«Το Πνεύμα του κακού» είναι ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου της Γαλλίδας ψυχαναλύτριας Nathalie Zaltzman και του πρώτου της που μεταφράζεται στα ελληνικά[i]. Το διάβασα στη γαλλική του έκδοση[ii] πριν μερικά χρόνια. Η κρίσιμη θεματική του –το κακό, η βαρβαρότητα, μέσα στον πολιτισμό, στη συλλογική και ατομική τους έκφραση, σήμερα και στην ιστορία του είδους–, η οπτική του –ένα ψυχαναλυτικό βιβλίο για το κακό, μα ταυτόχρονα βαθιά πολιτικό–, τα ουσιώδη θέματα που εκ των πραγμάτων θίγει, σχετικά με την ίδια την ψυχανάλυση, με ώθησαν στην μετάφρασή του, χωρίς να ξέρω αν θα είχε την τύχη να εκδοθεί. Μα από τον Μάρτη κυκλοφορεί και στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Νησίδες.

Ads

Δεν πρόκειται για μια τυχαία ευτυχή ανακάλυψή μου. Είχα την τύχη να έλθω για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο της Nathalie Zaltzman και να γνωρίσω την ίδια, από κοντά, ζωντανά, στη δεκαετία του 90: χάρη στις επισκέψεις της στη Θεσσαλονίκη και τις ομιλίες της στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στα πλαίσια του Σεμιναρίου «Από την ψυχανάλυση στις ψυχιατρικές πρακτικές» [iii]. Έκτοτε παρακολουθούσα τα κείμενά της, με όλο και αυξανόμενη την αίσθηση πως οι απόψεις της εκφράζουν και μένα, σαν να απαντούν και στις δικές μου ανάγκες τοποθέτησης, όσον αφορά τη θέση και το πρόταγμα της ψυχανάλυσης στη σχέση της με τις επιστήμες του ανθρώπου, και κυρίως με τον πολιτισμό και με την πολιτική, σε μια εποχή που τείνει να υποβιβάζει τη σημασία και την αξία της, διατεινόμενη ότι έχει ενσωματώσει πλέον την συνεισφορά της. Σαν να μου απαντούν στο ερώτημα: «ποια ψυχανάλυση;».

Η πρωτοτυπική μορφή του κακού

Η Nathalie Zaltzman, στην κλινική και θεωρητική της δουλειά, εργάστηκε με γνώμονα μια κοινή θεώρηση της ατομικής και της συλλογικής διάστασης της «ανθρώπινης πραγματικότητας», θεωρώντας τες θεμελιώδεις, αδιαχώριστες συνιστώσες της ψυχικής ταυτότητας του υποκειμένου. Ήταν βαθειά πεπεισμένη ότι, γι αυτό το λόγο, η ψυχανάλυση δεν μπορεί να συρρικνώνει το ατομικό αναλαμβάνοντάς το κατά τρόπο αποκομμένο από το συλλογικό και ότι η ευθύνη του ψυχαναλυτή αφορά εξίσου τις δύο αυτές διαστάσεις. Αυτή η αντίληψη καθόρισε τη συνάντηση της ψυχαναλυτικής της σκέψης με εκείνη πολιτικών στοχαστών, όπως η Hanna Arendt[iv] και ο Giorgio Agamben[v], κατεύθυνε από πολύ νωρίς την έρευνά της για τις «οριακές εμπειρίες»[vi] και άνοιξε τον δρόμο για την αναμέτρησή της με αυτήν την πρόκληση στο πνεύμα που συνιστά το Κακό. Το κακό που προέρχεται από την ενδόμυχη, ακατανίκητη ανθρώπινη βαρβαρότητα, από τις θανατηφόρες λογικές τής επιδίωξης μιας ολοκληρωτικής κυριαρχίας πάνω στον άλλο, σε μαζικό επίπεδο, ή σε ατομικό, αλλά επίσης και από τις λογικές μιας καθηλωτικής, καταστροφικής, εξίσου ολοκληρωτικής, αγάπης[vii]! Με ψυχαναλυτικούς όρους: το κακό που προέρχεται από την βαρβαρότητα που απορρέει από τις ενορμήσεις Θανάτου[viii], όσο και από την βαρβαρότητα των ενορμήσεων του  Έρωτα[ix].

Ads

Για την Nathalie –σε αντίθεση με την άποψη της Hanna Arendt[x], με την οποία μοιάζει να βρίσκεται σε ένα μυστικό διάλογο κάτω από τις γραμμές στο βιβλίο της–, το κακό έχει συγκεκριμένη προέλευση και ρίζες στον ψυχισμό. Συμμεριζόταν τις απόψεις του Freud , αυτές που εκφράστηκαν στα ανθρωπολογικά του κείμενα, και εντόπιζε την πρωτοτυπική μορφή του  κακού, στην άνομη, φονική εξουσία του πρωταρχικού πατέρα, κύριου κάθε απόλαυσης, κάτοχου δικαιώματος ζωής και θανάτου πάνω στους γιους του, απέναντι στον οποίο δεν κατείχαν παρά το status της «γυμνής ζωής»[xi]. Ο γυμνός, ατιμώρητος φόνος, ως έκφραση της απόλυτης κυριαρχίας και της αχαλίνωτης απόλαυσης, είναι το πρωταρχικό κακό. Και η πρωτοτυπική μορφή του κακού[xii]. Θεωρούσε, επίσης όπως ο Freud, το φόνο του πρωταρχικού πατέρα από τους γιους, ως την ιδρυτική πράξη του πολιτισμού. Το ταμπού του φόνου και η τοτεμική λατρεία του φονευμένου πατέρα, που ακολούθησαν, στη βάση της ενοχής και του φόβου, εγκαινίαζαν το νόμο και την θρησκευτική τελετουργία. Η αλληλεγγύη μεταξύ των γιων-αδελφών έθετε το θεμέλιο του κοινωνικού δεσμού. Ο πατέρας έπρεπε στο εξής, να υπόκειται επίσης στον κοινό νόμο, που θέτει όρια στην παντοδυναμία της εξουσίας του.

Ο πολιτισμός θα γεννιόταν έτσι ως το ανάχωμα ενάντια στο κακό, στη φονική βαρβαρότητα. Μα, όπως αποδεικνύει η ανθρώπινη ιστορία, ένα ανάχωμα εύθραυστο, διάτρητο, ανεπαρκές. Επιρρεπές σε παλινδρομήσεις που παραπέμπουν στις φονικές απαρχές του.

«Τι άλλο είναι η ανθρώπινη ιστορία, αν όχι αυτή η μόνιμη διαλεκτική ανάμεσα στην άσκηση του φόνου, ατομικό έγκλημα και  γενικευμένη σφαγή (μα δεν υφίστανται σφαγές χωρίς τους συγκεκριμένους εγκληματίες που τις οργανώνουν), ανάμεσα σ’ αυτήν την έμπρακτη πραγματικότητα του φόνου και σ’ όλες τις απόπειρες του ανθρώπινου πνεύματος να τη διαχειριστεί, ανάγοντας τα φονικά συμβάντα σε κανονιστικές μορφές, συμπεριλαμβάνοντάς τα σε δίκτυα τελετουργικά: θρησκευτικά-θυσιαστικά, πολεμικά-πολιτικά, πολιτικά-νομοθετικά»[xiii], προκειμένου να τον εγγράψει έτσι στην ανθρώπινη τάξη;

Η Nathalie θεωρούσε πως οι φονικές απαρχές του πολιτισμού συνιστούν ιστορική αλήθεια, πως δεν πρόκειται για ένα επιστημονικό μύθο. Απωθήθηκαν, και το ρίζωμά τους στο πρωταρχικό απωθημένο τις κατέστησε απρόσιτες για τη συνείδηση. Κι αν δεν γίνονται παραδεκτές, ως μια επιστημονική θεωρία, είναι γιατί, συνιστώντας τεκμήρια της ανθρώπινης βαρβαρότητας, στην οποία το είδος δεν παύει να επανέρχεται, είναι βαθειά προσβλητικές για την συλλογική αυτοεκτίμηση.

Kulturarbeit, εργασία της κουλτούρας

Η Nathalie Zaltzman έτρεφε βαθειά εμπιστοσύνη στο πολύτιμο εργαλείο που μας κληροδότησε ο Freud, την Kulturarbeit, την εργασία της κουλτούρας, μοχλό της προόδου της πνευματικής ζωής, τόσο για το μεμονωμένο άτομο, όσο και για την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της. Η εργασία της κουλτούρας, σύμφωνα με τον ορισμός της είναι «η επαύξηση του βαθμού γνώσης και συνείδησης που ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει σχετικά με αυτό που τον καθορίζει εσωτερικά και που του διαφεύγει»[xiv]. Η πρόοδος του πνεύματος που μέσω αυτής συντελείται «τείνει να μετασχηματίζει την πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένης εκείνης των πολιτισμών και των κοινωνιών, σε συνείδηση της πραγματικότητας»[xv].

Στην εργασία της κουλτούρας οφείλονται οι διαδοχικές αναπαραστάσεις που οι άνθρωποι και οι πολιτισμοί καλλιεργούν για τον εαυτό τους. Διαμορφώνονται, μετασχηματίζονται, μεταβάλλονται, εξελίσσονται, χάρη στις συνειδητοποιήσεις και την αυξανόμενη γνώση. Διέπουν τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του και τη σχέση του καθένα με τους άλλους. Προσδιορίζουν τη σχέση του με το κακό, που άμεσα ή έμμεσα, συμπεριλαμβάνεται συστηματικά σε αυτές[xvi]. Χαρακτηρίζουν τους διάφορους πολιτισμούς και τις διάφορες εποχές. Και συνιστούν το ιδιαίτερο περιεχόμενο της κουλτούρας, της Kultur, έννοια που έχει ξεχωριστή σημασία για την Nathalie Zaltzman, διαφορετική από την έννοια του πολιτισμού (civilization).

Σε αντίθεση με τον Freud, θεωρούσε ότι η κουλτούρα, προϊόν της εργασίας της κουλτούρας, δεν ταυτίζεται με τον πολιτισμό. Η πρώτη αντιπροσωπεύει την πρόοδο, ο δεύτερος τη συντήρηση.

Οι διεργασίες του πολιτισμού αποσκοπούν, πρωτίστως, στην αυτοσυντήρησή του και στη διαφύλαξη της συνοχής του: αξιώνοντας την τιθάσευση της ενορμητικής ζωής, επιβάλλοντας νόμους, όρια, θυσίες, με ακριβά τιμήματα για την ελευθερία και για την ψυχική ζωή του υποκειμένου. Κι έχουν σύμμαχό τους την απώθηση.

Αντίθετα, η εσωτερική δυναμική της εργασίας της κουλτούρας προάγει την πνευματική ζωή ως μια διεργασία έξω και πέρα από τις σκοπιμότητες του πολιτισμού, έξω και πέρα από ηθικές και αξιολογικές κρίσεις που απορρέουν από τα εκάστοτε πολιτισμικά ιδεώδη. Σπάζοντας το φράγμα της απώθησης.

Για τη σκοπιά του πολιτισμού, η δυναμική της εργασία της κουλτούρας αποκαλύπτεται έτσι αποδομητική, ανατρεπτική:
«Το άλμα που συντελείται από το κέρδος που επιτυγχάνεται στο επίπεδο της κουλτούρας έχει χαρακτήρα παραβατικό. Δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο κατά παράβαση των απαγορεύσεων του σκέπτεσθαι, καταστρέφοντας τις αυταπάτες, ανατρέποντας την οργάνωση των σημείων αναφοράς που θεωρούσε κανείς ως εκείνη τη στιγμή ζωτικά»[xvii].
Στο βαθμό που η ψυχανάλυση πλειοδοτεί την εργασία της κουλτούρας, παραμένοντας «ανοιχτή στους κερματισμούς, στις αποσυνδέσεις, στην αποδόμηση των βεβαιοτήτων και των αυταπατών, δεν εναρμονίζεται με τον πολιτισμό και δεν του είναι αγαπητή»[xviii]. Η ένταση ανάμεσα στον πολιτισμό και την κουλτούρα την οδηγεί να θέσει το ερώτημα, αν τελικά, δεν είναι ο πολιτισμός που γεννά τη δυστυχία στον άνθρωπο, όπως πίστευε ο Freud, αλλά «η τόλμη του πνεύματος, ως πρώτη και τελευταία πηγή προέλευσης της ανθρώπινης συνθήκης, που τον ωθεί να λοξοδρομεί από το καθήκον του δια μέσου των συμπτωμάτων του και μέσα σ’ αυτά»[xix].

«Το κακό με τα δύο πεπρωμένα»

Ίσως η πιο τολμηρή, η πιο απροσδόκητη, ανατρεπτική συμβολή της Nathalie Zaltzman, είναι το εγχείρημά της, στο Πνεύμα του κακού, να θέσει υπό κρίση το ίδιο το εργαλείο της Kulturarbeit, να αναδείξει τα όρια της εργασίας της κουλτούρας, να θέσει υπό αμφισβήτηση την ιδέα της προόδου που αξιωματικά θεωρείται ότι συνεπάγεται: Ακριβώς τη στιγμή που η εργασία της κουλτούρας αναμετριόταν με την ακραία έκφραση του κακού, αυτήν που σήμαναν οι θηριωδίες του ναζιστικού ολοκληρωτισμού ενάντια στον εβραϊκό λαό και σε μια σειρά από άλλες μειονότητες στοχεύοντας στην από-ανθρωποποίησή τους, στον αποκλεισμό τους από την ανθρώπινη κοινότητα, στην εξόντωσή τους.

Με την νομική κατασκευή της έννοιας του «εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας» μια νέα, υψηλής αξίας αναπαράσταση για την ανθρωπότητα γεννιόταν. Οικουμενική. Εκείνη του είδους. Που αποκαθιστούσε τον δεσμό γένους ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους στη βάση ενός ισότιμου ανήκειν. Κανένας δεν θα μπορούσε πλέον να εκπέσει εκτός ανθρωπότητας για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς, σεξουαλικού προσανατολισμού. Κανένας για κανένα λόγο. Και αυτό συνιστά αδιαμφισβήτητα μία ουσιώδη πρόοδο.

Μα, η Nathalie δείχνει πως, την ίδια στιγμή, με αυτήν την ίδια κίνηση προόδου, η εργασία της κουλτούρας αποτύχαινε να εγγράψει στη συνείδηση της ανθρωπότητας το κακό. Αντίθετα, το διέφευγε. Η έννοια «απάνθρωπα εγκλήματα», που προκύπτει από τον ορισμό του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, το εξοστρακίζει από την σκηνή της ανθρώπινης πραγματικότητας. Η ανθρωπότητα αυτοπροστατεύεται έτσι από το να επωμιστεί το κακό και κανένας μετασχηματισμός του δεν μπορεί να επέλθει ώστε να τροποποιηθεί η σχέση μας με αυτό. Η εξιδανίκευση, η ιεροποίηση της ανθρωπότητας, που αντιστοιχεί στον αποκλεισμό του κακού από τους κόλπους της, σηματοδοτεί μια οπισθοδρόμηση στην εργασία της κουλτούρας. Και αυτό που είχε αναδείξει η τραγωδία στην ελληνική αρχαιότητα, δηλ. την προσωπική ανάληψη της ευθύνης για το κακό που προξενείται, ακόμη και αν εκλείπει η προσωπική ενοχή της πρόθεσης, ανατρέπεται. Η ιεροποίηση, λοιπόν, αντιστοιχεί σε μια παλινδρόμηση της εργασίας της κουλτούρας: σε κοινωνικές μορφές σαν αυτές όπου η σχέση με το κακό υπέκυπτε στην προβολή: στα κακόβουλα πνεύματα του ανιμισμού, στο Σατανά του μονοθεϊσμού….

Η  διαπίστωση ότι η εργασία της κουλτούρας αποτυχαίνει να εγγράψει το ακραίο κακό στη συνείδηση της ανθρωπότητας και να το μετασχηματίσει επιζητά μια εξήγηση. Και η αναφορά στις φονικές απαρχές του πολιτισμού, προσφέρει, για τη Nathalie, μία υπόθεση: το πρωταρχικό κακό, ο φόνος, είναι ριζωμένο στο πρωταρχικό απωθημένο, περιοχή του ασυνειδήτου εξ ορισμού απρόσιτη σε συνειδητοποιήσεις.

Μια δεκαετία νωρίτερα, η Nathalie Zaltzman έθετε το ερώτημα:
«Αυτός ο φόνος που η αλήθεια του, η πραγματικότητά του, η εκπολιτιστική του σημασία έχουν απωθηθεί […] τι θα χρειαζόταν για να επέλθει η παραδοχή του, η αναγνώρισή του και να πάψουν να επαναλαμβάνονται οι εποχές πριν απ’ αυτόν τον φόνο;»[xx]

Η Nathalie στρέφει την προσοχή μας σε εκείνο το πεδίο όπου η εργασία της κουλτούρας δυνητικά καρποφορεί: στο επίπεδο του ατομικού και στο πλαίσιο της οιδιπόδειας δομής. Η γενεαλογική μετάδοση του κακού που αναφέρεται στις οιδιπόδειες φονικές και αιμομικτικές επιθυμίες είναι αναπόφευκτη. Όμως, η αναμέτρηση μαζί τους είναι εφικτή. Υπάρχει ένα εξαιρετικό κεφάλαιο στο βιβλίο της, που αναφέρεται στους «Αδελφούς Καραμάζωφ». Το ντοστογιεφκικό αριστούργημα αποτελεί μια υποδειγματική ανάλυση του κακού που μεταδίδεται από τους πατέρες στα παιδιά τους. Οι διαφορετικοί δρόμοι των τεσσάρων αδελφών, δείχνουν καθένας τους τις διαφορετικές εκβάσεις που μπορεί να λάβει η αναμέτρηση με το κληρονομημένο κακό, στο οιδιπόδειο επίπεδο.

Μια ευτυχής λύση του οιδιποδείου είναι η χειραφέτηση των γιων από τον οιδιπόδειο σαρκικό πατέρα. Μα όχι χωρίς μια αναφορά σε έναν πνευματικό πατέρα που εγγράφει το γιο σε μια νέα γενεαλογία, πνευματική, παλινορθώνοντας έτσι τη συνθήκη του γένους. Ο φόνος του πατέρα είναι αναγκαία εξελικτική στιγμή. Αναπόφευκτη. Μα κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται συμβολικός. Και η Nathalie παραπέμπει στον Granoff:

«Σε συγχωρώ, σε κάνω πατέρα μου, αν και κατά βάθος κανένα τίτλο δεν είχες πλέον για μένα. Αποδέχομαι την πατρότητά σου. Αλλά είμαι εγώ τώρα το υποκείμενο αυτής της επιλογής. Εξάλλου σε συγχωρώ, αφού σε έχω πρώτα σκοτώσει. Κι ακόμη, σε συγχωρώ που σε σκότωσα»[xxi].

Η Nathalie Zaltzman διακρίνει έτσι δύο πεπρωμένα του κακού: Το ένα είναι αυτό που μπορεί να μετασχηματίσει η εργασία της κουλτούρας στο ατομικό επίπεδο, στο πλαίσιο της οιδιπόδειας δομής και της ιεροποιημένης συμβολικής γενεαλογικής διαδοχής. Το άλλο είναι αυτό που μένει εκτός συμβολικής τάξης, το ακατέργαστο, το μέχρι στιγμής μη-διαχειρίσιμο. Από αυτό προέρχονται οι ασύλληπτες μαζικές εκδηλώσεις εναντίον αθώων. Σαν αυτές του ναζισμού. Ή οι ατομικές, όπως η παιδοκτονία. Αυτό είναι το πνεύμα του κακού.

«Το πνεύμα του κακού», είναι η διαθήκη της Nathalie Zaltzman. Μας μεταβιβάζει τη διερώτησή της: «Η τελική λύση του Οιδιποδείου», που εγγράφει τους γιους και τις κόρες του ανθρώπου σε μια συμβολική γενεαλογική διαδοχή, «είναι η τελευταία λέξη της προόδου του πνεύματος; […], ό,τι πιο εξελιγμένο κατέχει η ανθρωπότητα για να διαχειριστεί και να τροποποιήσει τη σχέση της με το κακό;» Για μια φορά, η εργασία της κουλτούρας κατόρθωσε να φέρει στο φως μια εκκοσμικευμένη αναπαράσταση του πνεύματος, ως κοινό ταυτοποιητικό γνώρισμα του είδους. Απαλλαγμένη από μια ιεροποιημένη υπερφυσική καταγωγή του: το Λόγο. Έχει η εργασία της κουλτούρας τη δυνατότητα να επινοήσει μια αναπαράσταση του κακού εξίσου κοσμική; Πέραν του ιεροποιημένου χαρακτήρα της γενεαλογικής διαδοχής; «Παύουν ποτέ οι γιοι και οι κόρες να καθορίζονται από μία πατρική αναφορά, που όσο κι αν έχει αξιοσημείωτα μετασχηματιστεί»[xxii] φθάνει, μπροστά στο πνεύμα του κακού, στα όρια της;

Είναι πρόσκληση να παραβούμε τις απαγορεύσεις του σκέπτεσθαι!
 
Δυο λόγια για τη συγγραφέα:
Η Nathalie Zaltzman γεννήθηκε το 1933. Ήταν ρώσο-εβραϊκής καταγωγής. Η οικογένειά της, εξόριστη στη Γαλλία, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διέφυγε το ναζιστικό διωγμό καταφεύγοντας στο νότο. Η Nathalie σπούδασε ψυχολογία και υπήρξε στρατευμένη ψυχαναλύτρια, για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Από το 1970 προσχώρησε στην ψυχαναλυτική οργάνωση Quatrième Groupe της οποίας υπήρξε και πρόεδρος[xxiii]. Μια βαθειά σχέση φιλίας, επιρροής, συνεργασίας την συνέδεε με την Piera Aulagner, ψυχή του Quatrième Groupe και μεγάλη φυσιογνωμία της γαλλικής ψυχανάλυσης –  στην Ελλάδα τη γνωρίσαμε από το βιβλίο της Η βία της ερμηνείας[xxiv]. Πνεύμα ανεξάρτητο και τολμηρό, η Nathalie Zaltzman μας κληροδότησε μια πολύτιμη συμβολή στην σύγχρονη ψυχανάλυση που αποδείχτηκε γόνιμη και όσον αφορά τους κρίσιμους πολιτικούς και ανθρωπολογικούς προβληματισμούς που απασχολούν την εποχή μας. Πέθανε το 2009.


* Το κείμενο συντάχθηκε για τις ανάγκες της παρουσίασης, στο πλαίσιο της 15ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, του βιβλίου της Nathalie Zaltzman, Το πνεύμα του κακού (Εισαγωγή και μετάφραση Ευδοκία Ελευθερίου, Εκδόσεις Νησίδες, 2018).
* Ο πίνακας του εξωφύλλου (κεντρική φωτογραφία) είναι έργο που παραχωρήθηκε από τον Ιωάννη Πρώιο.



[i] Έχουν μεταφραστεί άρθρα της: στο υπό επιμέλεια Γ. Αμπατζόγλου, Χ. Αποστολακέα Από την ψυχαναλυτική θεωρία στις ψυχιατρικές πρακτικές, τ. ΙΙ, University Studio Press, 1999 και στο Ψυχαναλυτικό Περιοδικό Εκ των Υστέρων, στους τόμους 7 και 10, Εξάντας, 2002 και 2003.
[ii] Nathalie Zaltzman, L’esprit du mal, Editions de l’Olivier, 2007.
[iii] Οι επισκέψεις και οι ομιλίες της στη Θεσσαλονίκη, προσκεκλημένη από τους οργανωτές του Σεμιναρίου Γ. Αμπατζόγλου και Χ. Αποστολακέα, έγιναν το 1995, το 1996 και το 2003.
[iv] Βλ. π.χ. σχετικά με την αρεντιανή έννοια «ανθρώπινη ερήμωση», στο κείμενό της N. Zaltzman “Le normal, la maladie et l’universel humain”, στο βιβλίο της De la guérison psychanalytique, PUF, 1998.
[v] Βλ. το κείμενο της N. Zaltzman “Homo sacer: l’homme tuable”, στον τόμο N. Zaltzman (sous la direction de) La résistance de l’humain, PUF, 1999.
[vi] Ήδη από το κείμενό της του 1979 “La pulsion anarchiste”,
[vii] Βλ. το κείμενο “La pulsion anarchiste”, 1979, αναδημοσιευμένο στο βιβλίο της De la guérison psychanalytique, PUF, 1998.
[viii] Όταν, υπό την επίδραση της (ναρκισσιστικής) λιβιδούς, η ενόρμηση θανάτου εκτρέπεται προς το εξωτερικό «ονομάζεται ενόρμηση καταστροφής, ενόρμηση κυριαρχίας, θέληση για ισχύ». S. Freud, 1924, «Το οικονομικό πρόβλημα του μαζοχισμού», ελλ. έκδ. στον τόμο Ναρκισσισμός, μαζοχισμός, φετιχισμός, Επίκουρος, 1991.
[ix] Η τελευταία της λέξη σχετικά με αυτό το θέμα βρίσκεται στο κείμενό της “Qui est le barbare?” που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό της στον συλλογικό τόμο J. Andre (sous la direction de) Psyché Anarchiste (2011).
[x] G. Scholem, H. Arendt, Δύο επιστολές για τη ρηχότητα του κακού, Άγρα, 2017.
[xi] Όρος που παρέλαβε από τον W. Benjamin ο G. Agamben: «ο ελάχιστος βαθμός του ζώντος».
[xii] Ιστορικές, συγγενικές μορφές εξουσίας, όπως εκείνη του κυρίαρχου ηγεμόνα παλαιού τύπου, εκείνη του pater familias, εκείνη του ολοκληρωτικού ηγέτη, ανακαλούν άμεσα την μορφή του αρχαϊκού πρωταρχικού πατέρα.
[xiii] N. Zaltzman “Homo sacer: l’home tuable”, στον τόμο N. Zaltzman (sous la direction de) La résistance de l’humain, PUF, 1999.
[xiv] N. Zaltzman,Το πνεύμα του κακού
[xv] Στο ίδιο.
[xvi] Το κακό, κατ’ αυτήν την έννοια, συνιστά «δείκτη εξανθρωπισμού» (στο ίδιο).
[xvii] Στο ίδιο.
[xviii] Στο ίδιο.
[xix] Στο ίδιο.
[xx]  N. Zaltzman “Homo sacer: l’homme tuable”, ό.π.
[xxi] W. Granoff, Filiations, l’avenir de l’Œdipe, Minuit, 1975.
[xxii] Όλες οι αναφορές σε εισαγωγικά στην παράγραφο είναι από Το πνεύμα του κακού.
[xxiii] Προηγήθηκαν η ψυχαναλυτική της εκπαίδευση στην SociéFrançaise de Psychanalyse και η συμμετοχή της για ένα διάστημα στην Ecole Freudienne de Paris.
[xxiv] Piera Aulagner, La violence de l’interprétation, PUF, 1975, ελλ. έκδ. Η βία της ερμηνείας, Εστία, 2001