Το εκτελεστικό απόσπασμα μπορούσαμε να το γλιτώσουμε υπογράφοντας την περίφημη δήλωση και όμως δεν το κάναμε. Μέσα στην απλή φράση «Κάνεις δήλωση» κρυβόταν ό,τι πιο πολύτιμο έχει να υπερασπιστεί κάποιος: η προσωπικότητά του. Αν είναι έγκλημα ο φυσικός βιασμός, ο ηθικός βιασμός είναι ίσως ακόμα χειρότερο έγκλημα. Αυτό που ο κάθε άνθρωπος και ιδιαίτερα ο νέος φροντίζει και το θέλει ακηλίδωτο είναι η προσωπικότητά του. Ο Λεωνίδας Κύρκος έφυγε από τη ζωή στις 28 Αυγούστου του 2011. Το Tvxs.gr δημοσιεύει ένα αφιέρωμα σε οκτώ μέρη, βασισμένο στις μαρτυρίες που το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς είχε παραχωρήσει στο Στέλιο Κούλογλου.

Ads

Το να σου ζητώ να κάνεις δήλωση, σημαίνει: σου ζητώ να αρνηθείς τον εαυτό σου, την προσωπικότητά σου, να την κηλιδώσεις και να την πετάξεις στα σκουπίδια. Δεν σου το επιτρέπω λοιπόν και σου το αρνούμαι. «Μα θα έχει θάνατο». «Να έχει θάνατο, θα έχεις εσύ την ευθύνη, εγώ θα βαδίσω στο θάνατο γιατί αυτό που είμαι δεν το χαρίζω σε κανέναν». 

Διαβάστε επίσης:

Υπάρχει βέβαια και η φωνή που σε παρακολουθεί από πίσω και σε τριβελίζει για να σου ανοίξει τη διέξοδο. «Επιτέλους», σου λέει, «για ιδέες πρόκειται, μην είσαι τόσο πεισματάρης». Πολλοί άνθρωποι προχώρησαν σε αυτή τη διέξοδο, εντιμότατοι άνθρωποι που δεν είχαν, δεν λέω αυτό το κουράγιο, δεν είχαν την αντίληψη ότι εδώ θίγεται ένα πολύ ουσιαστικό τμήμα της προσωπικότητας και του εαυτού τους. Και έκαναν δήλωση γιατί πίστευαν ότι αυτό που έχει σημασία είναι να ζήσεις και να δείξεις ότι είσαι ένας άνθρωπος καθαρός, έντιμος, αφοσιωμένος.

Ads

Εγώ και πολύς κόσμος της Αριστεράς θέλαμε να επιβεβαιώσουμε με αυτή την απόλυτη άρνησή μας να υπογράψουμε τη δήλωση, την εμπιστοσύνη μας στις ιδέες που κηρύτταμε. Ίσως ήταν λίγο απάνθρωπο. Αν το δεις από απόσταση, είναι πράγματι απάνθρωπο. Θα πρέπει όμως για να γίνει αντιληπτό να το δει κανείς στο πλαίσιο της στιγμής και της εποχής. Ενώ ήμουν μελλοθάνατος στη φυλακή, άκουσα τη «Φωνή της Αλήθειας» να καταγγέλλει τον πατέρα μου. Προδότη τον ανέβαζε, προδότη τον κατέβαζε. Συγκλονίστηκα όπως και πολλοί από τους συγκρατούμενούς μου. Οι οποίοι φυσικά δεν πίστεψαν το σταθμό, γιατί τον μπαρμπα-Μιχάλη τον ήξεραν, τον αγαπούσαν, είχε ζήσει μαζί μας στο κελί πέντε στις φυλακές των Βούρλων και είχε περάσει μια περίοδο μαύρη εκεί.

Απέδιδα τις κατηγορίες εναντίον του πατέρα μου στους τακτικισμούς της «Φωνής της Αλήθειας». Δεν τις πίστεψα φυσικά, ήταν όμως για μένα ένα τραύμα βαρύ. Όταν ο σταθμός έλεγε ότι στο σπίτι του Κύρκου ανεβοκατέβαιναν οι πράκτορες της Ιntelligence και ακουμπούσαν τα σακουλάκια με τις λίρες, έλεγα: «Άι στο διάολο». Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό όταν έβλεπα τη μάνα μου που έφερνε τις ελάχιστες φέτες ψωμί για να φάμε και δεν κρατούσε το δικό της το μερίδιο. Και όταν τη ρωτούσα: «Γιαννούλα», έτσι τη φώναζα, «πού είναι το μερτικό σου;», μου απαντούσε ότι το είχε φάει στην κουζίνα. Και ήξερα καλά πως δεν είχε φάει τίποτα αλλά ότι έκανε ό,τι έκαναν όλες οι μανάδες προκειμένου να εξασφαλίσουν ακόμα και ένα ψίχουλο για τα παιδιά τους.

Όταν πήγα στο δικαστήριο για την αναθεώρηση της δίκης μου, είχα παρακαλέσει τον πατέρα μου να μην έρθει στο δικαστήριο. Είχα μια πολιτική διαφωνία με τον πατέρα μου. Είχε εκλεγεί το 1951 ως βουλευτής της ΕΔΑ και το 1952 έδινε την ψήφο του στην κυβέρνηση Πλαστήρα, με τον οποίο διατηρούσε στενή σχέση. Αυτό ήταν μια μετατόπιση. Και του έλεγα: «Ξέρεις, μπαρμπα-Μιχάλη, καλύτερα δεν θα ήτανε να παραιτηθείς από βουλευτής, αφού με αυτές τις ψήφους εκλέχτηκες. Δεν μπορείς να κάνεις χρήση αυτής της εντολής που δόθηκε σε μια κατεύθυνση, να τη μετατοπίσεις σε μιαν άλλη». Ο πατέρας μου μού έλεγε: «Έχεις άδικο, δεν είναι μόνο ότι εκλέχτηκα από τις ψήφους της ΕΔΑ, κάτι συνεισέφερα κι εγώ σε αυτή την ιστορία, και εγώ και οι άλλοι συνεργαζόμενοι. Μη φτάνετε στο σημείο να νομίζετε ότι όλα είναι δικά σας και εμείς απλώς οι πέντε-έξι συνεργαζόμενοι με την ΕΔΑ, είμαστε νεροκουβαλητάδες και δεν φέρνουμε τίποτα, κάνεις λάθος».

Ο πατέρας μου ήταν ένας αστός δημοκράτης, ακέραιος και ανυποχώρητος στις απόψεις του. Ποτέ δεν θέλησε να παίξει καν με την έννοια του σοσιαλισμού, να παρουσιαστεί ως σοσιαλιστής. Ήταν αυτό που ήταν, ένας αστός δημοκράτης συνεπής και σε όλη του τη ζωή ακέραιος. Οι διαφωνίες του όμως με το κόμμα δεν αφορούσαν μόνο στο ότι έδωσε την ψήφο του στον Πλαστήρα, αφορούσαν και την υποψηφιότητα του Νίκου Μπελογιάννη στις εκλογές.

Ήταν η εποχή που η ΕΔΑ δεν είχε ακόμα στεριώσει στη νομιμότητα, γινόταν του κόσμου οι προσπάθειες να τη βγάλουν παράνομη και να διαλύσουν αυτή την προσπάθεια που τότε ξεκινούσε και που απέδωσε τόσο εξαιρετικά γόνιμα αποτελέσματα. Λίγα χρόνια αργότερα,το ’58, η ΕΔΑ ήταν πια το δεύτερο κόμμα, ήταν αξιωματική αντιπολίτευση. Ο πατέρας μου φοβόταν, και δικαίως, ότι μια υποψηφιότητα όπως του Νίκου Μπελογιάννη μπορούσε να τινάξει στον αέρα το οικοδόμημα της νομιμότητας της ΕΔΑ. Και έλεγε ότι θα πρέπει να σκεφθούμε αν θα διακινδυνεύσουμε ή αν θα αρνηθούμε αυτή την υποψηφιότητα, στην οποία επέμενε η ηγεσία του κόμματος στο Βουκουρέστι. Και εκεί επήλθε η ρήξη. Πιστεύω, αντίθετα με άλλους συντρόφους μου, ότι ο μπαρμπα-Μιχάλης είχε δίκιο, ότι δηλαδή εκείνη η υποψηφιότητα χωρίς να προσφέρει τίποτα ουσιαστικό θα έθετε σε κίνδυνο όλο το οικοδόμημα της ΕΔΑ. Το κόμμα άρχισε τότε να κρατά σε απόσταση τον πατέρα μου. Και με τον ζαχαριαδικό τρόπο με τον οποίο έλυνε τις διαφορές του, άρχισε το υβρεολόγιο εναντίον του. Επειδή διαφωνούσα πολιτικά με τον πατέρα μου και επειδή στο στρατοδικείο ήθελα να δικαστώ εγώ και όχι ο γιος του πατέρα μου, γι’ αυτό του έλεγα: «Μην έρθεις στο στρατοδικείο μπαρμπα-Μιχάλη, άσ’ το, θα είναι μια ώρα δύσκολη, θα την περάσουμε, μην είσαι μπροστά». Ήταν σαν να του είπα να είσαι παρών+ την ώρα που άρχιζε η δίκη εκείνος ήταν μπροστά.

Σηκώθηκα κι εγώ να απολογηθώ και με τη νοοτροπία μου της εποχής εκείνης, μίλησα για το θέμα των σχέσεων με τον πατέρα μου, που ήταν επίκαιρο γιατί τότε ο μπαρμπα-Μιχάλης είχε ψηφίσει το σύνταγμα ενώ όλοι οι άλλοι το είχαν καταψηφίσει. Είπα στο δικαστήριο ότι εγώ θέλω να δικάσετε εμένα και όχι το γιο του πατέρα μου, και δεν θέλω να βρείτε ένα λόγο επιείκειας διότι είμαι ο γιος του πατέρα μου. Με τον πατέρα μου αυτή τη στιγμή βρίσκομαι σε πολιτική διαφωνία αλλά είμαι βέβαιος, γιατί τον ξέρω, τον έχω ζήσει, ότι είναι ένας αγνός και συνεπής δημοκράτης. Είμαι βέβαιος ότι οι δρόμοι μας θα σμίξουν και πάλι στο μέλλον παρά αυτή τη στιγμιαία διαφωνία που έχουμε.

Τελικά το δικαστήριο μείωσε πολύ τις ποινές μας. Γυρνώντας όμως στη φυλακή είδα τα μούτρα των συντρόφων μου κατεβασμένα. Διότι μου το έλεγαν οι σύντροφοι ότι η φυλακή περίμενε μια άλλη στάση. Το τυπικό στις περιπτώσεις αυτές ήταν να πεις: «Αποδοκιμάζω και καταγγέλλω τον τάδε για τη στάση του κ.λπ.».Εγώ ούτε αποδοκίμασα ούτε κατήγγειλα, μίλησα για την πολιτική διαφωνία με τον πατέρα μου και για το αύριο, σκέψη που επιβεβαιώθηκε. Ύστερα από λίγο καιρό το κόμμα έκανε την αυτοκριτική του απέναντι στον μπαρμπα-Μιχάλη και ο πατέρας μου βγήκε ξανά βουλευτής στις βουλευτικές εκλογές του 1958.

Όπως στις θρησκευτικές αιρέσεις Η καταγγελία των διαφωνούντων συντρόφων από συντρόφους ήταν μια συνήθης τακτική, με αποτέλεσμα να φτάνουμε σε κωμικές ή τραγικές καταστάσεις. Θυμούμαι την τραγική περίπτωση της Αύρας Παρτσαλίδη. Το σύζυγό της τον Μήτσο Παρτσαλίδη τον κατήγγειλε μια φορά το Πολιτικό Γραφείο ή η Κεντρική Επιτροπή ως προδότη, ύστερα από λίγο τον επανενέταξε και έσβησε την κατηγορία της προδοσίας, και μετά τον χαρακτήρισε σαν αντικομματικό στοιχείο.

Σε αυτό το ενδιάμεσο διάστημα η Αύρα εμφανίζονταν στο δικαστήριο και όταν φώναζε ο πρόεδρος του δικαστηρίου το όνομα «Αύρα Παρτσαλίδη», εκείνη σιωπούσε παρότι ήταν παρούσα. «Αύρα Παρτσαλίδη». Σιωπή. «Αύρα Παρτσαλίδη, είστε εδώ, κυρία μου». Σηκωνόταν αυτή και έλεγε: «Αύρα Βλάσση, το πατρικό μου. Με τον κύριο Παρτσαλίδη δεν έχω καμία σχέση και αποδοκιμάζω και καταγγέλλω τη συμπεριφορά του». Ύστερα από λίγο το ίδιο δικαστήριο φώναζε: «Αύρα Βλάσση», Σιγή. «Αύρα Βλάσση,εσείς δεν είστε κυρία μου». «Ναι, αλλά είμαι η κυρία Αύρα Παρτσαλίδη», έλεγε, διότι εν τω μεταξύ η κομματική γραμμή είχε αλλάξει.

Από την ιστορία έχει φανεί ότι δεν υπάρχουν χειρότερες συγκρούσεις από τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές. Στη θρησκεία, η πάλη των αιρέσεων οδηγούσε εύκολα τους ανθρώπους στην πυρά. Στο χώρο των ιδεών και των ιδεολογιών, η διαφωνία στο όνομα της καθαρότητας και της αυστηρότητας στην εφαρμογή των ιδεών οδηγούσε στην εξόντωση. Ήτανε μια άλλη μορφή Ιεράς Εξέτασης. Θυμάμαι μια φορά, με τον Πασχάλη Δούκα μέναμε στο ίδιο κελί, στην Κέρκυρα. Εγώ διάβαζα την “Ιστορία των θρησκειών” του Ράνσιμαν. Κοιμόταν ο Πασχάλης και σε μια στιγμή εγώ έβαλα κάτι δυνατά γέλια. Ξύπνησε. «Τι γελάς, ρε παιδί μου, τέτοια ώρα… κοιμήσου. Με ξυπνάς κι εμένα». Δεν μπορούσα όμως να σταματήσω να γελώ. Γιατί είχα φτάσει σε ένα κεφάλαιο όπου μιλούσε για τις αιρέσεις, για τους μονοφυσίτες και δεν ξέρω για ποιους άλλους, και ξαφνικά μου ήρθε στο μυαλό να αλλάξω τα ονόματα.Και εκεί που το βιβλίο μιλούσε για τον Άρειο, εγώ έβαλα τον Χρουστσόφ, στη θέση του Χριστού έβαλα τον Στάλιν, και ξαφνικά ήρθε μπροστά μου η εικόνα όλων αυτών των πολιτικών και ιδεολογικών σύγχρονων αντιπαραθέσεων με παλιά ονόματα και μου φάνηκε ξεκαρδιστικό το άκουσμα και γι’ αυτό γελούσα.

Η πιο τραγική όμως περίπτωση καταγγελίας συντρόφου από τους συντρόφους, από το κόμμα, ήταν η περίπτωση του Νίκου Πλουμπίδη, ενός ανθρώπου βγαλμένου από τα σπλάχνα του κομμουνιστικού κινήματος. Την εποχή που τον κατηγορούσαν, ήμουν διευθυντής στην “Αυγή”. Μαζί με τον Σπύρο Λιναρδάτο που έκανε το πολιτικό ρεπορτάζ, γράφαμε σχόλια και άρθρα. Δεν είχαμε πιστέψει τις κατηγορίες εναντίον του Πλουμπίδη. Θυμούμαι μάλιστα ότι είχα γράψει ένα σχόλιο όπου έλεγα ότι στα υπόγεια της Ασφάλειας χαλκεύονται κατηγορίες κατά του Νίκου Πλουμπίδη. Την άλλη μέρα, η Ασφάλεια έκανε μήνυση στην “Αυγή” για περιύβριση αρχής. «Χαλκεύονται», μας είπαν, «τι θα πει χαλκεύονται;» Ύστερα από λίγο εκλέχτηκα βουλευτής στο Ηράκλειο, γι’ αυτόν ειδικά το λόγο: για να καλύψω την εφημερίδα με τη βουλευτική ασυλία και έτσι η ποινική δίωξη δεν συνεχίστηκε.

Ο Λιναρδάτος αφηγείται ότι ο Πλουμπίδης είχε ζητήσει να τον συναντήσει. Ο Σπύρος ήθελε να γίνει αυτή η συνάντηση. Ο Βασίλης Εφραιμίδης, που ήταν τότε διευθυντής της “Αυγής”, του είπε: «Τι νόημα τώρα έχει, Σπύρο, και να σου δώσει συνέντευξη ο Πλουμπίδης αφού δεν μπορούμε να τη δημοσιεύσουμε;» Κι έτσι ματαιώθηκε η συνέντευξη. Πάντως η “Αυγή” σαν εφημερίδα δεν πίστεψε τις αθλιότητες εναντίον του Πλουμπίδη και το εκδήλωσε στο μέτρο που μπορούσε, υπαινικτικά. Διότι η “Αυγή” ήταν όργανο το οποίο εξέφραζε τις απόψεις όχι μόνο της νόμιμης ηγεσίας της “ΕΔΑ” αλλά και τις απόψεις του «βουνού», όπως αποκαλούσαμε τότε την ηγεσία του “ΚΚΕ” στο Βουκουρέστι.

* Ολόκληρη η μαρτυρία του Λεωνίδα Κύρκου στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τον εμφύλιο και την ελληνική αριστερά» (εκδόσεις “Εστία”)