Τι είναι αυτό που ενοχλεί τόσο πολύ στο Πολυτεχνείο; Τι είναι αυτό που ενοχλεί τόσο πολύ σε σχέση με την μεταπολίτευση; Οι κυρίαρχες ρητορικές από την μεριά ενός σημαντικού μέρους της δεξιάς δημιουργούν μια εντελώς έωλη, ανιστορική ανάγνωση, που ανάγει τα πλέον διαχρονικά φαινόμενα της κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής όπως η διαφθορά, η διαπλοκή και η ένταση, σε φαινόμενα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.

Ads

Και όμως όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και την μικρασιατική καταστροφή χαρακτηρίζονται από κουμπουροφόρους, απαγωγές, δολοφονίες. Ενώ αμέσως μετά την μικρασιατική καταστροφή η κοινωνική δυναμική των προσφυγικών σωμάτων και οι νέες διαδικασίες ταξικής αναδιάρθρωσης των απόκληρων που συνθλίβουν την ψεύτικη κοινωνική (όχι πολιτική) συνοχή των γηγενών, δημιουργεί ένα απίστευτα βάρβαρο ρεύμα ρατσισμού και καταστολής.

Η κατοχή και η φυγή της άρχουσας τάξης των 100 οικογενειών που είχαν διορισθεί ως σφογγοκολάριοι των προστατών ή των και επί τουρκοκρατίας προυχόντων (κι εδώ η Ελληνική Νομαρχία, αυτό το εμβληματικό κείμενο που φυσικά απουσιάζει από τα σχολεία, έχει να πει πολλά και ν´ ανοίξει μυαλά), δημιουργεί το πρωτοφανές, σύντομο, κατά τόπους αντιφατικό, μα εμβληματικό παράδειγμα του ΕΑΜ ΕΛΑΣ. Είναι η μη κοινοβουλευτική εποχή όπου τα λαϊκά στρώματα, που δεν έχουν τίποτε άλλο να χάσουν παρά την λίγη γη (Μπακούνιν) ή τις πεζούλες τους (Άρης) εκδηλώνουν το πιο ουσιαστικό ανάχωμα στον εθνικισμό, στο αιώνιο καταφύγιο των καθαρμάτων: Τον κοινωνικό πατριωτισμό. Αφού εθνική πολιτική (από την προ έθνους-κράτους ακόμη εποχή που ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη επεσήμανε πως δεν αξίζει να κυβερνάς καράβι δίχως ναύτες) δεν μπορεί να νοηθεί δίχως την προστασία των δικών σου εκμεταλλευομένων και των όπου γης συμμάχων τους, που φτάνουν είτε ως ικέτες στην πόρτα σου, είτε επιμένοντας, κάτι ακόμη πολυτιμότερο, ως συναλληλέγγυοι με σένα στη γη τους.

Η μετακατοχική περίοδος χαρακτηρίζεται από την απόλυτη ανωμαλία. Κοινωνικοπολιτικά εμφύλιος κι έπειτα μαζικοποίηση στα προϋπάρχοντα Μακρονήσια, οικονομικά ξεκοκκάλισμα των χρημάτων του σχεδίου Μάρσαλ (κι εδώ η περίφημη κατάθεση του Πιούριφόι στο Αμερικάνικο κογκρέσο για το ποιοι έφαγαν τα κεφάλαια είναι όλα τα λεφτά) ηθικά δικαίωση του δοσιλογισμού και του γλυψίματος του ισχυρού ώσπου ν ακυρωθεί η ψυχή σου, με το ταυτόχρονο ταπείνωμα των αδάμαστων, ώστε το σύντομο καλοκαίρι του Ίκαρου, το καλοκαίρι της παλλαϊκής αντίστασης, να δει όλα τα φτερά του χαιρέκακα μαδημένα.

Ads

Η νέα τάξη των ενταγμένων δεν προμήνυε τίποτε καλύτερο. Κι ύστερα το σύντομο καλοκαίρι του 60. Η τελευταία Άνοιξη. Με πανομοιότυπα επιχειρήματα των προυχόντων πάντα. Αναρχικοί, αλήτες, εαμοβούλγαροι.

Η δικτατορία παιδί αυτής της πολιτικής διαδρομής ήταν. Κι ό,τι την διαδέχθηκε δεν θα μπορούσε να ναι και ριζικά αντίθετο. Τα τραύματα και την πείνα που είχαν δημιουργηθεί τότε θα κυοφορούσε. Τι το τόσο σκοτεινό την διαδέχθηκε λοιπόν; Τι το τόσο ασυγχώρητο;

Ο Καστοριάδης αναφέρει κάπου ότι oι παραδοσιακού τύπου κοινωνίες (και δεν παραδέχεται καμιά ως νέου τύπου και καλά κάνει) αποδίδει τα παράγωγα της σε μια υπεράνω κριτικής “ετερότητα”, μια προνομιακή αρχή. Είτε θρησκευτικής, είτε πολιτικής υφής, αυτή η ετερότητα που δρα ως “ο σημαντικός άλλος” των παιδικάτων μας (για να θυμηθούμε τον Μead) παίζει κρυφτό με μια κοινωνία που στο βάθος αυτοθεσμίζεται εφευρίσκοντας τους θεσμούς και τα ιδεολογήματα που την βολεύουν και το ξέρει.

Αλλά όχι μόνο αυτό! Γιατί θα προσθέταμε όταν η ετερότητα αλλάζει τότε μια πολιτιστική μεταβολή συντελείται. Όταν η ετερότητα δρα διαφορετικά (κάτι σπανιότερο) η μεταβολή βαθαίνει και γίνεται σταδιακά πολιτισμική. Το ασυγχώρητο στην μεταπολίτευση, το καινοφανές, υπήρξε η νομιμοποίηση της αριστεράς, η ισότιμη συνλειτουρία της στον καθεαυτό ή στον σημειολογικό δημόσιο χώρο. Παρά την πολιτική επιλογή του ώριμου Καραμανλή που προσδοκούσε σε μια Δημοκρατία Δυτικοευρωπαικού τύπου (όπως την εννοούσαν κάποια λαμπρά για τον χώρο τους μυαλά τότε) η απαίτηση αυτή, δύσπεπτη και ανατρεπτική, δεν έγινε ποτέ αληθινά αποδεκτή από το βαθύ κράτος και τους λαϊκίστικους μηχανισμούς του. Η ατάκα Βορίδη στην Βουλή “αριστερή ηγεμονία τέλος” αλλά και η άρνηση Σαμαρά να συναντηθεί με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να μην νομιμοποιήσει τον Τσίπρα ως αντίπαλο ηγέτη (λες κι αυτή η συνάντηση στηρίζεται στην αρέσκεια ή την απαρέσκεια και δεν είναι κάτι βαθιά θεσμικό) ενδείξεις αυτής της σκοτεινής νοοτροπίας που έρχεται πότε ότε κατά λάθος στο φως είναι.

Το ότι η αριστερά (ή μάλλον αρκετοί που έδρασαν στ’ όνομα της όταν έγινε της νόμιμης μόδας) χρησιμοποίησε την νομιμοποίησή της όχι για να δράσει ως ετερότητα διαφορετικά (“ανατρεπτικά”, δίνοντας πχ ένα άλλο παράδειγμα ζωής και δράσης στ’ ανώτερα, προβεβλημένα κλιμάκια της) αλλά (όπως παντού) ως απλώς μια άλλη ετερότητα (προδίδοντας κατά τόπους όχι μόνο το αξιακό της φορτίο αλλά τους εξαιρετικούς συχνά ήρωες και ηρωίδες στη βάση της) εντασσόμενη ιδίως από το 81 και μετά με το αζημίωτο στον κρατικό μηχανισμό, δείχνει το εύρος της πολυώνυμης συντήρησης και των ετεροκαθορισμών που η τελευταία επιβάλλλει ακόμη και σε όσους την αμφισβητούν, όπως και την δυναμική της μικροαστικής νοοτροπίας του “ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;” αυτού του τόπου.

Αλλά αν μερίδα της κοινωνίας νιώθει προδομένη από την μεταπολίτευση ειδικά και όχι από τη σύνολη διαδρομή της πολιτικής και κοινωνικής μας τάξης, είναι γιατί η ίδια η κοινωνία δεν μπορεί να παράξει ένα νόημα για τον εαυτό της. Και ενώ είναι ασυγχώρητη στην ανάθεση, πλάθει μια όχι προνομιακή πια μα αρνητική ετερότητα στο πρόσωπο των 500 επώνυμων με την αριστερή συνθηματολογία που τους ανέθεσε την σωτηρία της, αφού η ίδια ανώριμα (αλλά και βολικά…κάτι πιο σκοτεινό) περίμενε από αυτούς τα πάντα.

Κι όμως! Το μέγεθος των πραγμάτων, όπως και η αξία τους, δεν μετριέται μονοσήμαντα και κοντοπρόθεσμα από τις αποτυχίες των προταγμάτων τους. Γιατί και η αποτυχία είναι άλλωστε απότοκος της τριβής αυτών των προταγμάτων με τα βρώμικα αγκάθια της τάξης που πήγαν ν’ ανατρέψουν. Μετριέται, σε βάθος χρόνου, συγκρινόμενο με το ύψος των ονείρων τους. Το ασυγχώρητο της ενοχλητικής μνήμης του Πολυτεχνείου, όπως και το ασυγχώρητο της μεταπολίτευσης, αυτό που απέδωσε μέρος του δημόσιου χώρου στους εξόριστους ή στους “βρώμικους”, προκαλώντας έναν υπαρξιακό τρόμο σε ένα βαθύ κράτος που δεν αποναζιστοποιήθηκε πλήρως ποτέ, δεν έχει χάσει στιγμή την αξία του ούτε και την ευρύτερη αναφορά του σε στρώματα φίλια ή πολιτικά αντίπαλα (και όχι εχθρικά). Και είναι αυτό που λέει κάπου ο Καζαντζάκης: Πως η ανώτατη αρχή δεν είναι να είσαι ελεύθερος, είναι να μάχεσαι για την ελευθερία.

* Αφιερώνεται στην Ιερή Μνήμη του Σπύρου Μουστακλή και του Αλέκου Παναγούλη, που αν και ένστολοι δεν έγιναν “όργανα” εκβαρβαρισμού, αλλά παρέμειναν Άνθρωποι, δηλαδή 2 ζώσες συνειδήσεις, τιμώντας την στολή τους.