Αφού εκτέλεσαν τους άνδρες στη συνέχεια άρχισαν να καίνε τα σπίτια. Σκοτώνανε ανθρώπους, παιδιά ότι έβρισκαν μπροστά τους. Ακόμα και τα ζώα, κάτι γαϊδουράκια. Τόση βαρβαρότητα. Τα εκτελούσαν και αυτά εν ψυχρώ. Σε κάθε γωνιά του χωριού δεν άκουγες τίποτα άλλο πέρα από κλάματα, μοιρολόγια.

Ads

Το tvxs.gr δημοσιεύει μια ακόμη μαρτυρία από τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα.

Ο κ. Νίκος Κάτσος αφηγείται την εκτέλεση των συγχωριανών του από τους Γερμανούς στους Ταξιάρχες στην Εύβοια.

Νίκος Κάτσος (ΚΑ): Εγώ τότε ήμουν δέκα πέντε χρόνων. Το 40 βάλτε και άλλα, πίσω, έντεκα χρόνων. Πήγαινα στο σχολείο δηλαδή. Στο χωριό Ταξιάρχη ήμουν. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος επικρατούσε φόβος, τρόμος. Μικρά παιδιά εμείς φοβόμασταν, οι μανάδες μας το ίδιο και κάνανε αγώνα δηλαδή για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Φτιάχνανε και καλάθια στο χωριό τότε εκείνα τα χρόνια και πηγαίνανε και τα πουλούσαν. Παίρνανε καλάθια και δίναμε λάδι, είχαμε λάδι πολύ και παίρναμε σιτάρι και κάτι τέτοια.

Ads

Δημοσιογράφος (Δ): Θυμάστε πως ήταν στο χωριό η κατάσταση;

ΚΑ : Όλοι είχαμε τρομοκρατηθεί. Ο  κόσμος έτρεμε όλος. Πηγαίναμε στις μανάδες μας κοντά θυμάμαι. Υπήρχε μια μεγάλη τρομοκρατία. Ένας φόβος. Τον  καιρό που ήρθαν οι Γερμανοί στην περιοχή αρχίσανε οι αντάρτες να σκοτώνουν . Σκότωσαν έναν Γερμανό ο οποίος ήταν φύλακας  στη Γέφυρα της Σκοτεινής. Εγώ τότε θυμάμαι τρέχω και λέω στον μακαρίτη τον πατέρα μου, μπαμπά οι αντάρτες σκοτώσανε τον Γερμανό στη γέφυρα, τι κάθεσαι; Πρέπει να πας να κρυφτείς. Εμένα τι να μου κάνουν μου λέει; Εγώ δεν είμαι μπλεγμένος πουθενά. Όπως και πράγματι δεν ήταν. Και οι άλλοι ήταν όλοι αθώοι. Για αυτό δεν φύγανε κιόλας, παραμείνανε μέσα στα σπίτια τους.

Του έλεγε και η μακαρίτισσα η μάνα μου φεύγα, δεν έφευγε. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί μετά από καμία ώρα, μιάμιση περίπου μπαίνουν μέσα, καταλαμβάνουν το χωριό όλο, το κυκλώνουν από άκρη σε άκρη. Αρχίσανε να καίνε σπίτια, να σκοτώνουν αθώους ανθρώπους, ακόμη και παιδιά. Ένα παιδί συνομήλικο μου ακόμη και αυτό το σκοτώσανε, το εκτελέσανε. Κατόπιν μπήκανε μέσα στα σπίτια και έπαιρναν όλους τους ανθρώπους που έβρισκαν, εισέβαλαν δηλαδή μέσα στα σπίτια και έπαιρναν τους ανθρώπους ασχέτως τι ηλικία, εάν ήταν τριάντα ή σαράντα ή πενήντα, και τους έβαζαν, τους συγκέντρωναν στη μέση του χωριού με σκοπό να τους εκτελέσουν.

Δ: Υπήρχε  κάποια διαταγή για αυτό;

ΚΑ : Πήρανε μια  εντολή από ένα Γερμανό και κάνανε αυτά τα οποία κάνανε. Τους  βάλανε όλους εκεί, τους συγκεντρώσανε  στο χωριό στη μέση για να τους εκτελέσουν. Εγώ τότε, παιδί όπως είπα δέκα πέντε χρόνων γύριζα στην γειτονιά, πήγαινα και στο σπίτι, βλέπω τον Γερμανό στρατιώτη  με το όπλο, δεν θυμάμαι τώρα τι όπλο, να επιτίθεται στον μακαρίτη τον πατέρα μου ο οποίος ήταν άρρωστος στο κρεβάτι, και του λέει come – come. Εν συνεχεία με σημαδεύει με το όπλο και λέει στον μακαρίτη τον πατέρα μου piccolo μπαμ – μπαμ. Σαν να έλεγε δηλαδή ότι θα σκοτώσουμε εσένα και το παιδί σου. Τότε ο μακαρίτης ο  πατέρας μου τρομαγμένος σηκώνεται πάνω από το κρεβάτι με τρεμάμενα χέρια και πόδια ντύνεται και άρχισε να ακολουθεί τον Γερμανό στρατιώτη μέσα στο σπίτι. Πριν ακόμη βγουν έξω από την πόρτα του σπιτιού θυμάμαι που γύρισε προς τα πίσω ο μακαρίτης ο πατέρας μου με δακρυσμένα τα μάτια, κούνησε το κεφάλι δυο, τρεις φορές σαν να μας έλεγε εγώ δεν πρόκειται να σας ξανά δω πια. Κατάλαβε ότι θα τον εκτελέσουν. Το κατάλαβε αυτό το πράγμα. Κατόπιν τον πήγαν εκεί που είπα πρωτίστως που τους είχαν συγκεντρωμένους όλους και τον αφήσανε εκεί πέρα.

Δ: Μαζί με τους Γερμανούς  που μπαίνανε σε σπίτια ήταν και  Έλληνες;

ΚΑ : Κοντά στο σπίτι μου έμενε κάποιος Ζέρβας. Άκουσα να φωνάζουν στα ελληνικά «ο Ζέρβας, ο Ζέρβας είναι ρίξτε του». Άρχισαν να του ρίχνουν. Αρχικά γλύτωσε, αλλά λίγο πιο κάτω ήταν άλλοι και τον σκότωσαν. Ήταν αυτοί που τους λέγαμε τότε εμείς «ράνηδες». Τώρα από ποιο μέρος ήταν, τι ήταν, δεν ξέρω. Αλλά  ήταν ελληνική φωνή. «Ο Ζέρβας ρίξτε του».

Δ: Στην πλατεία, που τους είχαν μαζέψει όλους, τι έγινε;

ΚΑ : Μετά  από καμιά ώρα, μιάμιση δεμένους χέρι – χέρι  τους πήγαν για εκτέλεση. Οι περισσότεροι ήταν από το χωριό μας, τους Ταξιάρχες, Κακολοίρι, όπως το λέω εγώ. Θυμάμαι πως κάποιος γυρίζει και λέει στον Γερμανό διερμηνέα «εγώ δεν είμαι από το Κακολοίρι, είμαι από τους Γιάννηδες», ένα χωριό πάνω από εμάς. Ο διερμηνέας τον κοίταξε. Με αυτό που είπε δεν τον πείραξαν. Γλίτωσε.

Δ: Γιατί;

ΚΑ : Στο Κακολοίρι ήταν πολλοί αντάρτες. Δεν είμαι εγώ λέει από το Κακολοίρι και γλιτώνει. Τους έστησαν. Σε αυτόν που ήταν από τους Γιάννηδες ο διερμηνέας του λέει: «να πας στο χωριό σου να φωνάξεις κόσμο και να έρθετε γρήγορα κάτω να ανοίξετε ένα λάκκο και να τους θάψετε». Τι να κάνει και αυτός; Με τη ψυχή στο στόμα, δεν μπορούσε να μιλήσει, πάει στο χωριό του και τους λέει αυτό και αυτό συμβαίνει, πρέπει να έθετε κάτω αλλιώς αν δεν τους ανοίξετε λάκκο θα σας κάψουν το χωριό από άκρη σε άκρη. Τελικά τους εκτέλεσαν και τους έδωσαν και τη χαριστική βολή. Μπορείτε να δείτε και τις τρύπες από τις σφαίρες στο οστεοφυλάκιο.

Δ: Ο πατέρας σας εκτελέστηκε;

ΚΑ : Εκτελέστηκε, βεβαίως. Τον εκτέλεσαν.

Δ: Πόσο χρόνων ήταν;

ΚΑ : Γύρω στα  πενήντα, εκεί μέσα.

Δ: Μετά  τι έγινε; Ήρθαν οι άλλοι από τους Γιάννηδες κάτω;

ΚΑ : Ήρθαν. Έσκαψαν τους λάκκους και τους θάψανε. Εγώ εκείνο που θυμάμαι και συγκινούμαι ήταν οι γυναίκες. Οι γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί να ακούσουν τους ανθρώπους  τους, να μάθουν κανέναν νέο. Ήμουν και εγώ με την μακαρίτισσα τη μάνα μου μαζί, παιδί τώρα εγώ να ακούσουμε τι γίνεται. Είχαμε μάθει ότι θα τους εκτελέσουν, θέλαμε να μάθουμε. Και ξαφνικά ακούμε ριπές πολυβόλου. Εκεί  έζησα δραματικές στιγμές σαν παιδί. Έβλεπα γυναίκες να τραβούν τα μαλλιά τους,, άλλες να κλαίνε απαρηγόρητα, άλλες γυναίκες να μοιρολογούν και άλλες να πέφτουν κάτω, λιποθυμούσαν. Εγώ ζαλίστηκα. Έκλαιγα και εγώ. Είχα τη μητέρα μου, μου έλεγε μην κλαις. Κανένας δεν πλησίασε στον τόπο της εκτέλεσης. Φοβόμασταν ότι θα σκοτώσουν και εμάς. Πήγαμε στο σημείο μόλις μάθαμε πως έφυγαν οι Γερμανοί. Αλλά ήταν αργά τους είχαν θάψει νομίζω.

Δ: Πότε έκαψαν το χωριό;

ΚΑ:Μετά από δυο ώρες. Αφού εκτέλεσαν τους άνδρες στη συνέχεια άρχισαν να καίνε τα σπίτια. Σκοτώνανε ανθρώπους, παιδιά ότι έβρισκαν μπροστά τους. Ακόμα και τα ζώα, κάτι γαϊδουράκια. Τόση βαρβαρότητα. Τα εκτελούσαν και αυτά εν ψυχρώ. Σε κάθε γωνιά του χωριού δεν άκουγες τίποτα άλλο πέρα από κλάματα, μοιρολόγια. Σε κάθε γειτονιά τα δια. Και από γειτονιά σε γειτονιά θρήνους και μοιρολόγια. Τα είδα όλα από κοντά. Τα βίωσα, είναι χαραγμένα βαθιά στη μνήμη μου. Και όλα αυτά που λέω βγαίνουν από τα βάθη της ψυχής μου. Δεν πρόκειται ποτέ να τα ξεχάσω. Τις γυναίκες που τραβούσαν τα μαλλιά τους, τους θρήνους και όλα αυτά. Ήταν δραματικές καταστάσεις.