Γερμανός ερευνητής, μετά από μελέτη του μεσαιωνικού ποινικού δικαίου, επιχειρεί να αλλάξει την εικόνα που έχουμε για τα φρικιαστικά βασανιστήρια και τις εκτελέσεις εγκληματιών στο Μεσαίωνα. Σύμφωνα με τον ερευνητή, ο βασανισμός και η σαδιστική εκτέλεση του ενόχου στόχευαν εν μέρει στη σωτηρία της ψυχής του, κάτι το οποίο ήταν επιθυμητό από τη θρησκόληπτη μεσαιωνική κοινωνία.

Ads

«Αν αφήσουμε κατά μέρος τη βαρβαρότητά του, το ποινικό δίκαιο της εποχής είχε ως σκοπό, μεταξύ άλλων, τη σωτηρία του καταδικασμένου εγκληματία», υποστηρίζει ο νομικός Βόλφγκανγκ Σιλντ. Μετά την επανεξέταση των μεσαιωνικών πηγών, ο Σιλντ αποκαλύπτει μια διαφορετική όψη του μεσαιωνικού δικαίου. Υποστηρίζει ότι πολλές από τις περιγραφές που προέρχονται από επόμενους αιώνες είναι «διαστρεβλωμένες και υπερβολικές, ώστε να κάνουν το παρελθόν να φαίνεται ιδιαίτερα σκοτεινό και το παρόν πιο λαμπερό». Αναφέρει μάλιστα ως παράδειγμα τον αναγεννησιακό ποιητή Πετράρχη, ο οποίος σε κείμενό του περιέγραφε ένα ορειχάλκινο δοχείο στο οποίο οι εγκληματίες «μαγειρεύονταν» ζωντανοί. Το δοχείο αυτό αποτελούσε αποκύημα της φαντασίας του ποιητή.

Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το συγγραφέα, οι εκτελεστές δεν είχαν σαδιστικά κίνητρα, αλλά στόχευαν στο κοινό καλό. Με το βασανισμό και τη βίαιη εκτέλεση του ένοχου, προσπαθούσαν αφενός να κατευνάσουν τον «προσβεβλημένο Θεό» και αφετέρου να προσφέρουν στην ψυχή του εγκληματία την αιώνια ζωή. Εξάλλου, ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη η άποψη πως ο σωματικός πόνος διαθέτει καθαρτικές ιδιότητες. Γι’ αυτό και, σύμφωνα με τον Σιλντ, πολλοί εγκληματίες συναινούσαν στο μαρτύριο, για να αποδείξουν την θρησκευτική τους ακεραιότητα και να εξασφαλίσουν τη μετάβασή τους στη μεταθανάτια ζωή. Ωστόσο, το βασανιστήριο δεν έπρεπε να φτάνει στα άκρα και καθοριζόταν από έναν «καλό και δίκαιο δικαστή», σύμφωνα με τον Peinliche Halsgerichtsordnung (ποινικό νόμο), του Καρόλου Έ, από το 1532. Επίσης, η καταδίκη έπρεπε να βασίζεται σε αδιάσειστα στοιχεία ή ομολογία, και οι δήμιοι, οι οποίοι παρουσιάζονται ως βίαιοι σαδιστές σήμερα, έπρεπε να είναι δίκαιοι και μετριοπαθείς.

Εφόσον για την καταδίκη απαιτούνταν αδιάσειστα στοιχεία, όταν αυτά δεν υπήρχαν, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποσπάσουν την ομολογία του κατηγορουμένου, είτε με βασανιστήρια, είτε με ψυχολογικά κόλπα. Άλλοτε τους έδεναν στη λεγόμενη «κρεμάστρα» από τα τέσσερα άκρα και τους τέντωναν μέχρι να ομολογήσουν από τον αβάσταχτο πόνο. Άλλοτε τους έβαζαν να φιλήσουν τις πληγές του δολοφονημένου θύματός τους, με την ελπίδα να καταρρεύσουν και να ομολογήσουν το φόνο.

Ads

Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι το Μεσαίωνα δεν αναστατώνονταν στην ιδέα της θανατικής ποινής, όπως εμείς σήμερα. Αυτό, σύμφωνα με το Σιλντ, συνέβαινε κυρίως διότι «είχαν βαθιά ριζωμένη μέσα τους την έννοια της αμαρτίας, επομένως ήταν ανοιχτοί στην ιδέα των βασανιστηρίων». Ωστόσο, στις δημόσιες εκτελέσεις το κοινό αντιδρούσε αρνητικά, σε περίπτωση που ο δήμιος έκανε τον εγκληματία να υποφέρει. Σε μία εκτέλεση το 1575, όταν ο μεθυσμένος δήμιος προσπάθησε ανεπιτυχώς να αποκεφαλίσει τρία άτομα, πετροβολήθηκε μέχρι θανάτου από το αηδιασμένο κοινό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν «καλόκαρδοι» δήμιοι, οι οποίοι βοηθούσαν τους καταδικασμένους να πεθάνουν χωρίς να υποφέρουν. Στις εκτελέσεις που γίνονταν στην πυρά, παραδείγματος χάριν, χρησιμοποιούσαν νωπά άχυρα και στραγγάλιζαν τον εγκληματία πίσω από το παραπέτασμα καπνού, για να μην τον αφήσουν να καεί μέχρι θανάτου.

Το βιβλίο του Σιλντ περιλαμβάνει λεπτομερείς απεικονίσεις περίπλοκων εκτελέσεων και βασανιστηρίων, όπως αυτή του κατά συρροή δολοφόνου Πίτερ Νιρς. Ο Νιρς είχε δολοφονήσει πάνω από 500 γυναίκες, ξεκοιλιάζοντάς τις και αφαιρώντας τα παιδιά που εγκυμονούσαν. Όταν καταδικάστηκε, πρώτα βασανίστηκε, στη συνέχεια περιχύθηκε καυτό λάδι στις πληγές του, μετά δέθηκε στην «κρεμάστρα» όπου έσπασαν τα άκρα του και τέλος διαμελίστηκε από τέσσερα άλογα, που τον τραβούσαν από κάθε άκρο (τετραχισμός). Το βιβλίο βρίθει τέτοιων περιγραφών, ωστόσο, σύμφωνα με τον Σιλντ, μπορεί κανείς να το απολαύσει «με ένα ποτήρι κρασί το βραδάκι».