινη μήτρα σου.

Η πρωτοενική έκφραση ναυπηγεί ένα ύφος εξομολογητικό που συμπλέει με την αφηγηματική ροή άλλων ποιημάτων. Ταυτόχρονα, ενισχύει την αμεσότητα και τη θεατρική διάσταση της ποίησης του Βορδού αναδύοντας μία μελαγχολική ευαισθησία που αγκαλιάζει τον αναγνώστη/ακροατή.

Το β΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο με την αοριστολογική του διάσταση (ποίημα σε κρίση, παραφορά, slatter party) απευθύνεται με δραματική ευθύτητα στον αναγνώστη, όπως και το α΄ και β΄ πληθυντικά πρόσωπα (η γενιά…, αφανισμός, να έχετε υπόψη, θλιμμένες Κυριακές). Μαζί με τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο διαμορφώνουν μία ποικιλία ποιητικών υποκειμένων με αποτέλεσμα, εκτός από την αποφυγή της επανάληψης, να υποστηρίζουν ένα άτυπο διαλογικό ύφος στη συλλογή. Ταυτόχρονα όμως θεμελιώνουν και την λανθάνουσα κοινωνική κριτική του Βορδού (ποίημα σε κρίση, σαββατόδραδο, εκταφή, η γενιά…, μεταμόρφωση, παραφορά, μαύρη γάτα, η Κατερίνα).

Στη Σαραγόσα πένθιμα θα χτυπήσουν οι καμπάνες.
Τορέρο πριν μπήξεις το ξίφος σου στη ράχη του ζώου.
Σκέψου τους ταύρους που σ’ άφησαν να ζήσεις
Φτύνοντας αίμα από τη μουσούδα τους.
Σίγουρα θα περνούσε από το μυαλό τους.
Όλη τους η ζωή, σαν ταινία
τα πρόσωπα των παιδιών τους
οι μικρές τους αγαπημένες…

Τα κοινωνικά στιγμιότυπα συνδέονται με την αυτοαναφορικότητα, το θάνατο, τον έρωτα, την κριτική του. Έτσι, ακόμα και η αυτοαναφορικότητα είναι περιορισμένη (χίλια κομμάτια, οδυνηρή διαπίστωση νεαρού ποιητή) ενώ συχνότερα αναδύεται μέσα από καταρράκτες κοινωνικών παραστάσεων (γράφω εκδοχές, σαββατόβραδο, κίτρινη τρικυμισμένη μου θάλασσα, θλιμμένες Κυριακές) με χαρακτηριστική την απομόνωση του ποιητή και την απογοήτευσή του.

Η ερωτική απογοήτευση (φοβάμαι, κίτρινη τρικυμισμένη μου θάλασσα) και κυρίως ο θάνατος που εμφανίζεται πολύ συχνά εκθέτοντας μία βαθιά υπαρξιακή αγωνία (βόλτα στα χωράφια, σπουδή σε μια κολόνα, να έχετε υπόψη, γράφω εκδοχές, εκταφή, αντί-ρεπορτάζ, κατάθλιψη, θάνατος ταυρομάχος, ποιος κοροϊδεύει ποιον, splatter party), διαμορφώνουν ένα κυρίαρχο μελαγχολικό συναίσθημα στη συλλογή.

…Ένας πάνθηρας γυροφέρνει το σώμα μου
επιτίθεται, μου ξεριζώνει τα χέρια
μπήγει τα νύχια στην καρωτίδα
νιώθω τα δόντια του βαθιά στον αυχένα
τα μολυσμένα σάλια κι ένα τράνταγμα βαρύ και βίαιο
με παραλύει…

Χαρακτηριστικές υπερρεαλιστικές πινελιές ταράζουν την ένταση των ποιημάτων, ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη και χρωματίζοντας συναισθηματικά τα στιχουργήματα. Ο σουρεαλιστικός παραλογισμός ερχόμενος σε αντίθεση προς το ρεαλιστικό ποιητικό κάδρο ενισχύουν το μελαγχολικό συναίσθημα απέναντι στο θάνατο και τη μοναξιά. Όπως μάλιστα εντάσσονται στη στιχουργική προσφέρουν μία αίσθηση κίνησης (ο εισπράκτορας, αιμόφυρτος άγγελος, αντί-ρεπορτάζ, η Κατερίνα, run x2-3-34).

Η ποίηση του Βορδού είναι χαμηλόφωνη. Συστέλλεται ανάμεσα στους χαμηλούς τόνους και την μοναχικότητα ενώ παράλληλα διαποτίζεται με ειλικρίνεια και ευαισθησία. Ο δημιουργός γίνεται ο ίδιος ένα τραγικό πρόσωπο που θρηνεί οικεία πρόσωπα και τον εαυτό του, οιονεί νεκρό κοινωνικά.
τοβιβλίο


[1] Vilém Flusser, Η γραφή, μτφρ. Γιώργος Ηλιούπουλος, ποταμός 2006.

[2] Βλ. σχετικές κριτικές μας για τον Τάκη Γκόντη, την Κυριακή Λυμπέρη και τη Χαρά Ναούμ.

[3] πχ η Χαρά Χρηστάρα (απουσίες-παρουσίες, μανδραγόρας, 2014) παρουσιάζει ονομαστικά τον μανάβη της γειτονιάς, το Σταύρο,  αλλά για να εκφράσει την υποστήριξή της και την οικειότητά της στον επαγγελματία σε καιρό κρίσης.