«Με τη Λεσβία λέω εν ολίγης, καλώς ορίσατε στον 21ο αιώνα» λέει στο tvxs.gr o συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος. Μα δε ζούμε την εποχή της πλήρους απελευθέρωσης μπορεί να αναρωτηθεί κανείς. Η απάντηση που θα πάρετε μέσα από το νέο του μυθιστόρημα είναι αρνητική. Όχι λοιπόν. 

Ads

Οι νέοι τολμούν να διερευνήσουν σήμερα περισσότερο από ποτέ ίσως τη σεξουαλικότητά τους αλλά τα κοινωνικά στερεότυπα διατηρούν τη δύναμή τους στην οποία προσκρούουν οι ηρωίδες του βιβλίου η Μελίνα και η Βιβή. Η πρώτη τολμάει να πει «φοβάμαι», να εκφράσει όλες τις εσωτερικές της συγκρούσεις η δεύτερη υψώνει το αγωνιστικό της ανάστημα για να πει «μην αφήσεις να γίνει το δικό τους». Τελικά η ελευθερία της επιλογής μας απαλλάσσει από τους ψυχαναγκασμούς ή απλά αυτοί αποκτούν άλλη χροιά; Η αναζήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας έχει τίμημα και πόσο κοστίζει στον καθένα και την καθεμία; 

Ο κάθε αναγνώστης θα δώσει τη δική του απάντηση. Όσο για τον συγγραφέα που παραδέχεται την δημιουργική εμμονή του στα θέματα της γυναικείας σεξουαλικότητας, όχι μόνο δεν φοβάται μήπως χαρακτηρίσουν τη γραφή του αλλά το θεωρεί μεγάλη του τιμή αφού κατά τη γνώμη του δεν υπάρχουν πιο πλήρεις και μυστηριώδεις υπάρξεις από τις γυναίκες. 

image

Ads

Όταν κυκλοφόρησε η «Λεσβία» σου έσπευσαν κάποιοι να πουν πως στόχος σου είναι να προκαλέσεις μέσα από ένα ακόμα πορνογραφικό βιβλίο καθώς ο τίτλος ακούγεται προβοκατόρικος. Πως επέλεξες τον τίτλο και γιατί ήταν ο καταλληλότερος κατά τη γνώμη σου;

Το μυθιστόρημά μου ανανοηματοδοτεί τη λέξη «λεσβία». Η ηρωίδα μου, όπως αρκετά κορίτσια στις μέρες μας, δεν έχει σχέση με το στερεότυπο της λεσβίας: κοντό μαλλί, αρρενωπή συμπεριφορά κ.λπ. Έλκεται τόσο από γυναίκες όσο και από άντρες, εκφράζοντας μια αναδυόμενη τάση, που δείχνει ότι στην εποχή μας τα φύλα συγχέονται, ή αλλιώς ότι η σεξουαλική ταυτότητα είναι σήμερα ρευστή. Όσο για τις αντιδράσεις απέναντι στον τίτλο μου (απέναντι σε μια λέξη που είναι και η λόγια και η κοινή, αλλά και η διεθνής ονομασία της συγκεκριμένης σεξουαλικής ταυτότητας), αποδεικνύουν ότι οι λέξεις δεν έχουν χάσει καθόλου τη σημασία τους, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Ευτυχώς, η γλώσσα εξακολουθεί κόκαλα να μην έχει και κόκαλα να τσακίζει!

Τα θέματα της γυναικείας σεξουαλικότητας είναι μία από τις εμμονές σου, δεν φοβάσαι μήπως σε περιορίσει αυτό; Μήπως γίνεις ο συγγραφέας που ψάχνει τον οργασμό της γυναίκας;

Το θέμα της σεξουαλικότητας, γυναικείας και ανδρικής, είναι μια από τις εμμονές μου, και ταυτόχρονα μια από τις εμμονές της εποχής μας. Οφείλουμε να γράφουμε αυτά που δεν μπορούσαν να γράψουν ο Παπαδιαμάντης ή ο Ροΐδης, ο Καζαντζάκης ή ο Καραγάτσης. Με άλλα λόγια, οφείλουμε ως συγγραφείς να εκφράσουμε, όχι μόνο τις αιώνιες σταθερές, αλλά και το πνεύμα της σύγχρονης εποχής. Μακάρι να γινόμουν «ο συγγραφέας που ψάχνει τον οργασμό της γυναίκας». Το θεωρώ παράσημο.

Πως προέκυψε η ιδέα της νέας σου ιστορίας;

Την πρώτη ύλη που σχετίζεται με τον ντοπαρισμένο χούλιγκαν ο οποίος βιάζει την ηρωίδα μου, την είχα εντοπίσει σ’ ένα εγχειρίδιο ψυχιατρικής από το 1996, αλλά δεν μου είχε δοθεί μέχρι τώρα η ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσω. Όσο για το θέμα της ομοφυλοφιλίας, εδώ και περίπου σαράντα χρόνια που δημοσιεύω, συναναστρέφομαι με γκέι και λεσβίες, ξέρω τις ζωές τους από κοντά. Πάντα ήθελα να γράψω για τα θέματά τους, και εννοείται ότι μπορώ να συναισθανθώ καλύτερα κάποια που ερωτεύεται γυναίκες, όπως κι εγώ, παρά κάποιον που έλκεται από άντρες. Τα τελευταία χρόνια, έβλεπα συχνά κορίτσια σαν την ηρωίδα μου, κορίτσια που πειραματίζονταν με τις λεσβιακές σχέσεις, εν μέρει και ως αντίδοτο στις προβληματικές σχέσεις τους με τ’ αγόρια. Γιατί στις νεότερες ηλικίες τείνει να γίνει κανόνας να είναι μόνοι τους, παρά ζευγαρωμένοι, πράγμα που μου φαίνεται θλιβερό. Όμως, ο αποφασιστικός παράγοντας για να ολοκληρώσω το μυθιστόρημά μου, ήταν η απογοήτευσή μου από την πολιτική, τους πρώτους μήνες του ’15. Η επιθυμία για βαθιές αλλαγές στην κοινωνία έχει κοινές ρίζες με την ερωτική επιθυμία. Αφ’ ης στιγμής, λοιπόν, ένιωσα ότι ήταν μάλλον ανέφικτη η ικανοποίηση της πολιτικής επιθυμίας μας, στράφηκα στην ερωτική επιθυμία. Η ιστορία ενός παθιασμένου έρωτα που εμποδίζεται και διαλύεται από την κοινωνική καταπίεση, στα δικά μου μάτια έχει πλήρεις αναλογίες με την ιστορία της πολιτικής άνοιξης που ματαιώθηκε από το πραξικόπημα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής μαφίας το περασμένο καλοκαίρι.

Η Λούλα ήταν μία γυναίκα της εποχής της που δεν μπορούσε να φτάσει σε οργασμό. Περιέγραψες μέσα από την περίπτωσή της ένα κοινωνικό πλαίσιο και την αγωνία μιας γενιάς να βρει την προσωπική της ταυτότητα μέσα από το σώμα. Ποια είναι τα διλήμματα και οι προκλήσεις της νέας σου ηρωίδας;

Η «Λούλα» μιλούσε για την αδυναμία μιας ολόκληρης κοινωνίας να φτάσει σε οργασμό, δηλαδή να απολαύσει τη ζωή της, εξαιτίας της εμπορευματοποίησης των πάντων. Η «Λεσβία» μιλάει για τη ρευστότητα της σεξουαλικής ταυτότητας στις μέρες μας, για τη σύγχυση ανάμεσα στα δύο φύλα, για το γεγονός ότι το φύλο είναι μια κοινωνική, και όχι βιολογική κατασκευή. Γράφτηκε και εκδόθηκε σε μια περίοδο όπου το σύμφωνο συμβίωσης ανάμεσα σε ομοφυλόφιλους ή λεσβίες έγινε νόμος του κράτους. Σε μια περίοδο όπου οι ετεροφυλόφιλοι μπορούν να καταλάβουν ότι οι ερωτικές τους σχέσεις δεν διαφέρουν από τις ομοφυλοφιλικές. Εν ολίγοις, καλώς ορίσατε στον 21ο αιώνα!

Έχεις αποφύγει να χρησιμοποιήσεις στερεοτυπικούς χαρακτηρισμούς στην περιγραφή της. Η νέα γενιά τελικά είναι πιο αποενοχοποιημένη ή απλά έχει να διαχειριστεί άλλου τύπου εσωτερικές συγκρούσεις, ταμπού και στερεότυπα;

Κάθε νέα γενιά έχει, και στον αιώνα τον άπαντα θα έχει, «να διαχειριστεί άλλου τύπου εσωτερικές συγκρούσεις, ταμπού και στερεότυπα». Το πρόβλημα είναι ότι τα διανοητικά εργαλεία για να αντιληφθούμε τα νέα ζητήματα που προκύπτουν, είναι συνήθως σκουριασμένα και παλιά. Σε κάθε εποχή πρέπει να ανανεώνεται ο τρόπος σκέψης μας, να αναπροσαρμόζεται κατάλληλα. Το μείζον θέμα των ημερών μας, φέρ’ ειπείν, νομίζω ότι είναι ο ψηφιακός κόσμος, ο οποίος, ενώ κυριαρχεί στις ζωές μας, απουσιάζει από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, και από την τέχνη γενικότερα, λες και ζούμε ακόμα στην προ-ίντερνετ εποχή. Ιδίως σε μια χώρα της περιφέρειας όπως η δική μας, ανάλογα πράγματα καθυστερούν πολύ να συνειδητοποιηθούν και να αντιμετωπιστούν όπως πρέπει. Οφείλουμε να μιλήσουμε για το τώρα, να το κατανοήσουμε και να το καταγράψουμε. Τα παιδιά μας δεν μπορούν να κάνουν αυτή τη δουλειά, εκείνα θα μιλήσουν για τη δική τους εποχή, όταν έρθει η ώρα της. 

Πόσο εύκολο ή δύσκολο σου είναι να συναισθανθείς τη γυναίκα ή να ταυτιστείς μαζί της, ώστε να νιώθεις ασφάλεια όταν ολοκληρώνεις ένα βιβλίο – κατάδυση στο σώμα της και τον ψυχισμό της;

Είναι σαν να ρωτάμε έναν συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, πόσο εύκολο ή δύσκολο του είναι να γράψει για έναν δολοφόνο, από τη στιγμή που δεν έχει σκοτώσει ποτέ του κανέναν. Εννοώ ότι αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα, να συναισθάνεται και να αγωνίζεται να μπει στη θέση των άλλων, να παλεύει να τους εκφράσει. Από κει και πέρα, αφού λατρεύω τις γυναίκες και αφού έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου εξερευνώντας το μυστήριό τους, είναι εντελώς φυσικό να γράφω για την εξερεύνησή μου αυτή.

Και σε αυτό το μυθιστόρημά σου δεν ωραιοποιείς, σκαλίζεις τα πράγματα για να μιλήσεις για το υπαρξιακό θέμα μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων σου. Πόσο επιτρέπουμε σήμερα στον εαυτό μας να τσαλακωθεί;

Σήμερα οι άνθρωποι φοβούνται να τσαλακωθούν, φοβούνται την απόρριψη και το συναισθηματικό ρίσκο, φοβούνται μήπως πληγωθούν, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε προηγούμενες εποχές. Προφανώς, γι’ αυτή την κατάσταση ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό τα χρόνια της φούσκας που προηγήθηκαν, στη διάρκεια των οποίων γίναμε πολύ πιο εγωιστές, πολύ πιο ατομικιστές. Η εμπορευματοποίηση των πάντων και η εξύψωση του χρήματος σε υπέρτατη αξία έχουν δημιουργήσει ένα είδος ανθρώπου που σχεδόν φοβάται να ζήσει, να εκτεθεί, να αγγίξει ψυχικά τον άλλον και να ζυμωθεί μαζί του. Ευτυχώς, η οικονομική κρίση μάς ωθεί να βγούμε από το καβούκι μας και να στραφούμε σε μορφές συλλογικότητας, αφού τις συνέπειες της κρίσης δεν μπορεί κανείς να τις αντιμετωπίσει μόνος του. Ευτυχώς, επειδή ουσιαστικά το Εγώ δεν υπάρχει, είναι μια φαντασίωση, μια αυταπάτη. Είμαστε τμήμα, κρίκος μιας συμπαντικής αλυσίδας, μαζί με όλα τ΄ άλλα πλάσματα, είμαστε μέρος ενός Εμείς, χωρίς το οποίο δεν υπάρχουμε.

Η ανδρική σεξουαλικότητα σου φαίνεται λιγότερο ενδιαφέρουσα ή ο «ξένος» κόσμος είναι πιο συναρπαστικός;

Οι γυναίκες, ως υπάρξεις, μου φαίνονται πολύ πιο πλήρεις από τους άντρες, πολύ πιο σύνθετες και μυστηριώδεις. Το ίδιο και η σεξουαλικότητά τους, η οποία συνδυάζει, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, μυαλό, φαντασία και συναίσθημα. Πιθανότατα να μην ένιωθα έτσι, εάν ήμουν γυναίκα, αλλά δεν το νομίζω. Ούτως ή άλλως, πιστεύω ότι το γυναικείο μυστήριο θα με έλκει και θα με απασχολεί και θα με βασανίζει ως τον τάφο, κι ακόμα παραπέρα.

Έχεις εξαντλήσει το θέμα της γυναικείας σεξουαλικότητας ή θα συνεχίσεις και στο επόμενο βιβλίο σου;

Εξαντλούνται ποτέ τα μυστήρια ή τα αινίγματα; Αν μπορούσαν να εξαντληθούν, τι μυστήρια και τι αινίγματα θα ήταν; Κατά τα άλλα, δεν είναι μόνο αυτό το θέμα των γραπτών μου. Από τα περισσότερα από είκοσι έργα μυθοπλασίας που έχω δημοσιεύσει, μόνο τα επτά έχουν στο επίκεντρό τους τη σεξουαλικότητα.

Τι σε απασχολεί περισσότερο στη γραφή σου;

Το να σχετίζεται με ουσιώδη και όχι ρηχά θέματα, το να μιλάει για πράγματα που αγγίζουν βαθιά και εμένα και την κοινωνία μας. Με άλλα λόγια, με νοιάζει τα γραπτά μου να μην είναι αποτέλεσμα στείρας γραφομανίας, αλλά να ανταποκρίνονται στα βιώματά μου, να απηχούν όχι μόνο όσα έζησα, αλλά ακόμα και όσα θα ήθελα να ζήσω. Επίσης, με ενδιαφέρει να ταρακουνούν τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες τους, και να μην τους χαϊδεύουν απλώς τ’ αυτιά, να μην είναι μόνο διασκεδαστικά ή διακοσμητικά. 

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, η μεγαλύτερη παγίδα για έναν συγγραφέα;

Το να πάψει να είναι αυτό που έλεγε ο αρχαίος Σωκράτης για τον εαυτό του: μια αλογόμυγα στα καπούλια της κοινωνίας, που την κεντρίζει και την ενοχλεί και την κινητοποιεί ακατάπαυστα. Οι συγγραφείς δουλεύουν με τη γλώσσα, και η γλώσσα είναι η ίδια η ψυχή της κοινωνίας, η έκφραση του συλλογικού εαυτού μας. «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, η μεγαλύτερη παγίδα», λοιπόν, για έναν συγγραφέα παραμένει το να μην είναι σε θέση να αφουγκραστεί την κοινωνία που τον περιβάλλει, να μην την εκφράζει, να μην αίρεται στο ύψος της, να τον απασχολεί ο ιδιωτικός μικρόκοσμός του και όχι το Εμείς. Ο συγγραφέας οφείλει να είναι τόσο πλατύς και τόσο μακρύς, τόσο βαθύς και τόσο υψηλός, όσο και η γλώσσα στην οποία γράφει.