Ο Νίκος Πλουμπίδης, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, ήταν ο άνθρωπος που όντας καταζητούμενος  προσπάθησε να σώσει το Νίκο Μπελογιάννη. Ήταν ο άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στο ΚΚΕ και την αντίσταση. Ήταν επίσης ο άνθρωπος που με απόφαση του κόμματος που υπηρέτησε χαρακτηρίστηκε «πράκτορας της Ασφάλειας και των Άγγλων». Μια απόφαση που αργότερα χαρακτηρίστηκε «τραγικό λάθος». Συνελήφθη το Νοέμβριο του 1952 και καταδικάστηκε σε θάνατο για κατασκοπεία. Εκτελέστηκε στις 14 Αυγούστου του 1954 χωρίς ποτέ να αποκηρύξει το ΚΚΕ.  Αρνήθηκε τη θεία μετάληψη, την κάλυψη των ματιών του και πέθανε τραγουδώντας τη «Διεθνή». Με αφορμή την επέτειο θανάτου του το tvxs.gr παρουσιάζει μια σειρά από μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν και φωτίζουν τη δράση του και την ιστορία του.

Ads

Μαρτυρία της Φώφης Λαζάρου

Το 1947, όταν η ΕΠΟΝ και το ΚΚΕ τέθηκαν εκτός νόμου, βγήκα στην παρανομία. Αυτό ήταν για μένα μια φυσική εξέλιξη γιατί πίστευα ότι οι σκοποί τους οποίους υπηρετούσαμε ήτανε σωστοί, και ότι οι ξένοι και οι συνεργάτες τους στην Ελλάδα δρούσαν αντίθετα με τα συμφέροντα της χώρας. Πιστεύαμε απολύτως ότι η Ελλάδα έπρεπε να αφεθεί να προχωρήσει μόνη της χωρίς τις επεμβάσεις των ξένων.

Οι συλλήψεις των κομμουνιστών είχαν ήδη αρχίσει από το 1946. Χιλιάδες άνθρωποι είχαν φυλακιστεί, είχαν εξοριστεί στη Μακρόνησο και σε άλλα νησιά. Στην Αθήνα είχαν μείνει πολύ λίγοι κομμουνιστές γιατί οι αρχές είχαν στην κυριολεξία «χτενίσει» τις οργανώσεις. Ήμουνα ανάμεσα σε αυτούς τους λίγους που δεν πιάστηκαν. Χρησιμοποιούσαμε διάφορους τρόπους για να μη μας εντοπίζουν και να μη μας αναγνωρίζουν. Άλλαζα συνεχώς σπίτια, είχα κάποια φιλικά και συγγενικά σπίτια στα οποία πήγαινα. Είχα βάψει τα μαλλιά μου ξανθά και είχα τόσο αλλάξει που όταν κάποτε πήγα να βρω κάποιον και τον προσπέρασα επίτηδες για να δω αν θα με γνωρίσει, με προσπέρασε και εκείνος και μόνο όταν τον φώναξα και άκουσε τη φωνή μου, με αναγνώρισε. Οι άντρες, πάλι, έβαζαν γυαλιά ή αφήνανε μουστάκι.
Αποφεύγαμε να κυκλοφορούμε πολύ και να βγαίνουμε στους κεντρικούς δρόμους, αν και για ένα διάστημα οι κεντρικοί δρόμοι ήταν πιο ασφαλείς γιατί κάνανε μπλόκα στις συνοικίες. Ήταν πάρα πολύ δύσκολη εποχή όχι μόνο γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να σε πιάσουν, αλλά και γιατί, παρόλο που υπήρχε η αίσθηση ότι ο κόσμος συμπαθούσε τους παράνομους, ήτανε τέτοιες οι αστυνομικές διατάξεις και οι κυρώσεις που οι άνθρωποι φοβόνταν να δώσουν τα σπίτια τους για να μείνει κάποιος παράνομος.

Ads

Το 1949, οι συλλήψεις, οι εκτελέσεις και τα βασανιστήρια ήταν καθημερινά φαινόμενα, οι παράνομες οργανώσεις είχαν συρρικνωθεί πολύ. Τότε ο Σταύρος Κασιμάτης πρότεινε σ’ εμένα, τον Φιλίνη και τον Διβέρη, να κάνουμε ένα δεύτερο παράνομο καθοδηγητικό κέντρο, να ενεργήσουμε μόνοι μας ώστε να έχουμε λιγότερους κινδύνους. Εγώ τότε δεν είχα επαφή με το κόμμα, συνδεόμουν με την καθοδήγηση μέσω του Κασιμάτη.

Σε λίγο καιρό τελείωσε και ο Εμφύλιος πόλεμος κι εμείς αρχίσαμε να προσπαθούμε να βρούμε δικό μας κόσμο, ο οποίος μας δεχόταν με μεγάλη χαρά, με μεγάλη προθυμία, με μεγάλη αγάπη, αλλά δεν ήθελε να οργανωθεί. Βγάζαμε παράνομες εφημερίδες, φροντίζαμε να βρούμε ανθρώπους που ήτανε σε εργοστάσια για να τους πείσουμε να οργανωθούνε, για να αρχίσουμε σιγά σιγά καινούργιους αγώνες. Όλα αυτά γίνονταν υποτυπωδώς, γιατί οι εποχές ήταν πολύ δύσκολες, οι οργανώσεις που φτιάχναμε τότε ήταν πάρα πολύ μικρές, με μερικές δεκάδες μόνο μέλη. Δεν είχαν καμιά σχέση με τις οργανώσεις που είχαμε γνωρίσει στην Αντίσταση, οι οποίες αποτελούνταν από εκατοντάδες χιλιάδες μέλη σε όλη την Ελλάδα. Είχαμε όμως τις ιδέες μας και γι’ αυτό κάναμε όλα αυτά τα πράγματα και φοβόμαστε βέβαια κάπως, κανένας δεν μπορεί να πει ότι δεν φοβάται, αλλά η πίστη που είχαμε νικούσε το φόβο.

Την εποχή εκείνη ήμαστε μόνοι μας, δεν είχαμε επαφή με κανέναν άλλον από το κόμμα στην Αθήνα. Το κόμμα τότε είχε πολύ λίγο κόσμο, μπορεί η ακτινοβολία του τότε να ήτανε μεγάλη, οι άνθρωποι να άκουγαν τον ραδιοφωνικό του σταθμό αλλά εμείς οι παράνομοι είχαμε ελάχιστη δυνατότητα να έχουμε επικοινωνία με πολλούς ανθρώπους. Οι άνθρωποι φοβόνταν μήπως μας παρακολουθεί η Αστυνομία και μήπως πάθουνε κι εκείνοι κάτι, μήπως τους συλλάβουν και αυτούς.

Ο Σταύρος Κασιμάτης είχε την ιδέα να αποκτήσουμε μια επαφή με το κόμμα στο εξωτερικό. Είχε τελειώσει ο Εμφύλιος, πρέπει να ήτανε Σεπτέμβρης του 1949, και μου είπε μια μέρα: «Σκέφτομαι να στείλουμε ένα σημείωμα μέσω της σοβιετικής πρεσβείας και, αν μπορούμε, να στείλουμε κι άλλα». Μου είπε: «Πας εσύ στην πρεσβεία;» Ήτανε πολύ παρακινδυνευμένο αλλά εγώ δέχτηκα. Γιατί να μην πάω; Ό,τι κάναμε τότε, ήτανε δύσκολο και επικίνδυνο. Η πρεσβεία βρισκόταν στην Ηρώδου Αττικού, στον Εθνικό Κήπο απέναντι. Πήγα ένα απομεσήμερο που είχε ησυχία. Οι γυναίκες περνούσαν πιο εύκολα. Είχαμε συνεννοηθεί ότι αν με σταματούσε κάποιος ή αν μ’ έπιαναν, θα έλεγα ότι πήγαινα να βρω δουλειά. Ήμουνα παράνομη, καταζητούμενη και ήτανε πολύ φυσικό να μην έχω να φάω. Μπήκα μέσα και ζήτησα να μιλήσω με έναν υπεύθυνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι πιστεύαμε ότι όποιος ήταν μέσα στη σοβιετική πρεσβεία ήτανε φίλος μας. Βρήκα λοιπόν κάποιον και του είπα ότι είμαι από την παράνομη οργάνωση του ΚΚΕ και ότι θέλω να μιλήσω με κάποιον. Τηλεφώνησαν και ήρθε στην πρεσβεία ο ανταποκριτής του πρακτορείου TASS, ο Βελιτσάνσκι, ο οποίος μιλούσε πολύ ωραία τα ελληνικά. Του είπα ότι είμαι από την παράνομη οργάνωση και του έδειξα την ταυτότητά μου, την πραγματική, που δεν την είχα αλλάξει.

Και ψεύτικη ταυτότητα να είχες, άμα σε πιάνανε ως ύποπτο στο δρόμο, σε πηγαίνανε στην Αστυνομία και εξακριβώνανε ποιος είσαι. Άλλωστε είχαν πιάσει τόσο πολύ κόσμο, που οι καταζητούμενοι δεν ήταν πλέον πάρα πολλοί+ είχανε βάλει τις φωτογραφίες μας παντού σε αστυνομικά τμήματα, όπως βάζουν τις φωτογραφίες των εγκληματιών… έτσι μας είχανε τότε, σαν εγκληματίες. Έδειξα στον Βελιτσάνσκι την ταυτότητά μου, του είπα ποια είμαι, ότι καταζητούμαι και ότι η υπόθεση για την οποία καταζητούμαι είχε δημοσιευτεί στις εφημερίδες τον Ιούνιο του 1948.

Με καταζητούσαν για στρατολόγηση ανταρτών στην Πελοπόννησο. Αυτό που εμείς κάναμε τότε ήταν ότι άμα βρίσκαμε κάποιον που ήθελε να πάει στον Δημοκρατικό Στρατό, τον διευκολύναμε, και αυτό εθεωρείτο στρατολόγηση. Αργότερα το 1960, όταν πέρασα στρατοδικείο για κατασκοπεία, λέγανε ότι γύριζα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και συγκέντρωνα πληροφορίες για να τις στέλνω στη ρουμανική κυβέρνηση. Ήταν αστεία πράγματα κι εγώ ήμουνα και τότε παράνομη και δεν μπορούσα όχι στο αεροδρόμιο να πάω αλλά πουθενά. Όμως δεν με κατηγορούσαν μόνο για στρατολόγηση ανταρτών, με κυνηγούσαν, όπως και ολόκληρο το κεντρικό συμβούλιο της ΕΠΟΝ-καμιά σαρανταριά άτομα- με διάφορες κατηγορίες, όπως ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος. Με ειδικά ψηφίσματα μπορούσαν να σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί και να σε πάνε στο στρατοδικείο και στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Μια τέτοια υπόθεσή μου είχε δημοσιευτεί με τη φωτογραφία μου στην εφημερίδα και αυτή την ιστορία είπα στον Βελιτσάνσκι για να με εμπιστευτεί. Και του είπα βέβαια ότι θέλουμε να στείλουμε ένα γράμμα στην καθοδήγηση του ΚΚΕ στις ανατολικές χώρες. Ο Βελιτσάνσκι κράτησε τα στοιχεία μου, μου είπε ότι θα συναντηθούμε, μου έδωσε μια ημερομηνία. «Θα μου κάνετε όμως», είπε, «προηγουμένως ένα τηλεφώνημα και βέβαια δε θα μου πείτε το όνομά σας, θα πείτε ότι τηλεφωνείτε εκ μέρους του κυρίου Παράσχου». Ο κύριος Παράσχος ήτανε διευθυντής μιας πολύ δεξιάς αντικομμουνιστικής εφημερίδας Εθνικός Κήρυκας λεγότανε νομίζω. Του τηλεφώνησα μια μέρα πριν από την καθορισμένη ημερομηνία, φθινόπωρο του 1949, στο ΤΑΣΣ, στην πρεσβεία δεν ξαναπήγα. Το ραντεβού ήτανε στη λεωφόρο Συγγρού, έπρεπε να περπατάω στο ύψος του Αγίου Σώστη προς το Φάληρο, τότε η λεωφόρος Συγγρού ήταν σαν απόκεντρος δρόμος, δεν ήταν τόσο φωτεινή, δεν υπήρχαν μαγαζιά, δεν ήταν τόσο πυκνά χτισμένη, δεν υπήρχανε πολυκατοικίες, μόνο οικόπεδα. Τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα, ένα αυτοκίνητο του διπλωματικού σώματος με τον Βελιτσάνσκι και ένα σοφέρ κατέβαινε τη λεωφόρο Συγγρού. Υποθέτω ότι ήρθαν από απέναντι, με είδανε και μετά γυρίσανε πάλι προς τα κάτω και κάποια στιγμή σταματήσανε δίπλα μου. Μπήκα στο αυτοκίνητο, πήγαμε προς το Φάληρο, μεγάλη διαδρομή, τους έδωσα το σημείωμα, με αφήσανε στη Νέα Σμύρνη και ο Βελιτσάνσκι μου είπε ότι θα ξανασυναντηθούμε. Ήταν εγκάρδιος άνθρωπος, εμείς τότε θαυμάζαμε όλους τους Σοβιετικούς. Στην οργάνωση συμπεράναμε ότι ο Βελιτσάνσκι είχε συνεννοηθεί με την ηγεσία του ΚΚΕ στο εξωτερικό δεν ξέρω αν όντως είχανε συνεννοηθεί, αυτό ακόμη και σήμερα δεν το ξέρω και αν οι δικοί μας από το εξωτερικό είχαν πει να συνεχιστεί αυτή η επαφή.

Η επαφή αυτή συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1950, σχεδόν κάθε μήνα, το ραντεβού με τον Βιλιτσάνσκι πραγματοποιούνταν συγκεκριμένη ώρα και μέρα και στο ίδιο πάντα μέρος. Δεν είχαμε αμφιβολία ότι τα μηνύματα που στέλναμε έφταναν στον Ζαχαριάδη, διότι κάποια στιγμή ήρθε κάποιος δικός μας από το εξωτερικό ο οποίος είπε «αυτή η επαφή που έχει η Φώφη» _ο ίδιος δεν ήξερε τι είναι «να την κρατήσετε». Μας είχε μεταφέρει αυτό το μήνυμα από μέρους του Ζαχαριάδη. Εμείς περιμέναμε να μας δώσουν κάποια απάντηση, κάθε φορά που πήγαινα στον Κασιμάτη, μετά τις συναντήσεις μου με τον Βελιτσάνσκι με ρωτούσε: «Έχεις τίποτα, σου δώσανε τίποτα;»

Τα μηνύματα που μετέφερα έγραφαν για την κατάσταση της οργάνωσης, για προβλήματα που υπήρχαν και για πολιτικές θέσεις που παίρναμε. Τα μηνύματα απλώς τα μετέφερα, δεν τα έγραφα, μου είχαν όμως διαβάσει το περιεχόμενο κάποιων από αυτά. Η επαφή με τον Βελιτσάνσκι συνεχίστηκε μέχρι που συνέλαβαν τον Μπελογιάννη και την Έλλη. Θυμάμαι πως τότε ο Βιλιτσάνσκι ήταν πολύ ανήσυχος γιατί, εκτός από τον Μπελογιάννη και την Έλλη Παπά, είχαν συλλάβει και άλλους ανθρώπους, πάνω από εκατό, και είχε θορυβηθεί όλος ο κόσμος. Με ρώτησε αν είχαν συλληφθεί και άνθρωποι από τη δική μας οργάνωση από το δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο. Όχι μόνο γιατί ανησυχούσε για μας προσωπικά αλλά γιατί μέσω της επαφής που είχαν μαζί μας κινδύνευαν να εκτεθούν και αυτοί. Μου είπε ότι από τότε και στο εξής η επαφή θα γίνεται μόνο με δική τους πρωτοβουλία, όποτε νομίζουν αυτοί, και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να πηγαίνω σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο έξω από το Ζάππειο και εφόσον έβρισκα εκεί χαραγμένο ένα σταυρό θα πήγαινα στο ραντεβού την ημέρα και την ώρα που είχαμε προαποφασίσει _ τα ραντεβού θα γίνονταν πάντα στη Συγγρού.

Έγιναν μερικές ακόμη συναντήσεις, όμως είχαν αραιώσει πολύ πια, γιατί οι Σοβιετικοί είχανε φοβηθεί εξαιτίας των συλλήψεων. Μετά μεσολάβησε και η υπόθεση με τους ασύρματους και θορυβήθηκαν περισσότερο. Στις αρχές του 1952 ήρθε εντολή απέξω να φύγω, για να έρθουν στη θέση μου άλλοι σύντροφοι, λιγότερο γνωστοί. Πήγα στη Ρουμανία, όπου έμεινα ώς το 1954.

Εκεί βρισκόμουν όταν άκουσα για πρώτη φορά από τον ραδιοφωνικό σταθμό «Φωνή της Αλήθειας» ότι το κόμμα έβγαλε τον Πλουμπίδη χαφιέ. Είχαμε μια θρησκευτική πίστη και δεχτήκαμε ασυζητητί ό,τι μας λέγανε. Η μόνη που αντιτάχθηκε, τουλάχιστον απ’ όσο ξέρω, είναι η Έλλη Παππά, η οποία είχε επαφή με τον Πλουμπίδη, τον ήξερε και φυσικά αντέδρασε, έστειλε μάλιστα και σχετικό γράμμα στο κόμμα.

Το αποκορύφωμα αυτής της τραγωδίας είναι ότι ο ίδιος ο Πλουμπίδης δεν επαναστάτησε, μπορούσε να μιλήσει στο δικαστήριο αλλά δεν είπε τίποτα. Δέχομαι ότι ορισμένοι προβληματιστήκανε τότε για το αν ο Πλουμπίδης ήταν πράγματι χαφιές, εγώ όμως δεν ανήκω σ’ αυτούς. Εκ των υστέρων βλέπω ότι η καταδίκη του Πλουμπίδη ήταν ένα έγκλημα.

* Ολόκληρη η μαρτυρία στο βιβλίο «Μαρτυρίες για τον Εμφύλιο Πόλεμο και την ελληνική αριστερά» του Στέλιου Κούλογλου, εκδόσεις Εστία.