«Η αληθινή γελοιογραφία δεν πληγώνει. Σκοτώνει.» είχε κάποτε αναφέρει ο Πολωνός σατυρικός συγγραφέας Λεμ Στάνισλαβ (1921 – 2006). Η αιματηρή επίθεση στο περιοδικό Charlie Hebdo απέδειξε περίτρανα ότι η αληθινή γελοιογραφία μπορεί όντως να σκοτώσει. Αλλά όχι αυτόν που βρίσκεται στο στόχαστρο της πένας αλλά αυτόν που κρατάει την πένα… Δέκα ημέρες μετά από το φρικτό αυτό περιστατικό η συζήτηση για την ελευθερία του λόγου και τα όποια όρια της σάτιρας έχει πάλι ανοίξει. Εμείς, κάναμε αυτή την κουβέντα με τον Σπύρο Ορνεράκη, ένα γελοιογράφο με τεράστια πορεία στο χώρο του σκίτσου και δη της πολιτικής γελοιογραφίας. (Συνέντευξη στη Δωροθέα Αποστολοπούλου)

Ads

Ο κ. Ορνεράκης ξεκίνησε την καριέρα του σε μια δύσκολη εποχή για τη χώρα, την περίοδο της επταετίας και το 1972 μάλιστα, τιμήθηκε με το δεύτερο βραβείο στην παγκόσμια έκθεση γελοιογραφίας που έγινε στην Ελλάδα. «Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τον τίτλο. Το θέμά της έκθεσης είχε σχέση με τη δημοκρατία. Είχα φτιάξει μια Αθηνά (που συμβόλιζε τη δημοκρατία) και στην ασπίδα της ήταν το Δ της δημοκρατίας. Από κάτω της, βρίσκονταν οι τότε πατριάρχες της χούντας, ο Παττακός, ο Μακαρέζος και ο Παπαδόπουλος και προσπαθούσαν με τις σκαπάνες τους να ρίξουν το άγαλμα, αλλά αυτό έπεφτε να τους πλακώσει.»

image

Το 1974, στο δημοψήφισμα για τη πολιτειακό, ένα άλλο σκίτσο του γίνεται σύμβολο. Το παιδάκι που κατουράει μέσα στο στέμμα του βασιλιά. «Δε θέλαμε να επανέλθει η μοναρχία και με μια ομάδα ατόμων ξεκινήσαμε μια εκστρατεία εναντίον της. Είχαμε αποφασίσει να μην υπογράφουμε τις δουλειές μας γιατί είχαμε την κακή εμπειρία της χούντας και φοβόμασταν μη φάμε το ξύλο της ζωής μας. Έτσι, έκανα μια σειρά σκίτσων μέσα στα οποία ήταν και ο κατρουλής που δεν το θεωρούσα και τίποτα σπουδαίο. Και τελικά έγινε σύμβολο. Κυριάρχησε σα σήμα στα συλλαλητήρια που γινόντουσαν κατά της βασιλείας. Ήταν τέτοια η επιθυμία του κόσμου που ενώ για τη δική μου κουλτούρα ήταν ολίγον χυδαίο, ο κόσμος το αγκάλιασε. Το σκίτσο έπιασε το κυρίαρχο συναίσθημα του κόσμου εκείνης της εποχής.»

Ads

image

Ο  ίδιος μπορεί να ξεκίνησε την πορεία του στη γελοιογραφία σε εποχές ανελευθερίας αλλά κατά πόσο είναι δυνατό να αποδώσει ένας γελοιογράφος τα μέγιστα σε τέτοιες καταστάσεις; «Σε απολυταρχικά καθεστώτα είναι δύσκολο να κάνει κανείς χιούμορ. Δεν μπορείς να κάνεις χιούμορ χαϊδεύοντας αυτόν που σατυρίζεις. Η σάτυρα είναι επιθετική. Εμπεριέχει ειρωνεία. Το σκίτσο δεν μπορεί να συμβαδίσει με το φανατισμό. Θέλει ελευθερία και ο φανατισμός δεν έχει τέτοια περιθώρια.» Αυτό κατά τη γνώμη του, εξηγεί και τα τεκταινόμενα στο Charlie Hebdo. «Ήρθαν σε σύγκρουση η σάτιρα και ο φανατισμός. Και αυτό το είχαμε δει και παλιότερα με τα σκίτσα του Μωάμεθ στη Δανία. Και για να λέμε και τα δικά μας και να μην εστιάζουμε μόνο στις αντιδράσεις του εξωτερικού και στην Ελλάδα πόσο εύκολο θα ήταν να σατυρίσει κάποιος χοντρά το Χριστό ή ένα σύμβολο της χριστιανοσύνης; Έχουμε το παράδειγμα του παιδιού από το Βόλο που έκανε το Γέροντα Παστίτσιο και του κατέβασαν το σάιτ αλλά και το θεατρικό έργο στο Χυτήριο όπου κατέβηκαν οι χρυσαυγίτες με τους φανατικούς πιστούς και δεν επέτρεπαν στον κόσμο να το παρακολουθήσει. Το να είσαι θρησκευόμενος είναι καλό, βρίσκεις την εσωτερική ισορροπία σου αλλά όταν θες να επιβάλλεις το να θρησκεύεσαι είναι φασισμός πια.»

Η συζήτηση αναπόφευκτα έρχεται στο αν η σάτιρα μπορεί ή πρέπει να υπόκειται σε κάποιους περιορισμούς. «Εγώ πιστεύω πως στη γελοιογραφία δεν υπάρχουν όρια και πως ένας σκιτσογράφος μπορεί να ασχοληθεί με τα πάντα. Αν και εγώ προσωπικά έχω κάποιες αναστολές και πολλές φορές αυτολογοκρινόμουν και ακόμα αυτολογοκρίνομαι. Από το σπίτι μου έμαθα να σέβομαι κάποια πράγματα και αυτό δεν μπορώ να το ξεπεράσω εύκολα. Και ενώ πολλές φορές θέλω να είμαι σκληρός και επιθετικός έαν η αγωγή μου δεν μου το επιτρέπει, δεν το κάνω. Για παράδειγμα, ποτέ δεν έχω θίξει την αναπηρία κάποιου. Το θεωρώ ανήθικο. Ποτέ δε γελοιοποίησα κάποιον με κάποια φυσική αδυναμία. Άλλωστε, δεν δέχομαι σε καμία περίπτωση να σατυρίσω τον αδύνατο και όχι τον δυνατό. Η σάτιρα εκεί στρέφεται. Στον ισχυρό. Στον αδύνατο τι να σατυρίσεις; Το πολύ πολύ να τον καυτηριάσεις γιατί δεν κάνει τίποτα για τη μοίρα του. Να τον προκαλέσεις να σηκωθεί από τον καναπέ του.»

image

Για τον ίδιο η επιτυχία ενός σκίτσου είναι να καταφέρει να εκπλήξει τον αναγνώστη, να τον ξαφνιάσει, να μπορέσει να δώσει μια καινούργια και φρέσκια ματιά σε πολυμασημένα θέματα. «Από τη στιγμή που ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί που το σκέφτηκε αυτό, νομίζω πως έχεις κάνει την άριστη γελοιογραφία.» Και κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Απαιτεί από τον γελοιογράφο να είναι επί ποδός σε όλα τα πόστα και να γνωρίζει ό,τι τρέχει μέσα στην επικαιρότητα ώστε να μπορέσει να πλέξει, να κάνει τα παιχνίδια του και να δώσει όλη την ατμόσφαιρα της ημέρας και της εποχής. «Ο σκοπός της γελοιογραφίας είναι να μπορέσεις με δυο, πέντε κουβέντες και με την εικόνα σου να περάσεις -αν όχι τεράστια μηνύματα- τουλάχιστον τις ειδήσεις της ημέρας. Να ψαρέψεις το σημαντικό και να το αποδώσεις με έναν τρόπο που να εντυπωθεί στον αναγνώστη. Εκεί βρίσκεται το ταλέντο ενός γελοιογράφου.»

Λαμβάνοντας υπόψιν, τις σημερινές πολιτικές συγκυρίες και τα πρόσωπα που κυριαρχούν στον δημόσιο βίο, τι είναι αυτό που του εξάπτει τη φαντασία και του προκαλεί την πένα του; «Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που σε κάνουν να θέλεις να τα σατυρίσεις, έχουν συμβεί τόσα στραβά σε αυτόν τον τόπο που δεν λείπουν τα θέματα. Στην Ελλάδα, σπάνια μας έλειπαν τα θέματα. Φροντίζουν για αυτό οι πολιτικοί μας. Πολλές φορές δε χρειάζεται καν να κάνεις χιούμορ δηλαδή. Έτσι και καταγράψεις μερικά πράγματα έχεις μια έτοιμη σάτιρα…»

* Ο Σπύρος Ορνεράκης γεννήθηκε το 1942 στα Χανιά. Συνεργάστηκε με το περιοδικό «Ταχυδρόμος», και τις εφημερίδες «Τα Νέα», «Το Βήμα», «Καθημερινή», «Πρωινή» και «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Το 1972 έλαβε το δεύτερο βραβείο στην παγκόσμια έκθεση γελοιογραφίας Απέδωσε σκιτσογραφικά τις δίκες της δικτατορίας και τη δίκη Κοσκωτά. Εργάστηκε στο θέατρο και στην τηλεόραση ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος και έχει εικονογραφήσει δεκάδες παιδικά και λογοτεχνικά βιβλία. Το 1994 ίδρυσε τη σχολή σκίτσου Ορνεράκη.