Η κριτική τις τελευταίες δεκαετίες περιορίστηκε στη λογική της βιβλιοπαρουσίασης. Δημοσιογράφοι ή δημοσιολόγοι μακράν της φιλολογικής επιστήμης ή του θεωρητικού υπόβαθρου, βρέθηκαν να ασκούν κριτική σε έργα με μόνο στόχο τη διαφήμιση των εκδιδόμενων έργων. Αν κάποτε η κριτική ορίζονταν από το κοινό (μην ξεχνάμε πώς στους δραματικούς αγώνες οι νικητές ήταν αιρετοί, δηλαδή ψηφισμένοι διά κληρώσεως), τα τελευταία χρόνια απούσης της ακαδημαϊκής υποστήριξης και της συστολής των τεχνών, η κριτική περιορίστηκε σε λάτρεις της λογοτεχνίας.

Ads

Έτσι, όμως όχι μόνο ακυρώθηκε η κριτική ως μία αυτόνομη διάσταση της λογοτεχνικής παραγωγής. Μεταλλάχτηκε σε παρακολούθημα των εκδοτικών οίκων και των μίντια. Οι δημόσιες σχέσεις και οι διαφημίσεις κυριάρχησαν. Οι λίγοι κριτικοί που ασκούσαν με συνέπια το έργο τους ή περιορίστηκαν ή εξαφανίστηκαν μέσα στο σωρό των δημοσιεύσεων για νέες εκδόσεις. Δεν είναι βέβαια και λίγες οι περιπτώσεις που αξιόλογοι κριτικοί αδυνατούσαν να δουν το νέο εν τη γεννήσει του, απορρίπτοντας συλλήβδην νέες τάσεις και καθιστώντας έτσι τους δημοσιογράφους κριτικούς λογοτεχνίας.

Η αδυναμία της κριτικής και ο υποβιβασμός της σε δημοσιογραφική βιβλιοπαρουσίαση συνδέεται άμεσα τόσο με τις επιλογές βιβλίων όσο και με την ποιότητα της λογοτεχνικής παραγωγής. Χωρίς προτάσεις βελτίωσης, χωρίς συνολική θεώρηση της Τέχνης, τούτη καταλήγει ένα εμπόρευμα, άλλοτε αδιάφορης ποιότητας κι άλλοτε υψηλής ποιότητας που χάνεται στον όγκο των παραγόμενων έργων.

Έχουμε βέβαια μάθει να καταγγέλλουμε και να απαξιώνουμε τη μεγάλη λογοτεχνική παραγωγή των τελευταίων δεκαετιών παραβλέποντας πως ήταν γέννημα του υψηλού μορφωτικού επιπέδου των τελευταίων γενεών και ότι σε όλο τον κόσμο παρατηρείται μία σημαντική αύξηση στη λογοτεχνική παραγωγή, με ανάλογες κριτικές για την ποιότητα. Βέβαια, αυτό που παραβλέπουμε συχνά είναι ότι με ποσότητα αυξάνονται και τα αξιόλογα έργα. Και τούτα ακριβώς θα έπρεπε να τα καταδεικνύει η κριτική. Να εμμένει σε αυτά.

Ads

Η κριτική είναι η ασπίδα της λογοτεχνίας, της Τέχνης. Τούτη οφείλει να στέκεται στο ύψος της κι όχι να αναζητά το χαλί του εμπορίου και της επιχειρηματικότητας. Είναι επιτακτική ανάγκη των καιρών να διαζευθεί από τη βιβλιοπαρουσίαση και να κρατήσει τις αποστάσεις της από τη Φιλολογία. Βέβαια οι σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης και στη Φιλολογία αποτελεί το ακαδημαϊκό υπόβαθρο πολλών κριτικών, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί με τις ειδικές επιστήμες και τις μεθόδους τους, επειδή απέχουν από το κοινό (ορολογία, κατηγοριοποιήσεις, αναλύσεις και προσεγγίσεις, επιστημονικές θεωρίες). Μάλιστα είναι τέτοια η κατάσταση στη χώρα μας ώστε δεν υπάρχει ακαδημαϊκό αντικείμενο για την ιστορία της κριτικής, η οποία ταυτίζεται -μέσα στην άγνοιά μας- με τη Φιλολογία.

Στόχος της κριτικής δεν είναι η παρουσίαση, αλλά η τροφοδότηση του άγουρου με προτάσεις, η ανάδειξη των αδυναμιών του κι όχι η ακύρωσή του, η υποστήριξη του διαφορετικού, του καινοτόμου διατηρώντας αποστάσεις ώστε να το παρακολουθεί να εξελίσσεται. Ο κριτικός «φέρνει τα λογοτεχνικά έργα  στο οπτικό πεδίο εκείνων ακριβώς των αναγνωστών που έχουν τη λιγότερη τελικά ανάγκη από τους υπόλοιπους, στους αναγνώστες οι οποίοι θεωρούνται καλλιεργημένοι γιατί ποιος θα ασχοληθεί να διαβάσει μια κριτική ποίησης ή λογοτεχνίας, αν δεν έχει αποφασίσει ότι εκ προοιμίου  τον αφορά;» (1)

Η κριτική λογοτεχνίας συνδέεται άμεσα με την έρευνα και την παρατήρηση. Ωστόσο, δεν είναι ούτε τέχνη ούτε επιστήμη. Διαφοροποιείται από τη λογοτεχνία στη γραφή ή όπως σημείωνε ο Βαγενάς στη γλωσσική φόρτιση, στη συγγραφική μεταχείριση των συναισθημάτων. Αποτελεί μία ερμαφρόδιτη καλλιτεχνική ιδιότητα. Κατέχει ένα διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ επιστήμης, κοινού και δημιουργού. Ο κριτικός δεν περιορίζεται στην καθιερωμένες αισθητικές αντιλήψεις ή απόψεις για την Τέχνη. Δεν αναλύει έργα ούτε τα παρουσιάζει. Εκτίθεται με μια «εφαρμοσμένη τέχνη», ξεπερνά τις κυρίαρχες θέσεις περί Αισθητικής και αναζητά το νεωτερισμό ωθώντας προς αυτόν τους καλλιτέχνες. Γιατί τελικά ο κριτικός, δεν είναι ούτε διαφημιστής ούτε επιστήμων, αλλά καθοδηγητής του δημιουργού, του κοινού και της Τέχνης. Ο καλλιτεχνικός ρόλος του κριτικού δεν είναι η ερμηνεία, αλλά η αποκάλυψη της αλήθειας, των νέων έργων ώστε να προστεθούν στα παραδομένο υλικό του παρελθόντος.

Κατά το Σεφέρη είναι η «πυξίδα της ευαισθησίας μιας εποχής, μολονότι δεν είναι αυτή η μοναδική αρετή του. Και όσο η μαγνητική αυτή βελόνα είναι η συνισταμένη περισσότερων αντίθετων δυνάμεων, τόσο ο κριτικός είναι πιο πλατύς και πιο πλέριος. Ο άξιος κριτικός ασκεί τούτη τη σημαντική επίδραση πάνω μας: μας δείχνει πώς να αισθανόμαστε την τέχνη που τριγύρω μας υπάρχει» (2)

Συχνά ο κριτικός εμφανίζεται ως αυστηρός ιεροεξεταστής. Ωστόσο «η στάση του κριτικού που παίρνει συχνά τη θέση του κριτή-δικαστή και η φυσική αντίθεση του δημιουργού προς τον κριτικό του που τον αισθάνεται ως αντίδικο· και το «σώμα του εγκλήματος», το ίδιο το έργο της τέχνης, στέκεται άφωνο και ανίκανο να πάρει μέρος στη διαμάχη… είναι μία στάση… ατελεσφόρητη και αντιπαθητική, οδηγεί στον αυθαίρετο εγωισμό και στην αθεμελίωτη υπεροψία, ακόμη και στην αυθάδεια» (3)

Ο κριτικός δεν είναι δικαστής ούτε μπορεί να κρίνει την απήχηση ενός έργου ή δημιουργού στο μέλλον. Όποτε στο παρελθόν επιχειρήθηκε κάτι ανάλογο, απέτυχε παταγωδώς. Ο Σαίξπηρ παρά τις κριτικές της εποχής του, θεωρείται πλέον κλασσικός, όπως και πολλοί καταραμένοι ή κυνηγημένοι και λογοκριμένοι λογοτέχνες.  Κατά τη γνώμη του γράφοντος, ο κριτικός δεν είναι ούτε αναμορφωτής της κοινωνικής αισθητικής ούτε υπερασπιστής της. Οφείλει να την ξεπερνά, να αναζητά το νέο, το καινοτόμο, το πρωτότυπο.

Φυσικά και η κριτική στη λογοτεχνία ταυτίζεται με την υποκειμενική κρίση. Εξάλλου,  η ίδια η τέχνη είναι υποκειμενική (βλ. σχετικό δοκίμιό μας). Ακόμα κι αν οι κριτικοί θέλουν να εμφανιστούν ως αντικειμενικοί που κρίνουν με δομημένα εργαλεία, δεν κατάφεραν να μειώσουν την υποκειμενικότητα της κρίσης, εκμηδενίζοντας συχνά την απόσταση μεταξύ της μελέτης και της κριτικής, της φιλολογικής ανάλυσης και της αισθητικής θωπείας του αναγνώστη.

Στην εποχή του μεταμοντέρνου, η κριτική διαμορφώθηκε από τη διαφημιστική ηθική δίνοντας έμφαση στο εμπορικό με βαρύτητα στην αγορά βιβλίου ως φενάκη πρόταγμα ανάγνωσης και μελέτης. Η κριτική, όπως βέβαια και η ίδια η τέχνη εμπορευματοποιήθηκαν, εντάχθηκαν στο αγοραία σύστημα της Ύστερης Νεωτερικότητας. Η αδυναμία της αυτοπροβαλλόμενης κριτικής να αντισταθεί στις σειρήνες -εκδοτών και μίντια-, οδήγησε στη χειραγώγηση της λογοτεχνίας αποσιωπώντας καινοτόμες τάσεις, περιθωριοποιώντας καλλιτεχνικούς νεωτερισμούς. Θέλησαν να διαμορφώσουν τη μαζική κουλτούρα, να ορίσουν την αισθητική της κοινωνίας. Τελικά Χειραγώγησαν τον ίδιο τον πολιτισμό και κατέστησαν το βιβλίο προϊόν σε σούπερ μάρκετ.

Έτσι, η κριτική όχι μόνο υποστήριξε τη συντήρηση, αλλά και η ίδια συντηρητικοπιήθηκε περισσότερο. Οι λίγες ποιοτικές κριτικές υποβιβάστηκαν στην αφάνεια (εξαιρουμένων των κριτικών που κατέθεσαν επώνυμοι ποιητές, οι οποίοι κατείχαν και την θεωρητική κατάρτιση και την αγωνία να αναζητούν το νεωτερισμό στην τέχνη τους). Ορίζοντας το έργο/δημοσίευμά τους  από τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς βιβλίου, στην ουσία απαξίωσαν τη λογοτεχνία κι ακόμα περισσότερο την Ποίηση και κυρίως το δοκίμιο. Μάλιστα, σε ένα πνεύμα φιλαυτίας των κριτικών σήμερα παρατηρούμε ότι συχνά οι κριτικές αναλύσεις, ξεπερνώντας ακόμα και το δοκιμιακό χαρακτήρα τους, διακρίνονται από έναν λεκτικό εντυπωσιασμό (4) μέσα από την επιδοκιμασία του έργου και έναν βερμπαλισμό στις διατυπώσεις.

Υποσημειώσεις

1 Λαμπρίνα Μαραγκού, Το πρόβλημα της λογοτεχνικής κριτικής, Πώς η κριτική ορίζεται  και  κατά πόσο συνιστά ένα λογοτεχνικό είδος.

2 Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές.

3 Μανώλης Ανδρόνικος, Χρονικό, 1973.

4  Ελευθερία Μπέλμπα, Άσκηση πάνω στα δοκίμια του Αλέκου Βασιλείου, Δοκίμια,  Αθήνα, 2003.

Επισκεφτείτε To βιβλίο

Κατεβάστε τη νέα ποιητική συλλογή του Δήμου Χλωπτσιούδη, «κατάστιχα» από την cosmotebooks ή από το myebooks.gr