Πενήντα χρόνια μετά την πιο σημαντική πολιτική δολοφονία στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας, της δολοφονίας Λαμπράκη στις 22 Μαΐου 1963, το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα ρίχνει φως στην πολύκροτη υπόθεση με νέες ανέκδοτες μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Στον φακό της εκπομπής μιλά ο Βασίλης Λαμπρίδης, ο δικαστής του κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης όπου εκδικάστηκε η υπόθεση. Ο δικαστής περιγράφει το κλίμα μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου αλλά και την στάση που κράτησαν οι κατηγορούμενοι αλλά και οι ένορκοι που αθώωσαν κάποιους παρακρατικούς. Διαβάστε αύριο την συνέντευξη του Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη.

Ads

 
Παρακολουθήστε σήμερα τα μεσάνυχτα στη ΝΕΤ το επεισόδιο του ΡΧΣ: Υπόθεση Λαμπράκη: Το μακρύ χέρι του παρακράτους 
 

 
Διαβάστε επίσης: Υπόθεση Λαμπράκη: Πώς έδρασαν τα παρακρατικά δίκτυα
 
Διαβάστε επίσης: Θεσσαλονίκη: Το σταυροδρόμι των πρακτόρων

Σ. Κούλογλου:  Ποιό είναι το κλίμα στην δίκη για την υπόθεση Λαμπράκη;
 
Βασίλης Λαμπρίδης: Η ιστορική αυτή δίκη έγινε στο κακουργιοδικείο Θεσ/νίκης. Η δίκη αυτή άρχισε στις 4 Οκτωβρίου, η αυλαία της ιστορικής δίκης, όπως θα λέγαμε άνοιξε στις 4 Οκτωβρίου του 1966 και τελείωσε τα ξημερώματα της 30ης Δεκεμβρίου του ίδιου έτους του1966. Λίγο καιρό πριν έρθει η δικτατορία. Τώρα στη δίκη εξεταστήκαν στην ακροαματική διαδικασία 163 μάρτυρες. Ήταν μάρτυρες κατηγορίας, μάρτυρες της υπερασπίσεως αλλά και μάρτυρες πολιτικής αγωγής. Επίσης εξετάστηκαν και απολογήθηκαν 31 κατηγορούμενοι. Διαβάστηκαν και έγγραφα. Από ιατροδικαστικές εκθέσεις μέχρι άλλα πιστοποιητικά των διαφόρων κατηγορουμένων. Έγγραφα κρίσιμα πάντως. Πολλά από τα οποία είχανε δοθεί στον ανακριτή από δημοσιογράφους.
 
Οι δημοσιογράφοι που παίξανε σημαντικό ρόλο σε αυτή την υπόθεση ήταν 3: ο μπάρμπα Γιάννης ο Βούλτεψης, ο Γεώργιος Μπέρτσος και ο Γιώργος Ρωμαίος. Αυτοί οι 3 δημοσιογράφοι ήταν εκείνοι που ενδιαφέρθηκαν και βοήθησαν στην αποκάλυψη του εγκλήματος ουσιωδώς.
 
Από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν κατέληξα στο συμπέρασμα τότε και εξακολουθώ να έχω την ίδια γνώμη ότι ο Λαμπράκης χτυπήθηκε όρθιος, ενώ βάδιζε από αμβλύ όργανο όπως το χαρακτηρίζεται ιατροδικαστικώς. Στην άποψη αυτή τη στηρίζω στις καταθέσεις 3 διαπρεπών επιστημόνων καθηγητών της ιατρικής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι μάρτυρες αυτοί ήταν ο Καβαζαράκης, ο οποίος ήταν και πρύτανης εκείνη την εποχή και ο Αλέξιος Συμεωνίδης, σοφοί καθηγητές. Ιατροδικαστής ήταν ο Δημήτριος Ροδίτης, ο οποίος έκανε τη νεκροτομή παρουσία των καθηγητών και του χειρούργου ιατρού και παρουσία και του Καψάσκη.
 
Από τα ευρήματα τα οποία προέκυψαν κατέληξαν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι ο Λαμπράκης «εκτυπήθη, ήτο όρθιος, από αμβλύ όργανο», το οποίο μπορεί να ήταν λοστός – αν και λιγότερο πιθανό ή μπορεί να ήταν γκλοπ. Το κάταγμα το οποίο καταφέρθηκε κατά του βρεγματικού ογκώματος του Λαμπράκη ήταν 3 εκ. και ήταν αυτό που επέφερε το θάνατο. Ο ένας ο ιατροδικαστής των Αθηνών που είχε έρθει τότε εδώ και διορίστηκε να συμπράξει και αυτός στις όλες πράξεις που γινότανε, είχε την έμμονη ιδέα – καλοπίστως ή όχι δεν ξέρω – ότι ο Λαμπράκης κτυπήθηκε από το τρίκυκλο έπεσε και το τραύμα αυτό των 3 εκ. στο βρεγματικό όγκωμα έγινε κατά την πτώση, πράγμα που, όπως ρωτήσαμε τους καθηγητές, αποκλείστηκε. Το ίδιο απέκλεισαν και οι άλλοι επιστήμονες.
 
Βέβαια εκείνος δεν έγραψε ποτέ αυτή την άποψη στην ιατροδικαστική έκθεση, όμως στο δικαστήριο, όταν προσήλθε να εξεταστεί ως μάρτυρας είπε «να ο Λαμπράκης χτυπήθηκε από το τρίκυκλο έπεσε στην άσφαλτο και εντεύθεν ο τραυματισμός του». Εάν είχε επικρατήσει αυτή η γνώμη, νομίζω ότι θα ήταν εύκολο να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ήταν ένα απλό τροχαίο ατύχημα, ο οδηγός του οποίου, ο υπαίτιος του οποίου εξαφανίστηκε και δεν φάνηκε πουθενά. Εξαφανίστηκε και δε βρέθηκε. Θα ήταν εύκολο. Δεν επικράτησε όμως η γνώμη αυτή.
 
Σ.Κ.: Σε εσάς πως παρουσιάστηκε αυτός ο ιατροδικαστής;
 
Β.Λ.: Ήταν ιατροδικαστής των Αθηνών, τον έστειλε ίσως ο υπουργός, δεν ήταν δηλαδή ιατροδικαστής γνωστός πολλά χρόνια και εμφανίστηκε εδώ αφού φυσικά διορίστηκε από τον εισαγγελέα και εν συνεχεία από τον ανακριτή. Δεν ήταν αδέσποτος τελείως, απλώς ήρθε αυτοκλήτως. Τώρα συγγνώμη για να πω για την άποψη που έχω… Εκτός από τους διαπρεπείς αυτούς επιστήμονες, στηρίχτηκα και σε άλλα περιστατικά. Ο Λαμπράκης όταν βγήκε από το κτίριο στην οδό Ερμού όπου είχε γίνει η ομιλία του συνδικαλιστικού δημοκρατικού κινήματος, ακολουθείτο από μια ομάδα 10 περίπου ανθρώπων του και βάδιζαν.
 
Ήταν ήδη νύχτα, ώρα 10.30, υπό καθεστώς τρόμου και φοβίας και αφού τους διαβεβαίωσαν οι αστυνομικοί ότι είναι ελεύθερο το έδαφος, ξεκίνησε να φύγει με δυο από τους 10 μάρτυρες που ήταν εκεί γύρω του, ένας Πάτσας Ιωάννης ο οποίος είχε οργανώσει την υποδοχή του Λαμπράκη, και ένας Σίλας Παπαδημητρίου. Με τον Σίλα Παπαδημητρίου μάλιστα καθότανε αγκαζέ και λένε ότι κάποια στιγμή ο Λαμπράκης ξεκόπηκε από την παρέα για να μιλήσει με τον Καμουτσή. Ο Καμουτσής ήταν ο αστυνομικός διευθυντής επικεφαλής των 180 χωροφυλάκων αστυνομικών και άλλων αξιωματικών που ήταν εκεί. Στάθηκε μια στιγμή να μιλήσει με τον Καμουτσή και τότε ξεκόπηκε.
 
Από εκείνη την στιγμή ο κάθε μάρτυρας λέει τα δικά του. Άρχισαν να προχωρούν προς το μέρος του Λαμπράκη και τότε ο Λαμπράκης είπε να τη πάλι τι κάνει η αστυνομία. Αυτές ήταν και οι τελευταίες λέξεις που πρόφερε σε αυτό τον κόσμο γιατί επλήγη με το με το αμβλύ όργανο το οποίο ήταν ή λοστός ή οτιδήποτε και έπεσε εκεί πέρα. Όπως λέει που περιγράφει ο Δελαπόρτας σε απιθάνως ελάχιστο χρονικό διάστημα ξεκίνησε το τρίκυκλο και πέρασε από τον ίδιο πεσμένο Λαμπράκη και πέρασαν από τα πόδια του. Πάντως δεν ήταν αυτός ο λόγος του θανάσιμου  τραυματισμού του.
 
Εκτός από αυτούς τους 2 μάρτυρες που ήταν δίπλα στον Λαμπράκη την ώρα που έφευγε από τον χώρο της ομιλίας οι 2 μάρτυρες ο Κωνσταντίνος Βέρος και ένας Μπακάλης Ευάγγελος νομίζω, οι οποίοι είπαν ότι είδαν κάποια χέρια εγκληματικά να σηκώνουν κάποιο όργανο φονικό και να χτυπούν τον Λαμπράκη με όση δύναμη διέθεταν και ως εκ τούτου κατέπεσε. Μάλιστα είπαν και αυτοί οι μάρτυρες, πράγμα που το αναφέρουν και οι ιατροδικαστές στην κατάθεση τους και στην ιατροδικαστική έκθεση, ότι σωριάστηκε σαν σακί. Έπεσε σαν κούκλα. Ήταν τόσο καίριο το τραύμα που δέχτηκε. Αυτή ήταν εν ολίγοις η φάση του θανάσιμου τραυματισμού του Λαμπράκη.
 
Σ.Κ.: Οι ένορκοι πως επιλέχθηκαν;
 
Β.Λ.: Πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση: τότε στη σύνθεση του κακουργιοδικείου μετείχαν 3 τακτικοί δικαστές οι οποίοι αποτελούσαν το δικαστήριο των συνέδρων, με πρόεδρο έναν εφέτη στην έδρα του εφετείου στη Θεσσαλονίκη και 2 πρωτοδίκες. Στη σύνθεση του ίδιου δικαστηρίου μετείχαν 10 ένορκοι οι οποίοι επιλέγονταν με κλήρωση από ένα σύνολο 20 ενόρκων. Μπορούσε να ζητηθεί η εξαίρεση κάποιων από αυτούς ή από τον εισαγγελέα ή από τους συνηγόρους της υπερασπίσεως και το χαρακτηριστικό είναι ότι αυτοί οι 10 ένορκοι είχαν απόλυτη αρμοδιότητα να αποφανθούν με την ετυμηγορία τους περί της αθωότητας ή της ενοχής του κατηγορουμένου. Επίσης οι ίδιοι οι ένορκοι είχαν την αρμοδιότητα να αποφανθούν και περί συνδρομής ή όχι, των λεγόμενων ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου έντιμου βίου και όλων αυτών των περιστάσεων που ελαφρύνουν ή μειώνουν την ποινή κατά την επιμέτρηση από τους τακτικούς δικαστές.
 
Τώρα, οι ένορκοι επιλέγονταν από καταλόγους που έστελναν ο δικηγορικός σύλλογος, το επιμελητήριο κλπ. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν ύποπτος ο τρόπος επιλογής των συγκεκριμένων ενόρκων. Δεδομένου ότι ήταν πρόεδρος πρωτοδικών ένας εξαίρετος δικαστής ο Αριστείδης ο Ροδόπουλος και δεν μπορεί δεν υπάρχει περίπτωση να έγινε κάτι ύποπτο εκ μέρους του. Έστελνε κάποια ονόματα και βάσει αυτών τα προώθησε στο δικαστήριο. Δεν μπορώ να πω το παραμικρό, θα ήταν ύβρις για την μνήμη του Ροδόπουλου να πω ότι κάπου αναμείχθη να είναι ο άλφα ή ο βήτα.  
 
Σ.Κ.: Το κλίμα της εποχής τι ρόλο έπαιζε σε αυτό;
 
Β.Λ.: Ήταν ένα κλίμα φοβίας. Ξεκίνησε με διάφορες ενστάσεις. Οι ενστάσεις κράτησαν 2-3 μέρες. Βέβαια ήταν και οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής, τα ονόματα των οποίων υπάρχουν στην απόφαση. Ήταν και Αθηναίοι και Θεσσαλονικείς. Από τη Θεσσαλονίκη ήταν ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου ο Βιδάλης ήταν ο Οικονομίδης ήταν ο Κεφαλίδης, ο Σταύρος ο Θεοδωρόπουλος, ο Κατριβάνος, ένας Σοφιανόπουλος και άλλοι. Ήταν περίπου δέκα αυτοί οι δικηγόροι, οι οποίοι βέβαια ήταν μαχητικότατοι και δεν άφηναν να πάει τίποτα που να μην εξεταστεί και να μην φανερωθεί.
 
Σ.Κ.: Τι εννοείτε με το «κλίμα φοβίας»;
 
Β.Λ.: Εμένα προσωπικά ουδείς με ενόχλησε νομίζω ούτε και άλλους συνάδελφους. Όμως μαζεύονταν στο ακροατήριο πολλοί από τους παρακρατικούς. Πρώτα – πρώτα το ακροατήριο, ήταν μικρή η αίθουσα του δικαστηρίου, ήταν 31 οι κατηγορούμενοι – τα ¾ ένα μεγάλο μέρος της αίθουσας ήταν από τους κατηγορουμένους – δίπλα οι δημοσιογράφοι, παρά πέρα ήταν οι αστυνομικοί, από την άλλη πλευρά ήταν οι ένορκοι και η έδρα των δικαστών. Αλλά ήταν βέβαια φοβία, καθένας πρόσεχε τι θα πει και οι μάρτυρες οι περισσότεροι είπαν την αλήθεια όπως πιστεύω εγώ. Ελάχιστοι διέστρεψαν τα πράγματα, ασχέτου του αποτελέσματος.
 
Σ.Κ.: Πως ήταν η παρουσία των κατηγορούμενων;
 
Β.Λ.: Βασικοί κατηγορούμενοι ήταν ο Γκοτζαμάνης και ο Εμμανουηλίδης. Αυτών η κατηγορία ήταν ανθρωποκτονία εκ προθέσεως  με ηθικό αυτουργό τον Γκοτζαμάνη και δράστη τον Εμμανουηλίδη. Του καταλόγιζαν ότι με το γκλοπ κατέφερε το καίριο πλήγμα κατά του Λαμπράκη. Αυτή ήταν η κύρια κατηγορία. Οι άλλοι κατηγορούμενοι ήταν ο Καπελώνης ο οποίος ήταν κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία. Ήταν ο περιβόητος Γιοσμάς, γνωστός και ως Φον Γιοσμάς, και αυτός κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία  σε ανθρωποκτονία.
 
Από κει και πέρα ήταν έξι αξιωματικοί, εκ των οποίων ο ένας ήταν στρατηγός ο άλλος συνταγματάρχης. Ο στρατηγός ήταν ο Μήτσου ο συνταγματάρχης ήταν ο αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης. Αυτοί είχαν καταλήξει να έρθουν στο ακροατήριο κατηγορούμενοι για παράβαση καθήκοντος. Ενώ η αρχική κατηγορία ήταν κατάχρηση εξουσίας που ήταν κακούργημα και θα συνεπάγονταν τη προφυλάκιση. «Με το πρωτόδικο του δευτέρου βαθμού και με αιτιολογίας και ακροβατικάς και μη ανδρικάς» όπως είπε ο Δελαπόρτας αθωώθηκαν όμως. Το ίδιο συνέβη και στο συμβούλιο εφετών. Έμεινε η κατηγορία γιατί είχε ασκήσει ο εισαγγελέας πρωτοδικών, ο Μπούτης, έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος για την απαλλαγή των αξιωματικών από τη κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας. Έτσι είχε μείνει μόνο η παράβαση καθήκοντος.
 
Σ.Κ.: Και ήταν και οι παρακρατικοί;
 
Β.Λ.: Ο ένας παρακρατικός, ο Φωκάς, κατηγορείτο για επικίνδυνη σωματική βλάβη και εις βάρος του Τσαρουχά και για διατάραξη της κοινής ειρήνης με τις φασαρίες και τα ξυλοκοπήματα που διέπρατταν εις βάρος πολιτών. Ήταν και ο Πιτσώκος, ο για επικίνδυνη σωματική βλάβη, επειδή είχε χτυπήσει τον Τσαρουχά κατεβάζοντάς τον τραυματία από ένα ασθενοφόρο και είπαν ότι «τα ασθενοφόρα είναι για τους ανθρώπους, όχι για τα κτήνη». Αυτές ήταν οι κατηγορίες. διατάραξη της κοινής ειρήνης για τους παρακρατικούς και επικίνδυνη σωματική βλάβη για τον Φωκά και για τον Πιτσώκο και για τους αξιωματικούς ήταν η παράβαση καθήκοντος.
 
Ο Πιτσώκος δεν ήταν στην εμφάνιση πολύ σωματώδης – τον λέγανε και Αντώναρο μεταξύ τους. Αυτός ήθελε να πουλάει έξω από την Μοδιάνο κάποια σύκα και άλλα προϊόντα για γλυκά του κουταλιού. Δεν μπορούσε να το κάνει επειδή είχε το προπατορικό αμάρτημα του φακελωμένου αριστερού. Όταν δέχθηκε να πάει να αγανακτήσει βέβαια ήταν κραυγαλέα η παρουσία του. Πρώτα-πρώτα τον αναγνώρισε ο Τσαρουχάς, τον αναγνώρισε ο Μπέρτσος που του τράβηξε φωτογραφίες έξω από την Μοδιάνο. Αλλά οι ένορκοι τον αθώωσαν.
 
Ο Φωκάς ο οποίος είχε και αυτός μια καταδίκη νομίζω σε ισόβια ή 20 χρόνια γιατί είχε συνεργασία με τους Γερμανούς. Είχε φορέσει τη γερμανική στολή και είχε καταδικαστεί και εξέτιε την ποινή του στη Γυάρο, εκεί στην Γυάρο ήταν και ο Τσαρουχάς, ως εκτίων άλλη ποινή για παράβαση του τρίτου ψηφίσματος, με τη διαφορά ότι ο Τσαρουχάς ήταν κρατούμενος μαζί με τους άλλους αριστερούς, αλλά ο Χρήστος Φωκάς, ήταν εκεί βοηθός, κατάδικος μεν αλλά και βοηθός του αρχηγού του σωφρονιστικού καταστήματος. Είχε και μια μαγκούρα και επέβαλε την τάξη όταν χρειαζότανε. Μάλιστα είπε για να αποδείξει ότι δεν τον χτύπησε αυτός τον Τσαρουχά, είπε «εγώ είμαι και πυγμάχος λέει, θα του είχα δώσει μια μπουνιά αυτουνού, σήμερα δεν θα υπήρχε Τσαρουχάς εδώ». Επίσης όταν τον ρώτησε ο εισαγγελέας στην κατοχή φορούσες αλήθεια γερμανική στολή; «Ναι» του λέει «και αν δεν ήμουν εγώ και κάποιοι άλλοι σαν και εμένα εσύ δεν θα ήσουν στην έδρα θα ήταν κόκκινοι εκεί πάνω». Ε, αυτή ήταν η αυθάδεια. Και κηρύχτηκε ένοχος απλής όχι επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Και της διατάραξης της κοινής ειρήνης.
 
Αυτή ήταν εν ολίγοις η κατηγορία, τώρα οι ένορκοι τα ξημερώματα της 30ης Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν αφού έκαναν την διάσκεψη τους, και εκφώνησαν την ετυμηγορία τους: όχι για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Γκοτζαμάνη και του Εμμανουηλίδη, ναι για θανατηφόρο σωματική βλάβη, με τη διάκριση ότι το αποτέλεσμα του θανάτου του Λαμπράκη επήλθε εξ’ αμελείας του δράστου, δεν είχε προσέξει και βέβαια δεν δέχτηκε ότι τον χτύπησε με το τρίκυκλο.
 
Είπαν όχι σε όλες τις περιπτώσεις… Όχι για την ηθική αυτουργία του Γιοσμά, όχι για την ηθική αυτουργία του Καπελώνη. Για τον Καπελώνη είχε προτείνει μετά τις εξηγήσεις που έδωσε προτείνει και ο εισαγγελέας την αθώωση του. Όχι για τον Καπελώνη, όχι για τους αξιωματικούς της αστυνομίας. Θεώρησαν ένοχους, ορισμένους εκ των παρακρατικών. Σε όλες τις περιπτώσεις οι αθωωτικές διατάξεις ήταν παμψηφεί, που σήμαινε ότι δεν μπορούσαν πλέον οι τακτικοί δικαστές να πουν ότι ήταν η ετυμηγορία των ενόρκων.
 
Μάλιστα ο Δελαπόρτας μόλις άκουσε την ετυμηγορία των ενόρκων, απογοητευμένος λέει, «κυρίες και κύριοι ένορκοι η ετυμηγορία σας ομοιάζει ωσάν στήλη φακού ηλεκτρικού εξαντλημένη». Βέβαια στην αγόρευση του είχε πρωτέψει τους ενόρκους και τους κατηγορουμένους και τους είχε πει μεταξύ των άλλων, «εάν δειλιάσετε και κηρύξετε αθώους τους κατηγορουμένους να έχετε υπ’ όψιν σας ότι ο Λαμπράκης από κει που βρίσκεται θα ευγνωμονεί τους δολοφόνους του που τον έστειλαν στον άλλο κόσμο και δε βγήκε σε μια κοινωνία που οι δικαστές ήταν οι ένορκοι, έχουν χάσει το περί δικαίου αίσθημα».
 
Δυστυχώς και η ετυμηγορία αυτή και κάποιες άλλες υπήρξε το κύκνειο άσμα του αμιγώς ορκωτού συστήματος από τότε. Υπάρχουν ένορκοι και σήμερα αλλά για ελάχιστα ατυχήματα.
 
Σ.Κ.: Πως είναι δυνατό να σχηματιστεί τελείως διαφορετική εικόνα από τους δικαστές και τελείως διαφορετική από τους ενόρκους;
 
Β.Λ.: Καταρχήν οι δικαστές δεν είπαν ποτέ την γνώμη τους. Εγώ λέω την γνώμη μου ύστερα από 50 χρόνια. Ήταν φανερό ότι ήταν λάθος. Δεν μπορούσε να είναι ομόφωνη. Έβγαζε μάτι η ομόφωνος κήρυξη της αθωότητας των κατηγορουμένων που κήρυξαν αθώους, ιδίως τους αστυνομικούς.
 
Ακόμη και αν έλεγε το πάτερ ημών ο Δελαπόρτας οι άλλοι θα αγανακτούσαν. Ήταν στημένη η δουλειά. Τώρα δεν μπορώ να ξέρω, εξ’ άλλου δεν υπήρξε κάποια αιτιολογία, ούτε μίλησα με κανένα από τους ενόρκους, ποτέ δεν έτυχε. Χάθηκαν. Κηρύχθηκε και η δημοκρατία, ο καθένας πήρε τον δρόμο του και δεν μίλησα με κανένα. Κάπου διάβασα όμως ότι είπαν κάποιοι από αυτούς αν ξαναρωτιούνταν πάλι την ίδια ετυμηγορία θα έδιναν.
 
Τώρα βέβαια υπάρχει ακούστηκαν πολλά για κάποιο πρόσωπα που δεν θέλω να κατονομάσω αυτή τη στιγμή γράφτηκαν και ακούστηκαν πολλά. Και το πρόσωπο βέβαια αυτό διέφυγε ως εκ θαύματος από τον πέλεκυν της δικαιοσύνης. Βέβαια κατά καιρούς και ο δημοσιογράφος ο Ρωσσίδης είπε κάποτε ότι ήταν ένας τύπος έτσι αστυνομικός, χοντρός και τα λοιπά, αλλά δεν το προχώρησε. Επίσης και ο Κοσιδόπουλος άλλος δημοσιογράφος και άλλοι, αλλά δεν κατέληξαν σε συμπέρασμα. Κανένας δεν είπε τίποτε.
 
Σ.Κ.: Ναι αλλά υπονοούσαν ότι ο Κατσούλης ήταν ο εγκέφαλος…
 
Β.Λ.: Λέγανε για αυτόν. Ο Καπελώνης κάποια στιγμή είπε ότι «δεν μπορώ να πω ότι είναι υπεύθυνος για τον θάνατο του Λαμπράκη απλώς λέω ότι έπρεπε να είναι αντί εμού στο ειδώλιο». Είναι γεγονός όμως ότι ο ίδιος είχε μαζέψει στο 5ο αστυνομικό τμήμα τη ίδια μέρα στις 22 Μαΐου του ’63 τους λεγόμενους παρακρατικούς και τους είπε και «τώρα ο στόχος μας ο Λαμπράκης και μάλιστα είπε να φύγουμε λίγοι-λίγοι, να μην γίνουμε αντιληπτοί».
 
Επίσης την ίδια μέρα πριν από τη δολοφονική επίθεση κατά του Λαμπράκη και είχε πάει στην γενική ασφάλεια και διαπληκτίστηκε με κάποιο συνάδερφο του ονόματι Κλωνάρη. Διαπληκτίστηκε γιατί είπε θα γίνουν φασαρίες σήμερα και άλλος του είπε προσέξετε μην σκοτωθεί κανένας άνθρωπος και βρούμε τον μπελά μας και από εκεί φάνηκε το ότι εμφανίζεται λέει επικεφαλής της φρουράς στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, που γινόταν στην Αθήνα μετά το ‘63. Ακούστηκε βέβαια ότι παρουσιάστηκε στο Πολυτεχνείο με έναν Μπίμπα, πράκτορα της ΚΥΠ, και κάτι είπαν αλλά τιμωρήθηκαν εκεί. Νομίζω τιμωρήθηκαν για παρότρυνση σε διάπραξη πλημμελημάτων και ο Μπίμπας και ο Κατσούλης. Μάλιστα ο Μπίμπας τιμωρήθηκε ελαφρότερα – του δώσανε κάποιο ελαφρυντικό διότι κάρφωσε τον πρώην προϊστάμενο του.
 
Σ.Κ.: Ο Δελαπόρτας πως ήταν;
 
Β.Λ.: Ο Δελαπόρτας αγόρευε 2 μέρες. Όλη του η αγόρευση είναι ένα ύμνος στη δημοκρατία. Είναι φαινόμενο τόλμης και αδιαφορίας για το τι μπορούσε να του συμβεί. Ήταν άνθρωπος αυθόρμητος, ήταν έντιμος και δεν δίσταζε να κάνει το καθήκον του για όποιο δίκιο. Έκανε το καθήκον του, δεν δίσταζε να πει την αλήθεια, από όπου και αν προέρχονταν…
 
Σ.Κ.:  Και απολύθηκε.
                                      
Β.Λ.: Απολύθηκε, μεταξύ των 30 απολυθέντων με την συντακτική πράξη της δικτατορίας. Του είπανε εξέπεμπε κομμουνιστικά συνθήματα ακόμα και από της έδρας. Ο άνθρωπος έκανε το καθήκον του.
 
Σ.Κ.: Οι κατηγορούμενοι τι υποστήριξαν;
 
Β.Λ.: Ο Γκοτζαμάνης εμφανίστηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, σαν να μη ήξερε τίποτε. Είπε «περνούσα εκεί τυχαίως από την οδό Ερμού, χτύπησα σε έναν αλλά δε ξέρω και αφού ήταν διασφαλισμένο το αυτοκίνητο… πρέπει να με αφήσετε ελεύθερο». Ο Εμμανουηλίδης είπε ότι τον Λαμπράκη τον σκότωσε ο Χατζηαποστόλου, «και πως το ξέρεις;» «Διότι όταν ανέβηκε στο τρίκυκλο είπε δολοφόνοι σκοτώσατε τον Λαμπράκη, τον είχε σκοτώσει για ήξερε ότι τον σκότωσε». Σε λίγο βέβαια είπε ότι τον σκότωσε ένας Σάββας από το Κιλκίς…
 
Σ.Κ.: Ο Γιοσμάς τι ήταν;
 
Β.Λ.: Ο Γιοσμάς πρόβαλε τον κουτοπόνηρο ισχυρισμό ότι είχε πάει στον χώρο της αντισυγκέντρωσης για να πάρει συνέντευξη από τον Λαμπράκη. Εξέδιδε ένα έντυπο, κάθε 6 μήνες και θα έπαιρνε δήθεν συνέντευξη από εκεί. Βέβαια παρότι πήγε για τη συνέντευξη δεν παρέλειψε να κάνει και το πατριωτικό του καθήκον, δεδομένου ότι μετέσχη στη διατάραξη της κοινής ειρήνης γι’ αυτό και τιμωρήθηκε.
 
Οι ένορκοι παρά το ότι ήταν τόσο φειδωλοί και επιεικείς τον διακήρυξαν ένοχο για την διατάραξη της κοινής ειρήνης και μάλιστα τιμωρήθηκε από το συμβούλιο, από τους δικαστές. Το δικαστήριο των συνέδρων εξήντλησε την αυστηρότητα του, πάντα περιορισμένο στα όρια που του είχε θέσει η ετυμηγορία των ενόρκων.
 
Σ.Κ.: Δεν τέθηκε θέμα του παρελθόντος του Γιοσμά;
 
Β.Λ.: Ο εισαγγελέας είπε ότι ήτανε παλιά συνεργάτης των Γερμανών, ότι είχε καταδικαστεί σε θάνατο και ότι έφυγε από την Ελλάδα με τους Γερμανούς. Αυτό το κατέθεσαν οι μάρτυρες και δεν το αρνήθηκε ο άνθρωπος, ότι εκεί έγινε υπουργός προπαγάνδας σε μια κυβέρνηση ενός τυχοδιώκτη ονόματι Τσιρονίκου, ο οποίος ήταν κάποτε υπουργός οικονομικών σε μια από τις κυβερνήσεις των δωσίλογων. Εκεί έφτιαξε μια κυβέρνηση, την επιτροπή εθνικής σωτηρίας, η οποία θα μας έσωζε από τους συμμάχους. Βέβαια παρουσίασε το έργο του ως πατριωτικό, Και έκοβε καλούς αστυνομικούς γιατί είχε αυτή την οργάνωση θυμάτων εθνικής αντιστάσεως, με θύμα τον πατέρα του Γκοτζαμάνη. Και του είχε δώσει και μια βεβαίωση ότι ο Σπυρίδων Γκοτζαμάνης είναι εθνικόφρων θύμα του πατρός του, εννοώντας ότι είχαν σκοτώσει τον πατέρα του και το έγραψε έτσι «θύμα του πατρός του» και προκάλεσε τη μειδία για την αγραμματοσύνη. «Θύμα του πατρός του».
 
Σ.Κ.: Ο Καπελώνης είναι ενδιαφέρουσα περίπτωση…
 
Β.Λ.: Ο Καπελώνης είχε κατηγορηθεί ως ηθικός αυτουργός γιατί πράγματι είχε συναντήσει το πρωί της ίδια μέρας τον Γκοτζαμάνη. Βέβαια όλοι αυτοί με τους παρακρατικούς, καθένας είχε τους δικούς του.
 
Αλλά από αυτά που είπε δεν προέκυψαν τελικά ενοχοποιητικά στοιχεία ούτε για τους ενόρκους ούτε για τον εισαγγελέα. Βέβαια είχε προφυλακιστεί για πολύ καιρό και η σύζυγος του η οποία εξετάστηκε ως μάρτυρας υπερασπίσεως.
 
Μέμφθηκε τους προϊσταμένους του τον Μήτσου και τον Δόλκα, οι οποίοι τον εξώθησαν να μην απολογηθεί στον ανακριτή, να μην πάει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών και πήγε αδιάβαστος για αυτό και προφυλακίστηκε. Είχε από κάποια φάση και μετά είχε ανεξαρτητοποιηθεί και είχε δικό του συνήγορο ενώ πριν του είχαν όπως λέει του επέβαλαν κάποιο δικηγόρο.
 
Σ.Κ.: Μέσα από την δίκη φάνηκε το κύκλωμα των παρακρατικών;
 
Β.Λ.: Ο Καπελώνης είπε λεπτομέρειες πως τους μαζεύανε πως τους πηγαίνανε και πως παρουσιάζονταν και ποιοι ήτανε και ότι αυτός είχε κάποιους δικούς του. Έδωσε πλήρεις λεπτομέρειες για το πώς δρούσαν, πως τους καλούσαν πως έγινε εκείνη την μέρα, ποιοι ήτα ποιος τους κάλεσε και τι έκαναν.
 
Σ.Κ.: Ποιός χτύπησε τον Λαμπράκη;
 
Β.Λ.: Εγώ θεωρώ απίθανο να είναι ο Εμμανουηλίδης – δεν αγιοποιώ τον Εμμανουηλίδη και τον Γκοτζαμάνη είχαν την συμμετοχή τους. Αλλά δε νομίζω ότι ο Εμμανουηλίδης είναι εκείνος που χτύπησε τον Λαμπράκη, δεν το νομίζω. Και από τα όσα και από τον τρόπο που απολογήθηκε και από άλλα όσα έλεγε μετά. Κάποια στιγμή σε μια συνέντευξη παρουσίασε τον εαυτό του ως σύγχρονο Ντρέιφους.
 
Ότι είχαν συμμετοχή και ήταν μυημένοι και ξέρανε τι γινόταν ναι. Αλλά δε νομίζω ότι ο Λαμπράκης χτυπήθηκε από τον Εμμανουηλίδη. Βέβαια ο εισαγγελέας ο οποίος ήταν εκτός από προσεκτικός και πολύ δίκαιος άνθρωπος κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα από τις καταθέσεις του Βακάλη, γιατί ο Βακάλης λέει ότι είδα τον Εμμανουηλίδη να χτυπάει. Ήταν μια σκοτεινή στιγμή, δεν ήξερε ο καθένας τι γινότανε.
 
Ο Εμμανουηλίδης έχει τις ευθύνες του, ήταν ένα άτομο με ένα παρελθόν βεβαρημένο, ήτανε φαφλατάς και επιπόλαιος, αλλά δε νομίζω ότι ήτανε αυτός που χτύπησε τον Λαμπράκη. Δεν το θεωρώ ότι αυτός σήκωσε το εγκληματικό γκλοπ.
 
Σ.Κ.: Άρα εσείς θεωρείτε ότι υπήρχε ένα πολύ οργανωμένο σχέδιο
 
Β.Λ.: Έτσι είπε και ο Μίκης ο Θεοδωράκης. Είπε ότι αυτό ήταν έργο του παλατιού και της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών. Το είχε συζητήσει με τον Λαμπράκη, με τον οποίο ήταν φίλοι του λέει «ξέρεις κινδυνεύω από αυτούς τους κύκλους», γιατί είχε συμβεί το γνωστό επεισόδιο στον Λονδίνο με τον Αμπατιέλο, την βασίλισσα τον Λαμπράκη και τον υπασπιστή του τότε διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά.
 
Σ.Κ.: Εσείς τι πιστεύετε;
 
Β.Λ.: Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι ο Καραμανλής ήταν ένα από τα θύματα της υποθέσεως δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το έγκλημα. Τώρα για τα άλλα, αφού δεν έφτασε εκεί ούτε η ανάκριση δεν μπορώ να κάνω υποθέσεις.
 
Σ.Κ.: Γιατί υπήρχε αυτή η εκτεταμένη παρουσία του παρακράτους;
 
Β.Λ.:  Το θεωρούσανε ένα αποτελεσματικό τρόπο καταπολέμησης του κομμουνισμού. Έλεγαν «θα πηγαίνουμε θα δημιουργούμε επεισόδια κάποιοι θα φοβούνται να πάνε».
 
Σ.Κ.: Ο Χατζαποστόλου τι είπε;
 
Β.Λ.: Ο Χατζηαποστόλου ήταν πίσω από τον Λαμπράκη και τον είδε να πέφτει. Δε λέει αν τον χτύπησε κάποιος. Όταν είδε αυτό το πράγμα πετάχτηκε πάνω στο τρίκυκλο. Ανέβηκε πάνω στο τρίκυκλο, βρήκε τον Εμμανουηλίδη κάπου εκεί σε μια γωνιά κουλουριασμένο και τον ξυλοκόπησε αγρίως. Είπε ότι ο Εμμανουηλίδης είχε και ένα περίστροφο και τον ανάγκασε να το πετάξει και τον άφησε λιπόθυμο. Από κει και πέρα πήρε κάποιο σκληρό αντικείμενο που βρήκε στην καρότσα έσπασε το παραθυράκι πίσω από την θέση του οδηγού και από κει πήρε ένα κομμάτι γυαλί και άρχισε να αγκυλώνει τον οδηγό. Ο Γκοτζαμάνης στην αρχή δεν έδωσε σημασία, νόμιζε ότι θα του ξεφύγει, αλλά ο Χατζηαποστόλου επέμεινε και άρχισε να τον αγκυλώνει πιο δυνατά, οπότε αναγκάστηκε να στρίψει, μπήκε στην οδό Τσιμισκή και όταν έφτασε στην οδό Σπανδωνή έστριψε αριστερά και ακινητοποιήθηκε. Κατέβηκε, έβγαλε ένα γκλοπ και ξυλοκόπησε αγρίως τον Χατζηαποστόλου. Τότε παρουσιάστηκε ο πυροσβέστης ο Παρταλίδης και είπε τον σταμάτησε. Λέει άσε με να φύγω και θα σου πω, εμπιστευτικά βέβαια. Ο Παρταλίδης όμως τον κράτησε. Ήταν η στολή, όπως λέει ο Δελαπόρτας, ευτυχώς που φορούσε στολή ο Παρταλίδης αλλιώς θα του δίνε και αυτού καμία με το γκλοπ και θα έφευγε. Εκείνη τη ώρα φάνηκε και ο ευσυνείδητος τροχονόμος ο Χαράλαμπος Ασπιώτης στον οποίο τον παρέδωσαν τον Γκοτζαμάνη.
 
Ο Γκοτζαμάνης, του λέει «κάνε πως δε βλέπεις θα φύγω. Είμαι μέσα στην υπηρεσία». Όχι, του λέει και τον συνέλαβε και κανονικά τον παρέδωσε στο 5ο αστυνομικό τμήμα. Αυτοί ήταν οι λόγοι που αποκαλύφθηκε το έγκλημα όπως λέει ο Δελαπόρτας. Ο πρώτος ήταν ο αίλουρος Χατζηαποστόλου που πήδηξε επάνω στο τρίκυκλο, ο δεύτερος ήταν ο ένστολος Παρταλίδης και ο τρίτος παράγων ήταν ο τροχονόμος ο νομοταγής, ο άνθρωπος που εκπλήρωσε μέχρι τέλους το καθήκον του, ο Ασπιώτης.
 
Ο Χατζηαποστόλου ήταν sui generis. Εκεί έκανε τον καθήκον του όταν ανέβηκε στο τρίκυκλο. Αν δεν ήταν ο Χατζηαποστόλου, όπως λέει ο Δελαπόρτας η δικογραφία θα πήγαινε στο κοιμητήριο των αγνώστων δραστών.
 
Σ.Κ.: Έγινε αναπαράσταση στην δίκη;
 
Β.Λ.:  Ναι. Από εκεί κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν το τρίκυκλο που τον έριξε κάτω και τραυματίστηκε και υπέστη το θανατηφόρο. Το χτύπησε πρόσωπο το οποίο δεν έχει μέχρι στιγμής αποκαλυφθεί. Ακούστηκαν διάφοροι αλλά δεν μπορώ να πω τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, ούτε για ποιον λένε. Ο Οδυσσέας Τσουκόπουλος ο δικηγόρος που ήταν πρώτος ξάδερφος του Λαμπράκη είχε κάνει μια έρευνα την οποία άφησε στην κόρη του όταν πέθανε αλλά όταν πέθανε και εκείνη χάθηκαν τα στοιχεία.
 
Σ.Κ.:  Από τότε μου το είχε πει ο Τσουκόπουλος ότι έψαχνε να βρει κάτι.   
 
Β.Λ.: Και εμένα μου είχε πει ότι αναζητούσε κάποιο πρόσωπο αλλά χάθηκαν τα στοιχεία της έρευνας.
 
Σ.Κ.: Και η σύζυγος του Καπελώνη είπε ενδιαφέροντα πράγματα.
 
Β.Λ.: Η Καπελώνη όταν παραπέμφθηκε με το συμβούλιο εφετών στο κακουργιοδικείο ως ηθικός αυτουργός ανθρωποκτονίας μετά από ένα υπόμνημα είπε ότι πήγε στο ανώτατο δικαστήριο στον Άρειο Πάγο και βρήκε την πυραμίδα της δικαιοσύνης. Ρωτήθηκε κατ’ επανάληψη να πει ποιος ήτανε «η πυραμίδα της δικαιοσύνης». Δεν μας είπε ποιος ήταν αυτός. Σημειωτέον ο παραλήπτης του σχολιασμού δεν απάντησε, ούτε κανείς από τον Άρειο Πάγο ούτε πουθενά. Είπαν ότι αυτή είπε ψέματα. Είπε ότι πήγα και με δέχτηκε, δεν το διέψευσε κανείς.
 
Τώρα εγώ δεν μπορώ να πω, έχω γνώμη ποιος ήταν, αλλά δεν μπορώ να την πω εφόσον δεν έχω στοιχεία. Εκεί πράγματι πήγε η Καπελώνη και μάλιστα η κατάθεση της ήταν πάρα πολύ θαρραλέα και ειλικρινής, μπορώ να πω και έκανε πολύ καλή εντύπωση. Σε σημείο που μια αίθουσα γεμάτη από τους δικαστές, το ακροατήριο, από τους ενόρκους, δεν ακουγόταν το παραμικρό. Με κατάνυξη ακούστηκε η κατάθεση της και ήταν πάρα πολύ καλή και διαφωτιστική.       
       
Σ.Κ.: Για τα δεδομένα της εποχής πρέπει να ήταν βόμβα η παραπομπή των αξιωματικών.
 
Β.Λ.: Είχαν προφυλακιστεί και πριν οι αξιωματικοί. Μετά βέβαια στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, τους απήλλαξε από τη κατηγορία της ανθρωποκτονίας, τους απήλλαξε από την κατάχρηση εξουσίας και έμεινε αυτή η φτωχή παράβαση καθήκοντος.
 
Αλλά τότε έγιναν έκτροπα. Επί ώρες τώρα εκεί 10 πόσοι ήταν στημένοι εκεί, χτυπούσαν, έκαναν, φώναζαν ότι «θέλουμε πόλεμο». Δεν μπορούσαν να τους διαλύσουν 180 αστυνομικοί. Δεν πιστεύω να ήταν αυτοί οι ταραχοποιοί περισσότεροι από 180, δεν μπορούσαν να τους διαλύσουν 180 αστυνομικοί με επικεφαλής από κάποιο χρονικό σημείο και μετά τον Μήτσου και μέχρι ενός χρονικού σημείου με επικεφαλής τον αστυνομικό διευθυντή τον Καμουτσή. Μάλιστα και ο Καπελώνης είπε «αν θέλαμε τους διαλύαμε σε ένα λεπτό. Ούτε καν θα ερχόντουσαν αυτοί». Η παρουσία όλη αυτή δείχνει ότι δεν ήταν φυσιολογικά πράγματα.
 
Ο στρατηγός θεώρησε όπως αποδείχθηκε ότι ήταν θύμα των περιστάσεων, ότι άδικα ταλαιπωρείται, ότι ήταν σκευωρία των κομμουνιστών. Μάλιστα το ίδιο είπε και ο Δόλκας, ο διοικητής του τμήματος εθνικής ασφαλείας. Είπε ότι είναι έργο των κομμουνιστών, ότι ο Καπελώνης παρασύρθηκε από την προφυλάκιση και είπε για παρακρατικούς και για συγκεντρώσεις και οργανώσεις. Και μάλιστα όταν ήρθε η δικτατορία έγινε και πρόεδρος του ΟΑΣ (οργανισμός αστικών συγκοινωνιών) ο Δόλκας. Τώρα τι συγκοινωνιακά ήξερε, δεν ξέρω πάντως έγινε πρόεδρος του ΟΑΣ.
 
Σ.Κ.: Ο Μήτσου τι απέγινε;
 
Β.Λ.:  Ο Μήτσου αποστρατεύτηκε τότε και έζησε εδώ στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιποι αποστρατεύτηκαν και χάθηκαν. Ο Καμουτσής αποστρατεύτηκε τότε και δεν ξανακούστηκε. Ο Καπελώνης και αυτός νομίζω αποστρατεύτηκε, αποστρατεύτηκαν όλοι. Ο Παπατριαναταφύλλου ήταν σε υπηρεσία και μετά την μεταπολίτευση, κάπου τον συνάντησα. Είχε παραμείνει ο Παπατριανταφύλλου, ήταν ο διοικητής του 5ου αστυνομικού τμήματος. Οι άλλοι αποστρατεύθηκαν από ότι θυμάμαι. Πάντως δεν είχαν καμία εμφανή δράση από κει και πέρα. Έληξε η ιστορία τους με την υπόθεση και την αθώωση τους.
 
Σ.Κ.: Εσείς;
 
Β.Λ.: Οι σύγχρονοι μου και οι νεότεροι μου μάλλον που πήγαν φυλακή και δεινοπάθησαν… διώχθηκα και εγώ, αλλά αποκαταστάθηκα μετά. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν τόσο κακό αυτό που μας βρήκε. Άλλοι πάθανε χειρότερα…
 
Σ.Κ.: Ήταν το τίμημα που βάλατε στη φυλακή, όχι μόνο τους παρακρατικούς αλλά και τους αξιωματικούς;
 
Β.Λ.: Με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα του Μπούτη, του Στυλιανού Μπούτη.
 
Σ.Κ.: Αλλά θέλω να πω ότι ήθελε θάρρος.
 
Β.Λ.: Πολύ θάρρος ήθελε. Υπήρχε η προκατάληψη. Μπορούσε να χαρακτηριστεί ο δικαστής ως φιλοκομμουνιστής το λιγότερο, εφόσον τα έβαζε με αξιωματικό της χωροφυλακής. Και μάλιστα για τέτοιες υποθέσεις. Ήθελε παλικαριά αλλά εγώ δεν θέλω να ασχοληθώ με την προδικασία.
 
Σ.Κ.: Αρκετοί αποχώρησαν από την δίκη…               
 
Β.Λ.: Κάποιοι πήραν κάποια γραμμή και έφυγαν. Δεν ξέρω αν υπάρχουν εν ζωή… ο Οικονομίδης είναι εν ζωή και μάλιστα έχει πει κατ’ επανάληψη ο άνθρωπος, συγγνώμη  ήταν λάθος που βγήκαμε από τη δίκη, που αποχωρήσαμε. Ο Κατριβάνος ο Σταύρος Ηλιόπουλος, ένας Σοφιανόπουλος, ένας Τζαβέλας, ένας ο Τσουκόπουλος βέβαια, ένας Σταυρόπουλος, ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Θεσσαλονίκης. Αυτοί αποχώρησαν τότε κακώς. Μόλις κατέθεσε νομίζω η Καπελώνη εκείνη τη μέρα έφυγαν
 
Σ. Κ.:  Δηλαδή να ρωτήσω κάτι, εσείς αφού τελειώνει η δίκη και μετά από 4 μήνες γίνεται η δικτατορία.
 
Β.Λ.: Δεν υποπτευόμουν. Άρχισε μια μυστική ανάκριση από την ΚΥΠ και έφτασε εδώ και πήρε κάποιος εισαγγελέας όνομα και μη χωριό, ο εισαγγελέας εφετών, και έκανε ανάκριση χωρίς να με καλέσει και έβγαλε και ένα πόρισμα «ούτος υπό κομμουνιστικών φρονημάτων»
 
Σ.Κ.: Εσείς το είχατε υποψιαστεί;
 
Β.Λ.: Τυχαίως το έμαθα, δεν μου το είπε κανένας, μόνο ο Πρόεδρος του δικαστηρίου με βρήκε κάποτε και μου είπε ξέρεις, σου έχουν βγάλει αυτό και αυτό.
 
Σ.Κ.: Ευχαριστώ πολύ.