Στην ιστορία του ποδοσφαίρου υπάρχουν ξεχωριστοί παίκτες-προσωπικότητες που αγαπήθηκαν (αλλά και μισήθηκαν), όχι μόνον για τα κατορθώματα τους στον αγωνιστικό χώρο, αλλά και για την στάση ζωής τους γενικότερα.

Ads

Ο Παραγουανός Χοσέ Λουίς Τσιλαβέρτ κατέκτησε πολλούς ομαδικούς και ατομικούς τίτλους στην καριέρα του, ήταν «πρόδρομος» του σύγχρονου γκολκίπερ-μπακ, ή γιατί όχι συνεχιστής και υπερασπιστής μίας θέσης  που έρχεται από το ποδόσφαιρο της αλάνας, το μπακότερμα δηλαδή.

Εκτός από τις εξαιρετικές του ικανότητες σαν τερματοφύλακας, υπήρξε και δεινός σκόρερ με τις εκτελέσεις πέναλτι και φάουλ, που ζήλευαν πολλοί μέσοι και επιθετικοί. Ο Τσιλαβέρτ έχει σκοράρει 67 γκολ στην καριέρα του, τα περισσότερα από αυτά κρίσιμα, και τα 8 από αυτά σε επίπεδο εθνικών. Τέσσερα από τα γκολ του με την εθνική ομάδα, τα σκόραρε στα προκριματικά του Μουντιάλ 2002. Έχει σκοράρει το δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό γκολ για τερματοφύλακα, πίσω μόνο από τον Βραζιλιάνο πορτιέρο Ροζέριο Σένι και επίσης είναι ένας από τους δύο τερματοφύλακες που έχουν σκοράρει χατ-τρικ.

Η ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο σε επαγγελματικό επίπεδο άρχισε με την Σπορτίβο Λουκένιο, ομάδα γνωστή για τις ακαδημίες της, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’80. Παρ’ όλα αυτά, λίγο έλειψε να εγκαταλείψει το άθλημα λόγω σπουδών. Επέστρεψε οριστικά το 1984, όταν έκανε ντεμπούτο στην πρώτη κατηγορία του εγχώριου πρωταθλήματος σε ηλικία 19 ετών.

Ads

Οι εμφανίσεις του τον οδήγησαν στην Γκουαρανί, τον «γίγαντα» του ποδοσφαίρου της χώρας, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1984. Οι μετοχές του ανέβηκαν τόσο που το 1985 τον βρήκε στην Αργεντινή να υπερασπίζεται την εστία της Σαν Λορένσο.

Η μετανάστευση στην Αργεντινή μοιάζει φυσιολογική για έναν Παραγουανό, αφού υπολογίζεται ότι πάνω από 1.000.000 συμπατριώτες του ζούσαν εκεί την ίδια εποχή. Το πρόβλημα ήταν ότι οι ντόπιοι τους συμπεριφέρονταν με υποτίμηση, προσφέροντάς τους δουλειές καθαριστή ή οικοδόμου, με συνέπεια να δημιουργηθεί κόντρα μεταξύ των δύο χωρών.

Ο Τσιλαβέρτ πραγματοποιούσε πολύ καλές εμφανίσεις, ωστόσο δεν απέφυγε τα παρατράγουδα, παίρνοντας διαρκώς το μέρος των συμπατριώτων του. Πολλές φορές έκανε δηλώσεις εναντίον της Αργεντινής, άλλες έπαιζε ξύλο, δείχνοντας ότι η καριέρα του θα είναι -αν μη τι άλλο- ενδιαφέρουσα και σε εξωαγωνιστικό επίπεδο.

Το καλοκαίρι του 1988 έκανε το μεγάλο βήμα και αγωνίστηκε στην Ευρώπη, παίρνοντας μεταγραφή στη Σαραγόσα. Το στιλ του, ενός τερματοφύλακα με ικανότητα όταν είχε την μπάλα στα πόδια, ξένισε αρκετούς φιλάθλους. «Πολύς κόσμος ήταν κατά του στιλ μου στην αρχή. Όταν άρχισα να βγαίνω έξω από την περιοχή με την μπάλα για τη Σαραγόσα το 1988, οι φίλαθλοι άρχισαν να τρομοκρατούνται και να φωνάζουν να γυρίσω στην εστία μου. Εγώ το έβλεπα ως έναν τρόπο να βοηθήσω την ομάδα μου να νικήσει», δήλωσε χρόνια αργότερα ο Τσιλαβέρτ.

Ο Παραγουανός δεν έμεινε μόνο σε αυτό, αφού άρχισε εντατικές προπονήσεις σε εκτελέσεις πέναλτι και φάουλ, μέχρι που του δόθηκε η ευκαιρία να εκτελεί και στη διάρκεια αγώνων.

«Παίζαμε κόντρα στη Ρεάλ Σοθιεδάδ και πήγα να εκτελέσω ένα πέναλτι. Είπα σε έναν παίκτη να καλύψει το τέρμα μου μέχρι να επιστρέψω. Σκόραρα και άρχισα να πανηγυρίζω στο μέσο του γηπέδου. Όταν κοίταξα γύρω, η άλλη ομάδα είχε κάνει ήδη τη σέντρα, όμως δεν ανησυχούσα ιδιαιτέρως, αφού είχα αφήσει έναν συμπαίκτη να καλύπτει την εστία. Το πρόβλημα ήταν ότι είχε έρθει κι αυτός να πανηγυρίσει το γκολ! Η Ρεάλ Σοθιεδάδ σκόραρε και ήθελα να πεθάνω. Ευτυχώς, ήμασταν μπροστά με 2-0 και κρατήσαμε το 2-1 μέχρι τέλους. Ήταν τρελό».

Μέχρι την άφιξή του στη Βέλες Σάρσφιλντ το 1993, η ομάδα είχε κατακτήσει μόλις ένα πρωτάθλημα κι αυτό το μακρινό 1968. Όταν έφυγε τον Δεκέμβριο του 2000, είχε κατακτήσει 4 πρωταθλήματα, ένα Copa Libertadores, ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο κόντρα στη Μίλαν του Φάμπιο Καπέλο, ένα Copa Interamericana κι ένα Supercopa Sudamericana, ένα Recopa Sudamericana.

Το παρατσούκλι «μπουλντόγκ» δεν ήταν τυχαίο και μάλιστα η ομοσπονδία της Παραγουάης έκανε διαγωνισμό μεταξύ ιδιοκτητών αυτής της ράτσας τετράποδων, ώστε το σκυλί που ήταν πιο κοντά σε αυτό που βρισκόταν στην στολή του Τσιλαβέρτ, να γίνει επίσημη μασκότ της εθνικής ομάδας.

Ψηφιζόταν διαρκώς κορυφαίος τερματοφύλακας της Νότιας Αμερικής και δικαίως συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Τα χρόνια του στην Αργεντινή ήταν οι χρονιές που καθιερώθηκε ως ένας εκ των κορυφαίων γκολκίπερ του κόσμου, παίρνοντας το αντίστοιχο βραβείο απ΄την IFFSHS (Διεθνής Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου) για τις σεζόν 1995, 1997 και 1998.

Στο Μουντιάλ της Γαλλίας (1998) έκανε το ντεμπούτο του σε μεγάλη διοργάνωση, όπου έγινε και ο πρώτος γκολκίπερ που εκτέλεσε απευθείας φάουλ. Παρότι τα κατάφερε εξαιρετικά, μπαίνοντας στην καλύτερη ομάδα του τουρνουά, η καριέρα του με τα «χρώματα» της Παραγουάης σταμάτησε απότομα, λόγω ιδεολογικής απόστασης και αντίθεσης σε  ότι συνέβαινε στην πατρίδα του.

Η Παραγουάη είχε αναλάβει τη διοργάνωση του Κόπα Αμέρικα 1999, ξοδεύοντας χρήματα αναγκαστικά σε γήπεδα και υποδομές. Το «μπουλντόγκ» δεν δίστασε να επικρίνει την κυβέρνηση της χώρας για τις κινήσεις της, διατυπώνοντας δημόσια την άποψη πως είναι λάθος να σπαταλούνται πόροι για το ποδόσφαιρο, όταν υπάρχουν ανάγκες στην παιδεία.

Σε συνέπεια των λόγων του, αρνήθηκε να συμμετέχει στη διοργάνωση, κάνοντας τη διαφορά και επιβεβαιώνοντας όσους πιστεύουν πως ανήκε ως παίκτης σε μια «άλλη» εποχή, πολύ διαφορετική απ’ τη σημερινή.

Στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 ήρθε σε σύρραξη με τον Ρομπέρτο Κάρλος, τον οποίο έφτυσε στο πρόσωπο. Κατηγόρησε τον Βραζιλιάνο για ρατσιστική συμπεριφορά  και ότι τον αποκάλεσε «ινδιάνο», ενώ τα έβαλε και με τους οπαδούς της σελεσάο, οι οποίοι τον χαρακτήρισαν ως «ελάχιστα Παραγουανό», πηγαίνοντας την ιστορία ένα βήμα παραπέρα, όταν οργισμένος ζήτησε απ΄τη Βραζιλία να επιστρέψει εκτάσεις στη χώρα του, αυτές που είχε κατακτήσει πολεμικά τον 19ο αιώνα!

Δεν ήταν καθόλου λίγοι, το αντίθετο, αυτοί που τους άρεσε τόσο πολύ το επαναστατικό του στυλ, που τον θεωρούσαν ικανό έως και για τη θέση του Προέδρου της Παραγουάης, συγκρίνοντάς τον με τον Τσε Γκεβάρα! Ο ίδιος κατηγορούσε πολλάκις τους πολιτικούς της πατρίδας του ως διεφθαρμένους, υπεύθυνους για τη φτώχεια των πολιτών και ανίκανους να δώσουν λύση στα προβλήματα της καθημερινότητας.

Το 2017 ο Πρόεδρος της Παραγουάης Οράσιο Καρτές, στην προοπτική της διοργάνωσης του Μουντιάλ του 2030 (από κοινού με Αργεντινή και Ουρουγουάη), είναι δεδομένο πως σκέφτηκε σαν επιχειρηματίας, με δεδομένο πως πιο κερδοφόρα μπίζνα από μια τέτοια διοργάνωση, ελάχιστοι πολιτικοί ηγέτες μπορούν να εξασφαλίσουν.

Ωστόσο σε μια χώρα με μόνιμη χρεωκοπία (όπως άλλωστε και οι περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής), μια τέτοια διοργάνωση σημαίνει επιπλέον οικονομική επιβάρυνση της εργατικής τάξης. Όμως εδώ δεν μιλάμε για μια όποια και όποια μπίζνα μέσω της οποίας απλά οι πλούσιοι θα πλουτήσουν παραπάνω εις βάρος των φτωχών. Μιλάμε για κάτι ευρύτερο. Για κάτι πιο οικουμενικό. Για την θρησκεία την ίδια: το ποδόσφαιρο.

Αυτό το πάθος για την μπάλα που επικρατεί στις χώρες της Λατινικής Αμερικής δεν είναι κάτι που ξεριζώνεται εύκολα. Και μπροστά στην πώρωση της διεξαγωγής της παγκόσμιας γιορτής της στρογγυλής θεάς στα σπίτια τους, οι Παραγουανοί είναι διατεθειμένοι να ξεχάσουν τον κρατικό οικονομικό στραγγαλισμό.

Σε αυτή την θρησκεία που λέγεται ποδόσφαιρο μπορεί να πόνταρε ο Καρτές για να λάβει κοινωνική νομιμοποίηση μιας αιματηρής οικονομικά διαδικασίας για το λαό, όπως η διοργάνωση του Μουντιάλ από την Παραγουάη.

Έγραψε λοιπόν ο Τσιλαβέρτ στο twitter σχολιάζοντας την υπόθεση:  «Ντομίνγκες (σ.σ. ο πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της χώρας), η Παραγουάη δεν χρειάζεται Παγκόσμιο Κύπελλο, χρειάζεται νοσοκομεία, σχολεία, υποδομές. Μην ξεγελάτε πια ανθρώπους».

«Πες τα στον Καρτές, όχι στον Ντομίνγκες», τον διόρθωσε κάποιος από κάτω. Ο Τσιλαβέρτ απάντησε άμεσα δείχνοντας την ουσία της υπόθεσης: «Είναι οι άνθρωποι της Παραγουάης που θα πληρώσουν τα χρέη, ακριβώς ό,τι συνέβη στη Βραζιλία! Παντού διαφθορά. Δεν μπορούμε να κάνουμε μια γέφυρα για πεζούς και θέλουμε να διοργανώσουμε παγκόσμιο πρωτάθλημα».

Πολλές είναι οι ατάκες του Τσιλαβέρτ που έγραψαν ιστορία. Χαρακτηριστικά είχε ρωτηθεί για την πίεση ως προς την κατάκτηση τίτλων και ήταν «αφοπλιστικός»: «Ποιά πίεση; Μιλάμε για ποδόσφαιρο. Όταν δεν ξέρεις πως να προσφέρεις φαγητό και σπίτι στα παιδιά σου, τότε μιλάμε για πίεση».

Μία σοκαριστική αποκάλυψη έχει κάνει ο βετεράνος ποδοσφαιριστής της Κολομβίας, Φαουστίνο Ασπρίγια (με μεγάλη καριέρα σε Πάρμα και Νιουκάστλ), σε ντοκιμαντέρ για τη ζωή του. Πιο συγκεκριμένα αποκάλυψε μια ιστορία από το μακρινό 1997 και αφορούσε τον τερματοφύλακα της Εθνικής Παραγουάης Χοσέ Τσιλαβέρτ.

Ο Κολομβιανός επιθετικός είχε μια ιδιαίτερα έντονη αψιμαχία σε αγώνα για τα προκριματικά του Μουντιάλ 1998 με τον εν λόγω πορτιέρο, γεγονός που οδήγησε στην αποβολή τους από την αναμέτρηση. Έτσι λίγο αργότερα, στο ξενοδοχείο της ομάδας, ένας έμπορος ναρκωτικών, γνωστός ως Χούλιο Φιέρο, τον πλησίασε και του είπε επί λέξει: «Ζητάμε να μας δώσεις εξουσιοδότηση για να σκοτώσουμε τον Τσιλαβέρτ».

Το σοκ που υπέστη ο Ασπρίγια ήταν μεγάλο, ωστόσο δίχως να διστάσει να φέρει αντίρρηση σε έναν τέτοιο άνθρωπο του υποκόσμου απάντησε: «Πώς σου ήρθε αυτό; Είσαι τρελός, στο ποδόσφαιρο αυτό που γίνεται στο γήπεδο μένει στο γήπεδο», απάντηση που εν πολλοίς έσωσε τη ζωή του Τσιλαβέρτ, ο οποίος είχε μπει στο στόχαστρο ώστε να βγει «από τη μέση».

Ένα απείθαρχο ίνδαλμα, ένας μυθικός ποδοσφαιριστής που υπηρετούσε ένα ποδόσφαιρο που έχει πεθάνει: το ποδόσφαιρο ως λαϊκό σπορ και όχι ως επαγγελματική διαδικασία.

Απολαύστε μερικά από τα γκολ του μεγάλου Παραγουανού τερματοφύλακα