Μια διαφορετική ή μήπως διόλου διαφορετική επίσκεψη από τη Σκοτεινή Κυρία –έτσι θεωρούσε την ποίηση- είχε ανήμερα τα Χριστούγεννα ο ποιητής Αργύρης Χιόνης. Το μυστήριο της Σαρκώσεως του Λόγου σύντονο με το μυστήριο του γυμνού σώματος και του απόσαρκου πνεύματος. Ο παις που τους αιώνες πεσσεύει θέλησε συμπαίκτη, ομοτράπεζο και συμπότη τον παίδα Αργύρη, να γεωργήσει και τον κήπο τ’ ουρανού. Έτσι αίφνης! Είχε φαίνεται ανάγκη από επιδέξιους κηπουρούς. Ένας τέτοιος κηπουρός ήταν ο Αργύρης. Ένας επιδέξιος κηπουρός της ποίησης, ένας χαρισματικός χειροτέχνης της γλώσσας, κεντημένος από το «υπέροχο, αυθύπαρκτο, σκληρό, γενναίο γαϊδουράγκαθο» της ποίησης που λάμπει και «θάλλει μες το θάνατο και πέρα απ’ αυτόν» (Στο υπόγειο). Από τον Δημήτρη Περοδασκαλάκη

Ads

Μέσα σ’ αυτή τη λάμψη και με τ’ αγκάθι της ποίησης και της πεζογραφίας εσχάτως στο δέρμα της ψυχής έγραφε ποιήματα-όνειρα πάνω στα χώματα (έτσι έλεγε). Τρόπος του η περίτεχνη απλότητα, τόπος του η γη, ήθος του η φύση, πίστη του η αθανασία της ύλης. Σε αυτόν τον εύοσμο και χυμώδη κόσμο της ποίησής του, όπου η γλώσσα γίνεται μουσική, ο στοχασμός έρρυθμος λόγος, η λεπτή ειρωνεία και ο υπόκωφος σαρκασμός όπλα κατά του κενού της ύπαρξης, όλα συνυπάρχουν τελικώς και θαυμαστώς αντιμετατατίθενται, εναρμόνια και μαγικά αλληλοπεριχωρούνται και στροβιλίζονται στη μεγάλη χοάνη του κόσμου: το ταπεινό χορτάρι και τα ψηλά δέντρα, τα αέρινα πουλιά και τα υπογειωμένα σκουλήκια, τα αγκαθωτά βάτα και τα τρυφερά τριαντάφυλλα, το μαντικό θρόισμα των φύλλων και το προφητικό των σκυλιών γάβγισμα, η ακούραστη αράχνη και ο κουρασμένος άνθρωπος, το μιλητικό νερό της βροχής και ο κόκκινος πόντος ενός κρασοπότηρου, το γκριζοπράσινο της ελιάς και το βλαστόσυρμα τ’ αμπελιού. Αυτός ο έσω και ο έξω του ανθρώπου αγρός είναι ο κόσμος του Χιόνη.

Οδοιπόρο και κηπουρό αυτού του αγρού έταξε τον εαυτό του ο Αργύρης. Με ανεμόμυλους δεν πάλευε, το χώμα τον μαγνήτιζε, με αυτό ήθελε να παλεύει, σ’ αυτό τα χέρια του ν’ απλώνει, κατάχαμα να κάθεται, να γέρνει το κεφάλι και ν’ απιθώνει το αυτί. Ν’ ακούει τη μυστική της μάνας-γης φωνή, τα χωματένια καρδιοχτύπια της, τον τρόπο που μιλούνε τα οστά, των μυρμηγκιών τις μυστικές διαδρομές, εκείνον τον κρυφό και πλάνητα του άστρου μας βηματισμό. Εν τέλει τη σειρήνια φωνή της σιωπής, δίπλα στο πιστό κι ασπρόμαυρο σκυλί του, τη Γραμματική (έτσι το είχε ονομάσει). Το πιο πιστό σκυλί του, η Γλώσσα η ίδια! Τι γέλια και τι παιγνίδια και τι βαφτίσια εν οίνω και λόγω έκανε στο Θροφαρί με τα θηράματα που του ‘φερνε η Γραμματική, η Γλώσσα-Κλώσσα της αλήθειας και του ψεύδους! Το τελευταίο θήραμα κι ωστόσο θύτης που του ‘φερε η Σκοτεινή Κυρία δεν ήταν απ’ τη χώρα, όπου η φωνή της σιωπής, αλλά απ΄ τη χώρα, όπου η σιωπή της φωνής, όπου ο «κόσμος σκίτσο κι ανελέητη ο θάνατος γομολάστιχα».

      Ακριβέ φίλε Αργύρη,

Ads

Απ’ το Ηράκλειο και την Κρήτη που την αγάπησες και σ’ αγάπησε, που άκουσε τη φωνή της σιωπής σου, και που ακούει τώρα και της σιωπής σου τη φωνή, έχεις πολλές ευχές για τούτο το χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο ταξίδι. Το ξέρω, το ‘γραψες εξάλλου στην τελευταία σου συλλογή, έχεις δουλειά στον κήπο σου, στο Θροφαρί της Κορινθίας. Αυτό πάντα δεν έκανες; Σκάβεις το χώμα το παχύ, το μαύρο. Σκάβεις για να ‘βρεις το φύτρο το κρυφό. Να ξεγεννήσεις αυτή τη δύστοκη άνοιξη.

Δημήτρης Περοδασκαλάκης

—————–
imageimage

[…] »Σήμερα που η ανθρώπινη ζωή δεν κοστίζει, πάλι, μια δεκάρα, που η φύση υφίσταται τη μεγαλύτερη στην ιστορία της καταστροφή, που πλήθη ολόκληρα τρέχουν σαν σκυλιά πίσω απ’ τον αφέντη τους, τον εύκολο πλουτισμό, ενώ άλλα πλήθη, ακόμα μεγαλύτερα, πεθαίνουν μέσα στην ανέχεια, είναι παρήγορο να βλέπεις στα γραπτά νέων παιδιών, προβληματισμό για τα μέλλον αυτού του κόσμου. […] Ωστόσο, ποιήματα δε γράφουμε  μόνο για να γίνουμε ποιητές, αλλά για να φωτίσουμε τον μέσα μας κόσμο και, κατά συνέπεια, τον κόσμο που μας περιβάλλει. Γι’ αυτό, μιμούμενο το γνωστό σύνθημα «Φύτεψε κι εσύ ένα δέντρο’ μπορείς!» θα έλεγα «Γράψε κι εσύ ένα ποίημα’ μπορείς!». Όσο υπάρχουν άνθρωποι που συγκινούνται, αγαπούν και συμπάσχουν, υπάρχει ελπίδα.»
Αργύρης Χιόνης, Μάιος 1999
—————-

“Κάθε λέξη είναι μια αχτίδα.
Κάθε ποίημα μια απόπειρα φωτός”

Α. Χ.

——
Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο.
Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.”

Α. Χ.

—————–
imageimage

(Έργα του ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου)