Το Αιγαίο πέλαγος υμνήθηκε όσα λίγες θάλασσες στην παγκόσμια ποίηση. Από την αρχαιότητα ακόμη βρέθηκε στο επίκεντρο επικών και λυρικών ποιητών. Η αγριότητά του, η φωταύγειά του και η διαρκής κίνηση ως μέσο συνένωσης πολιτισμικών κι εμπορικών/πειρατικών οδών τροφοδότησαν την τέχνη όσο λίγοι τόποι. Αξιόλογοι σύγχρονοι ποιητές με πρωτεργάτη τον Οδυσσέα Ελύτη αφιέρωσαν πολλούς στίχους στο Αιγαίο.

Ads

Ακολουθώντας τον δρόμο του Ελύτη και η Γιώτα Αργυροπούλου στη νέα της ποιητική συλλογή, «για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό» (Gutenberg, 2017) δοξάζει το αιγαιοπελαγίτικο φως και ταξιδεύει στους βράχους που έσπειρε η φύση μέσα στη θάλασσα[1]. Με μία λυρική φωνή που αντανακλά το Αιγαίο φως[2] και τα χρώματα του πελάγους υμνεί την ελληνική φύση με μία λανθάνουσα μεταφυσική χροιά[3].

Η ομορφιά του Αιγαίου έρχεται να αγκαλιάσει με τόση θέρμη τη δημιουργό, ώστε την πλημμυρίζουν συναισθήματα και μία παλίρροια αισθήσεων. Αρνείται κάθε απόπειρα μίμησης[4], μα δηλώνει συγκλονισμένη όπως την πρώτη φορά· άλλωστε, τέτοια ηλιόλουστη βραχογραφία δεν αντάμωσε άλλη φορά[5].

Η Αργυροπούλου σαν αοιδός του Αιγαίου ψάλλει το έπος που της ενέπνευσε ο ζευγολάτης που όργωσε τη θάλασσα με τ’ αλέτρι του[6]. Τραγουδά τους επίγειους μύθους και τον πολιτισμό του, από τους πρώτους κατοίκους του. Τραγουδά το κλέος των ηρώων που ζωντανεύουν τους βράχους του πελάγου.

Ads

Η ποίησή της είναι βαθιά ανθρωποκεντρική κι ελληνική. Με οδηγό το βίωμα στιχουργεί για το πέλαγος και τους νησιώτες που ντύνονται τη θάλασσα και τον άνεμο. Η εμπειρία όμως στην ποιητική της αποκτά υπαρξιακά χαρακτηριστικά, καθώς το πέλαγος γίνεται ένα αντικείμενο πέρα από την έννοια του χρόνου. Και σε τούτο το πλέγμα εισέρχεται και η υπαρξιακή διάσταση της μνήμης[7]. Και το πέλαγος με τα ξερονήσια του –γυμνά βράχια[8], αγριότοποι εξορίας[9] και ποίησης[10] – απλώνονται από την αρχαιότητα ως το σήμερα[11] παραδαρμένα από τους ανέμους[12]. Έτσι, όμως το Αιγαίο αποκτά μία συμβολοχρονική υφή.

Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι το πέλαγος στην ποίηση της Αργυροπούλου δεν είναι ένα “τουριστικό αξιοθέατο” σαν εκείνα τα λυρικά τοπία που μαγεύουν τους κατοίκους των άστεων. Αποτελεί ένα υπερχρονικό στοιχείο που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Κούροι και κόρες[13], εκκλησίες[14] και ξερολιθιές[15] γίνονται τα σύμβολα του χρόνου που ποτίζει το Αιγαίο.

Μα το Αιγαίο μέσα στην ελληνικότητά του ξεπερνά τα στενά χωρικά ύδατα ως σύμβολο. Γίνεται η δίοδος σωτηρίας ανθρώπων πέρα από το λιβυκό[16], ανέστιων και ναυαγών που χαθήκαν στο βυθό του[17]. Γιατί αν το Αιγαίο αξίζει να υμνηθεί για την ομορφιά του, αξίζει άλλο τόσο να γίνει θρήνος και μοιρολόι για τους χαμένους πρόσφυγες.
Η Αργυροπούλου είναι μία τρυφερή κι ευγενική ποιητική φωνή, που χειρουργεί την ποιητική με έναν λόγο σπάνιας διαύγειας. Η αμεσότητα του βιώματος και οι καθαρές εικόνες της σε συνδυασμό με τον επιμελημένο στίχο μαγεύουν τον ακροατή/αναγνώστη. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην έκφρασή της, καμία λέξη δεν θα προσέδιδε τέτοιο συναισθηματικό βάρος αν ήταν σε άλλη θέση.

Διατηρεί μία αρμονία ανάμεσα στο εικονιστικό στοιχείο και το υπαρξιακό και ελέγχει τη συναισθηματική ένταση και τη ρυθμικότητα του στίχου[18]. Ο πυκνός της λόγος χαρακτηρίζεται από μία ζωηρή εξωστρέφεια που ισορροπεί με τη σεμνότητα και την ποιητική ειλικρίνεια. Η έκφρασή της οικοδομημένη στην λυρική προφορικότητα διαμορφώνει μία μονολογική σκηνικότητα. Η στιχουργική της αποπνέει τη δροσιά των μελτεμιών και τη δραματική ζωντάνια της προφορικής ποίησης, συνεχίζοντας την παράδοση που τα πρώτα ακόμα έπη. Αφήνει τους φθόγγους και τη φωνή της ποίησης, εκείνοι να οπτικοποιήσουν το αρχαίο μαγικό φως του Αιγαίου στους ξερόβραχους, καθώς οι λέξεις δαμάζουν την εικόνα[19].
Η λιτή εικονοποιία της αφήνει το φως να λούζει τους στίχους της[20]. Μοιάζει σαν ο αιγιακός ήλιος να θρυμματίζει τη στιχουργία της με τους γλάρους να διασχίζουν[21] τους χορευτές π’ ανταμώνουν με το βιολί του μπάλου[22] ή του έρωτα[23].

Και το κάδρο της Αργυροπούλου είναι γεμάτο κίνηση και φως ζωντανό που πλουμίζει τους πάντα ανοιχτούς χώρους των στίχων της. η κίνηση συχνά δίνεται με τη θάλασσα ή με τον άνεμο, ενώ συχνά το βιολί γεμίζει με ήχους το καναβάτσο της, που σέρνει σε χορό τους κατοίκους των νησιών.

Η ζωή και η τέχνη στην ποίηση Αργυροπούλου προχωρούν σε μία ενότητα αξεχώριστη. Τροφοδοτούν με εικόνες και μελωδία, χρώματα, ρυθμό και νοηματικό υλικό η μία την άλλη. Το παρελθόν και το παρόν συνταιριάζονται με συνεκτικό δεσμό τη θάλασσα του Αιγαίου και τα γυμνά του βράχια.

Η ποίησή της είναι το παράδειγμα μίας ποιητικής που απηχεί μια κοινωνία σε κίνηση, σε αναβρασμό. Χωρίς να διαμαρτύρεται δημιουργεί το δικό της εθνικό χωροχρονικό σύμβολο με πρώτη ύλη τη δράση της θάλασσας μέσα από έναν λόγο κοινό και συλλογικό για μία κοινωνία με μνήμη, παρελθόν και παρόν αδιαχώριστα. Ο ακροατής/αναγνώστης αισθάνεται σαν ένας αλλόκοτος ταξιδευτής στο αλλόκοτο πέλαγος της γλώσσας, στον συναρπαστικό κόσμο των αλλόκοτων μα κι αυθεντικών συναισθημάτων.

Ο λόγος της Αργυροπούλου συναντάται με τον εικαστικό λόγο σε μία κοινή πορεία παράλληλης αναζήτησης και ώσμωσης των τεχνών. Η εικαστική της γλώσσα διαφυλάσσει την αυτοτέλεια, τον εκφραστικό πλούτου και της μορφολογική της ιδιομορφία, σε μία προσπάθεια να ανασκάπτει διαρκώς το κοινό υπέδαφος ευαισθησίας και να αναζητά εναγωνίως τα όρια ζωής και τέχνης, τα όρια λόγου και εικόνας, τη σχέση του ιδιωτικού με το δημόσιο, του ατομικού με το συλλογικό.


[1] βλ. τάματα και αντίδωρα, ηλιοκαείς αγαπημένοι βράχοι, νησί ΙΙΙ.

[2] βλ. τι ξέρω εγώ από το αιγαίο φως;, Αστυπάλαια, Φολέγανδρος, ηλιοκαείς αγαπημένοι βράχοι, δεν είχαν δει ποτέ τη θάλασσα.

[3] βλ. Φολέγανδρος, λεύκες Πάρου.

[4] βλ. τι θέλω εγώ με το αιγαίον φως;

[5] βλ. τι ξέρω εγώ από το αιγαίον φως;

[6] βλ. εφτά χρονώ αντίκρισα τη θάλασσα.

[7] βλ. μελτέμι, στην Πάτμο – κοιτάζοντας τη Χώρα, σοκάκι στο νησί, ηλιοκαείς αγαπημένοι χράχοι, τι ξέρω εγώ από το αιγαίον φως;

[8] βλ. ο έρωτας πυρπόλησε τη νιότη τους κατάκαρδα, εδώ-εκεί στα βράχια, ηλιώτες βράχοι, ηλιοκαείς αγαπημένοι βράχοι, ηλιοκαμένοι έφηβοι.

[9] βλ. πάρε το μηδέν ΙΙΙ.

[10] βλ. πάρε το μηδέν ΙΙ, στο κατάστρωμα.

[11] βλ. στο καφενείο “η ωραία πλατεία”, δεν ξέρω πού θαφτήκαν τα παιδιά.

[12] βλ. ανεμοτάφια Ικαριάς.

[13] βλ. ηλιοκαμένοι έφηβοι, εφτά χρονώ αντίκρισα τη θάλασσα, δελφίνια, εδώ-εκεί στα βράχια, Νάξος, στο κατάστρωμα.

[14] βλ. τάματα και αντίδωρα, τι ξέρω εγώ από το αιγαίον φως;

[15] βλ. νησί Ι & ΙΙ, λεύκες Πάρου.

[16] βλ. στην προκυμαία, στο κατάστρωμα.

[17] βλ. δεν ξέρω πού θαφτήκανε οι πλάνητες, δεν ξέρω πού θαφτήκαν τα παιδιά, σαράντα πέντε κύματα.

[18] βλ. ανάληψη.

[19] βλ. ανεμοτάφια Ικαριάς, Λέσβος Αιολίς, Νάξος, Φολέγανδρος, δεν ξέρω πού θαφτήκαν τα παιδιά, δεν είχαν δει ποτέ τη θάλασσα, ειδώλιο και κόρη.

[20] βλ. ηλιοκαείς αγαπημένοι βράχοι, τι ξέρω εγώ από το αιγαίον φως;

[21] βλ. νησί ΙΙΙ.

[22] βλ. χώρα, δελφίνια, Αμοργός ΙΙ, Λέσβος Αιολίς, ηλιοκαείς αγαπημένοι βράχοι.

[23] βλ. ηλιοκαμένοι βράχοι.