Σε μια εποχή που κάθε βιβλίο μυθοπλασίας αποκαλείται λογοτεχνικό και όπου  φτάσαμε στο σημείο εύπεπτα κι ευπώλητα (εκείνα που βρίσκουμε σε ειδικά ράφια των μεγάλων σούπερ-μάρκετ) ερωτικά βιβλία να τα στοιβάζουμε στις ίδιες στήλες εφημερίδων με τα λογοτεχνικά στολίδια των ελληνικών γραμμάτων, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Γρηγόρη Τεχλεμετζή «ο Αρχίλοχός του» (Γαβριηλίδης, 2016).

Ads

Δυστυχώς, στο χώρο του ελληνικού βιβλίου είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα στη λογοτεχνία και το μυθοπλαστικό βιβλίο, τόσο εξαιτίας του τρόπου που διαχειρίστηκε ο τύπος -από τη δεκαετία του ΄90 ακόμα- την προβολή και την κατηγοριοποίηση του βιβλίου όσο και εξαιτίας της υποτίμησης -στη συνείδηση των συγγραφέων- της λογοτεχνικής έκφρασης σε ένα μυθιστόρημα ή μία νουβέλα.

Έτσι φαντάζει μάλλον αξιοσημείωτη η λογοτεχνική ορισμένων λίγων συγγραφέων που δίνουν έμφαση στην έκφραση και φροντίζουν τη γλώσσα τους, καθώς οι περισσότεροι επιμένουν στην πλοκή και το περιεχόμενο μέσα στο μεταμοντέρνο πλαίσιο μιας απλουστευτικής γλωσσικής ποικιλίας.

image

Ads

Και ακριβώς αυτό αποφεύγει ο Τεχλεμετζής αναζητώντας νέες εκφραστικές διεξόδους, δίχως όμως αυτό να λειτουργεί αρνητικά στην εξέλιξη της πλοκής ή τα επιμέρους ζητήματα που θίγει.

Από τις πρώτες σελίδες ξεχωρίζει η πλούσια γλώσσα του με την ιδιαίτερα μεγάλη ποικιλία λογοτεχνικών σχημάτων.

Μεταφορές, μετωνυμίες, έμμεσες παρομοιώσεις (σελ. 164, 11-15) και ένας φροντισμένος λόγος γοητεύουν τον αναγνώστη, ενώ διαμορφώνουν με την αναπαραστατική τους ισχύ ένα «κινηματογραφικό» πεδίο δράσης.

H λεπτομερής περιγραφή του όμως δεν κουράζει, αλλά σαγηνεύει τον αναγνώστη ταξιδεύοντάς τον στην αρχαϊκή Ελλάδα.

Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που προσπαθεί να συγκεράσει την κλασική Αρχαιότητα με το παρόν.

Ένα πλήθος καθημερινών στιγμών και συνηθισμένων ενεργειών ενσωματώνονται στην αφήγηση με φυσικότητα χωρίς να μειώνεται η δύναμη της εξέλιξης του μύθου.

Ο αποικισμός (τα αίτιά του και οι εσωτερικέs/ατομικές ανάγκες, οι εκεί συνθήκες), τα παιδικά παιχνίδια και οι σχέσεις με τους δούλους ενσωματώνονται αδιάρρηκτα με το μυθοπλαστικό στοιχείο.

Μα τούτο μένει αυστηρά μέσα στο -εικός- ιστορικό πλαίσιο της κοινωνικής ζωής της αφηγούμενης εποχής.

Στο ίδιο πλαίσιο δίνονται και οι σχέσεις με τις συγκρούσεις με τους ντόπιους πληθυσμούς (σελ. 174-193, 199-207, 230-231), ο τρόπος που λειτουργούσε το μαντείο των Δελφών και ο τρόπος που συγκέντρωνε πληροφορίες για τα αιτήματα των πιστών προς τον Απόλλωνα (σελ. 217-225) ή σκηνές από τους πανελλήνιους αγώνες στην Ολυμπία (σελ. 232-287).

Και αυτά στην άστατη περίοδο του Ζ΄ π.Χ. αιώνα με τους αποικισμούς, τις πολεμικές μικροεστίες στην Ελλάδα και τα πρώτα βήματα προς τη δημοκρατία και αμφισβήτησης των αριστοκρατών.

Ταυτόχρονα, όμως, ο συγγραφέας με τις μεταπηδήσεις στο παρόν του αναγνώστη και με τα χρονικά άλματα -ανά κεφάλαιο σχεδόν- θίγει ένα πλήθος σύγχρονων προβληματισμών για τον άνθρωπο, τον ψυχικό διπολισμό και τη σχιζοφρένεια (σελ.162-163, 150-153, 138-141), την κοινωνία και τον τρόπο που φερόμαστε στα παιδιά γεμίζοντας όλο και περισσότερο το πρόγραμμά τους με αδιαφορία για την ψυχική τους υγεία (σελ. 30-32) ή ακόμα και την ανάγκη των παιδιών να δραπετεύσουν (σελ. 40-44).

Η διάσπαση της ενότητας της πλοκής με την παρένθεση και την εναλλαγή των δύο χρονικά απομακρυσμένων ιστοριών, ενισχύει την αγωνία για την εξέλιξη της πλοκής.

Ενώ όμως οι δύο παράλληλες ιστορίες στην αρχή ρέουν αυτόνομα, από ένα σημείο και μετά συμπλέουν όπως ακριβώς ο διπολισμός του σύγχρονου ήρωα· συμπλέκονται οι περίοδοι και οι ήρωες αισθητοποιώντας έτσι τη συνειδησιακή ρευστότητα του σύγχρονου ήρωα.

H τριτοπρόσωπη διήγηση επιτρέπει στον παντογνώστη αφηγητή να κινείται ελεύθερα με εσωτερική εστίαση χωρίς τις συμβατικές υποχρεώσεις ενός συμμετέχοντος προσώπου που εξιστορεί.

Οι «απρόσμενες» πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις με τη μηδενική τους εσωτερική εστίαση, όχι μόνο βοηθούν στην αποφυγή της μονοτονίας, αλλά και εστιάζουν καλύτερα στον ψυχισμό των ηρώων (σελ. 130-132, 192-193, 293-297).

Και η αφήγηση δεν περιορίζεται μόνο στις σκηνές που μετέχουν οι πρωταγωνιστές, αλλά με κισλοφσική μαεστρία κρατά τη μυθιστορηματική «κάμερα» εστιασμένη στο πλάνο ανεξάρτητα από αποχώρηση του ήρωα (σελ. 98).

Άλλοτε, η μετάβαση από σκηνή σε σκηνή γίνεται με φιλμική ταχύτητα δίχως μοντάζ (σελ. 130-132).

Αναδρομές και εγκιβωτισμένες αφηγήσεις (σελ. 40-41, 242-247) συμπληρώνουν το συναισθηματικό προφίλ των ηρώων και ταυτόχρονα μέσα από τη δραματική επιβράδυνση που επιφέρουν διατηρούν την αγωνία του αναγνώστη.

Άλλωστε, η αφήγηση των παιδικών χρόνων του Αρχίλοχου αποτελεί μία εγκιβωτισμένη αφήγηση, ως αναμνήσεις τριτοπρόσωπης διήγησης του ίδιου του λυρικού ποιητή.

Οφείλουμε όμως να υπογραμμίσουμε την καινοτομία των σύντομων «ανώνυμων» διαλόγων που παρεισφρέουν στην αφήγηση (σελ. 168-169, 150-151, 126-127).

Οι διάλογοι αυτοί δεν εξυπηρετούν απλά ως μία τεχνική το «ζωντάνεμα» της διήγησης, αλλά -στο πλαίσιο μίας διακειμενικής λειτουργίας- λειτουργούν ως σχόλια του συγγραφέα και του πιθανού αναγνώστη μέσα από το προσωπείο των ανώνυμων υποκριτών που συμμετέχουν στη σκηνή, είτε προσποιούνται τους γιατρούς είτε ένα οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

Ας μη λησμονούμε ότι ο Αρχίλοχος ήταν ο πρώτος λυρικός ποιητής που τραγούδησε τα πάθη και τις χαρές των απλών ανθρώπων απομακρυνόμενος από τα επικά δημιουργήματα.

Οι άνθρωποι έβλεπαν στις ωδές του τον δικό τους βίο και όσα εκείνοι είχαν ζήσει με ένταση και πάθος, τις ταλαιπωρίες τους και τα βάσανά τους με τις κακουχίες της ζωής (σελ. 170-171).

Άκουγαν έναν πολεμιστή που μισούσε τον πόλεμο (σελ. 192-193, 230-231).

Κι έχει τη σημασία του να τονίσουμε ότι ο συγγραφέας δεν παραλείπει -μέσα στην εξιστόρηση- να δείξει στον αναγνώστη την ταχύτητα με την οποία οι λυρικοί ποιητές συνέθεταν ωδές, ανάλογα με τις ανάγκες των περιστάσεων.

Ωστόσο, ας μην παραβλέψουμε ότι ο Τσεχλεμετζής παρουσιάζει έναν ποιητή όπως εκείνος ρομαντικά του έπλασε κι όχι ως μία αυστηρή βιογραφία (παρά την πλούσια βιβλιογραφία).

Δεν πρέπει όμως να θεωρήσουμε ότι ο Τεχλεμετζής κάνει ένα μυθιστορηματικό μάθημα ιστορίας.

Ο συγγραφέας επιθυμεί να φωτίσει την ψυχολογία των ηρώων του και να δει από μία άλλη οπτική το παρόν και το παρελθόν, ως αλληλένδετα στοιχεία.

Εξάλλου, το βιβλίο αποτελεί έναν ύμνο στη ζωή κι όχι σε επικά ανδραγαθήματα’ όπως ακριβώς οι ωδές του αρχαίου ποιητή (σελ. 167-108).