Η Θεσσαλονίκη ιστορικά μετά την ενσωμάτωσή της στην ελληνική επικράτεια ακολουθούσε τις δικές της λογοτεχνικές διαδρομές, χαράσσοντας νέα ρεύματα και καινοτομώντας ποιητική, πολύ μακριά από το αθηναϊκό επίκεντρο. Με την εισαγωγή του «εσωτερικού μονολόγου» στην εποχή που κυριαρχούσε ο υπερρεαλισμός, τις δύο ποιητικές τριανδρίες και τα περιοδικά της, τη «Διαγώνιο» (1958-1983, με εκδότη και διευθυντή τον Ντίνο Χριστιανόπουλο) και «Τραμ» (1971 και 1976-1978, με διευθυντή τον Καλοκύρη και εκδότη τον Κάτο που εισήγαγε το νεοϋπερρεαλισμό στη γενιά του ’70) η Θεσσαλονίκη ακολουθούσε τη δική της λογοτεχνική πορεία.

Ads

Μιλώντας βέβαια για την ποίηση στη Θεσσαλονίκη, δεν αναφερόμαστε σε μία επαρχιώτικη τοπικότητα, αλλά για ένα καινούριο κεφάλαιο στην μεταπολεμική νεοελληνική λογοτεχνία καθιερώνοντας έναν ποιητικό εσωτερικό μονόλογο. Η λογοτεχνική διαφοροποίηση στη Βόρεια Ελλάδα ήδη εμφανίζεται από το Μεσοπόλεμο και συνεχίστηκε με σημαντικές καινοτομίες στην ποίηση έως αργά.

Σε αντίθεση προς τους Αθηναίους της γενιάς του ’30 που μπόλιασαν την ποίησή τους με την εθνική ιδέα (Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Εγγονόπουλος κ.ά.), οι Θεσσαλονικείς δεν ενδιαφέρθηκαν για κάποιο «εθνικό σκοπό» μια και η πόλη είχε πάντα έναν χαρακτήρα πιο κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό (έστω και ως παράδοση και μνημειακές παραστάσεις) που ενισχύθηκε με τις προσφυγικές μετακινήσεις.

Μεταπολεμικά, η πρώτη τοπική ποιητική τριανδρία (Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης) καινοτόμησε -έναντι του αθηναϊκού σουρεαλισμού της γενιάς του ’30 και των διαδόχων τους- εισάγοντας πολλά πεζολογικά χαρακτηριστικά και καθιερώνοντας μία ποίηση απογοήτευσης και περιθωριοποίησης. Και η ποιητική καινοτομία στη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκε με την τριανδρία των Χριστιανόπουλου, Ασλάνογλου και Ιωάννου που ενσωμάτωσαν την καταπίεση -που εισήγαγαν οι αριστεροί- στη λογική του εσωτερικού μονολόγου -που προϋπήρχε- υπό τη μορφή μιας ερωτικής κοινωνικής απομόνωσης με καβαφικά πεζολογικά χαρακτηριστικά και αίσθημα καρυωτακικής απογοήτευσης.

Ads

Η Χαρά Χρηστάρα ανήκει στη Θεσσαλονικιώτικη γενιά του ’80. Ακολουθεί τον «εσωτερικό μονόλογο» που όρισε η  λογοτεχνική παράδοση της πόλης και ακολούθησαν πολλοί ποιητές υπό την έντονη καβαφική και καρυωτακική επιρροή. Πρόκειται για ποίηση κάθαρσης κι ανθρωποκεντρική. Η ποίηση της Χρηστάρα είναι προσωπική και κινείται σε υπαρξιακό επίπεδο.

Η ποίησή της είναι γεμάτη «υπόγειους βρυχηθμούς και σιωπές ανθρώπων που αναζητούν τα όριά τους. Ποίηση με εσωτερικές βυθίσεις και ανέλπιστες σωτηρίες της ψυχής και του σώματος»1. Κατά τον Ζήρα «όλη η ποίηση της Χρηστάρα είναι αφιερωμένη στο πένθος που αισθάνεται η ύπαρξη, αδυνατώντας να ισορροπήσει τον μέσα και τον έξω κόσμο της». Ακολουθεί το ύφος και τη διαδρομή των ατομικών κλειστοφοβικών και μελαγχολικών αναζητήσεων της γενιάς του ’80. Εξωτερικεύονται με ένα αίσθημα βουβού πόνου.

Χαρακτηριστική αυτού του ύφους είναι η ποιητική συλλογή «υπόγεια ρεύματα» (Μανδραγόρας, 2008). Την ποιήτρια απασχολεί ο χρόνος και το μέλλον (Μινώταυρος) με τη μνήμη (μεσημέρι), τα όνειρα (η κραυγή) και ο θάνατος αγαπημένων φίλων (υπόγεια ρεύματα). Άλλοτε, η ποιήτρια αναζητά ή θυμάται αόριστα την αγάπη εντείνοντας το αίσθημα της μοναξιάς και της απομόνωσης μέσα στο απρόσωπο άστυ (εσωτερικό τοπίο, άρνηση, χάθηκε το φεγγάρι, αναβιώσεις, βήματα). Ταυτόχρονα όμως ανθολογούνται αλληγορικές συνθέσεις με κοινωνικές αναφορές (εξελίξεις, εποπτεία, ειρηνευτικές δυνάμεις) και μεταφορική μνημόνευση των δυσκολιών της ζωής (κύκλοι, ικεσίες, έλλειψη, ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα).

Η γλώσσα της είναι σύνθετη και πληθωρική. Ο λόγος της Χρηστάρα εμπλουτίζεται με επίθετα, διατηρώντας σαφείς αποστάσεις από την υπερβολή· αρκετά συχνή είναι και η χρήση επιρρηματικών κι εμπρόθετων προσδιορισμών, που ομολογουμένως έχουν αδικηθεί διαχρονικά από ποιητές  μέσα στην αναζήτηση μίας λιτής έκφρασης. Ωστόσο, τούτοι -παράλληλα, με την αξιοποίηση μετωνυμικών σχημάτων και μεταφορών- προσφέρουν μία ξεχωριστή δυναμική στις διατυπώσεις μέσα από το “ασκητικό” ύφος που δημιουργούν και αισθητοποιούν περιγραφές ή αφηγήσεις «απρόσωπες».

Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο ρόλος των ερωτηματικών προτάσεων (ευθείες ερωτήσεις) που συχνά επιλέγει ως εκφραστικό μέσο. Τούτες -συχνά ρητορικές- προσδίδουν μία αμεσότητα στο λόγο της συνδέοντας την αβεβαιότητα και την αδημονία με την υπαρξιακή προσέγγιση (αφού στην πραγματικότητα μένουν αναπάντητα). Μάλιστα το γεγονός ότι οι ερωτήσεις εκφράζονται σε α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο, δίνει την αίσθηση της εκμυστήρευσης ως προσωπική αναζήτηση.

Ο -ελεγχόμενα «απότομος»- στίχος της αποφεύγει τόσο την πρόζα και τα πεζολογικά χαρακτηριστικά όσο και το μεταμοντέρνο θρυμματισμό, ενώ ο στιχουργικός ρυθμός εντείνει το μελαγχολικό ύφος της συλλογής. Οι διατυπώσεις διατηρούν μία «αοριστία» με τον περιορισμό οριστικών άρθρων σε πολλά υποκείμενα ρημάτων. Τούτο σε συνδυασμό με την περιγραφική στιχουργική καθιστά πιο βαρύ συναισθηματικά το κλίμα και πιο απρόσωπο.

Η συνειρμική δε εικονοπλασία, με αποκρυσταλλωμένες επιρροές από το νεοϋπερρεαλισμό, διαμορφώνει ένα ποιητικό κάδρο κλειστού χώρου, συχνά θολό και άχρωμο. Η «θολότητα» εκφράζει ακριβώς την υπαρξιακή αγωνία και το αίσθημα αμφιβολίας για ένα απαισιόδοξο μέλλον. Η εικαστική τούτη «θαμπάδα» αισθητοποιείται με τη συχνή παρουσία αφηρημένων εννοιών στις περιγραφές και τα σκοτεινά τοπία της.

Οι αντι-κοινωνικές περιγραφές της διαμορφώνουν ένα σταθερό μοτίβο. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγοι άνθρωποι εμφανίζονται στα κάδρα της Χρηστάρα, αναδεικνύοντας το αίσθημα της μοναξιάς και της απομόνωσης. Στην εικαστική διακρίνονται νότες ρομαντικής διάθεσης που αισθητοποιούνται με λιτές εικόνες από τη φύση (φυλλοβολία, πουλιά, σύννεφα και βροχή, φεγγάρι), χαρακτηριστικές όμως κι αυτές του γενικότερου αισθήματος αβεβαιότητας και μελαγχολικής αγωνίας.

Αντίθετα, στην τελευταία της συλλογή («παρουσίες απουσίες», Μανδραγόρας, 2014) διαμορφώνει ένα διαφορετικό ύφος με χαρακτηριστική εκφραστική οικονομία και απόλυτη σαφήνεια.
Γιατί αυτό που εντυπωσιάζει στην ποιητική της είναι η απέριττη γλώσσα. Δίχως εκφραστικά στολίδια, σε μία αποκορύφωση προφορικής λιτότητας, η ποιήτρια συναρπάζει τον αναγνώστη. Το λιτό ύφος επιτρέπει την ανάγνωση να προχωρά ανεμπόδιστα συνταράσσοντας βήμα βήμα τον αναγνώστη/ακροατή. Η εκφραστική απλότητα προσδίδει μία αυτοβιογραφική διάσταση στην ποίησή της και αφήνει ελεύθερο το συναίσθημα, χωρίς να αποσπούν την προσοχή σχήματα λογοτεχνικά και εικόνες.

Αυτή η εκφραστική ολιγάρκεια εκπέμπει μία σιγουριά, μία βεβαιότητα, ότι ο ποιητικός λόγος πατά στην απλότητα κι όχι στον επιτηδευμένο λόγο και το βερμπαλισμό· ότι η ποίηση οφείλει να «γλιστρά» στην ψυχή του αναγνώστη και να τον συγκλονίσει. Και τούτο δύναται να επιτευχθεί ακόμα με μία καθαρά δωρική έκφραση. Και ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας με τις μικρές καθημερινές ιστορίες -προσωπικές ή κοινωνικές- ενισχύει την προφορικότητα που διακρίνει το ύφος της δημιουργού.

Εξάλλου, το αφηγηματικό ύφος της Χαράς Χρηστάρα, δίχως να καθοδηγεί τον αναγνώστη, του επιτρέπει εκείνος να πλάσει ελεύθερα το ποιητικό φόντο. Αδιαφορεί χαρακτηριστικά για την εικονοπλασία. Το κάδρο και το εικαστικό περιβάλλον αναδύεται -συνειρμικά- από τις ανάγκες της αφηγηματικής προσέγγισης. Ο αφηγηματικός/ποιητικός χώρος άλλοτε είναι εξωτερικός άλλοτε εσωτερικός. Στη «γειτονιά» κινείται από έξω προς τα μέσα, όπως απαιτεί η αφήγηση μιλώντας για ένα κατάστημα, όπως και στις ενότητες «για την εποχή μας» και στο «εξοχικό». Αντίθετα στους «γιατρούς» της ο χαρακτήρας της παρουσίασης απαιτεί κλειστό χώρο, σαν ιατρείο. Εκεί η ποιητική της κινείται σε χώρο «δωματίου», όπου το κοινωνικό βίωμα μετατρέπεται σε εκμυστήρευση και υπαρξιακή κραυγή αγωνίας και φόβου.

Την ίδια όμως στιγμή η δημιουργός εκθέτει τους προβληματισμούς της για την κοινωνία και τα άτομα. Η κρίση με τα κλειστά μικρά καταστήματα, ο ρόλος της γυναίκας («ο Σταύρος μένει ανοιχτός»), η ομοφυλοφιλία («η ψυχαναλύτριά μου»), οι σχέσεις των γειτόνων και τα ανώνυμα -μα τόσο οικεία- στέκια που δένονται με τους θαμώνες («έκλεισε το καφέ Ζουρνάλ») παρελαύνουν μπροστά μας, ζωγραφίζοντας έναν κόσμο που χάνεται στην ασφυξία της κρίσης («γειτονιά»). Στο ίδιο πνεύμα και οι κοινωνικές ανισότητες όπου λίγοι απολαμβάνουν τη σύγχρονη ποιότητα ζωής με τις ανέσεις της («για την εποχή μας») και τις κοινωνικές παθογένειες (ενδοοικογενειακή βία, αδυναμία να διακριθούν όσοι το αξίζουν). Ταυτόχρονα, -σε μία υπαρξιακή προσέγγιση- θέτει την ψυχική υγεία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της μαζί με την αυτοκτονία και την εμπιστοσύνη («οι γιατροί μου»).

Η αυτοαναφορικότητα διαμορφώνει ένα πρωτοπρόσωπο εξομολογητικό ύφος. Και αν στις συνθέσεις «γειτονιά» και «για την εποχή μας» τούτη καλύπτεται από το κοινωνιοαφηγηματικό ύφος, στην ενότητα «οι γιατροί μου» (και «στο εξοχικό») είναι εμφανές. Και δεν είναι τυχαίο που επέλεξε μόνο λειτουργούς της ψυχικής υγείας προκειμένου να εκθέσει τις δικές της αγωνίες μέσα από τις αλληλεπιδραστικής φύσης εκμυστηρευμένες προσωποπαρουσιάσεις.

Ένα χαρακτηριστικό στην ποιητική της Χρηστάρα είναι ότι τα ποιήματα των ενοτήτων συμπληρώνουν το ένα το άλλο κλιμακωτά σαν μία σκάλα. Αν και διατηρούν την ποιητική αυτοτέλειά τους, στην ουσία κάθε σύνθεση «παρά» βαθμιδωτά στην προηγούμενη, σαν κεφάλαια ενός ποιητικού μυθιστορήματος μέσα στην κοινωνική κι οικονομική κρίση.

Η ποίηση -και η Τέχνη γενικότερα- στηρίζονται στο συναίσθημα. Δεν έχουν ανάγκη ούτε κάποιο διδακτικό ύφος ούτε ρητορείες. Με απλά υλικά διαμορφώνουν το συναίσθημα του δέκτη. Και η ποίηση τούτο για να το πετύχει δεν έχει ανάγκη από επιτηδευμένα υλικά. Με γλώσσα λιτή μπορεί να μεταφέρει τα πιο σύνθετα αισθήματα. Η ποιητική γραφή της Χαράς Χρηστάρα είναι ξεχωριστή, ιδιαίτερη, καθαρά προσωπική. Κινείται μεταξύ των σύγχρονων αστικών προβλημάτων όπως τα βιώνουμε ατομικά και αποζητά την προσωπική κάθαρση μέσα από την ποίηση. Αν και με τον καιρό κινήθηκε σε πιο συλλογικές αναζητήσεις, τούτες εκφράζονταν αλληγορικά και κρυπτικά.

* Ο κ. Δήμος Χλωπτσιούδης είναι κριτικός ποίησης – φιλόλογος

1 Παναγιώτης Γούτας, Ποιήτριες της Θεσσαλονίκης, fractalart.gr (27/08/2014).