Από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη:

Ads

18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.

19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).

20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.

Ads

Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.

Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.

Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του.

Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: “Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940″.
Οι φαντάροι γελούνε χοντρά.

7/1/1941

Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου;

19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.

Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.

-Τι μέρα είναι σήμερα;
-Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ “ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ”
Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ/ΕΥΘΥΝΗ


από το ημερολόγιο του Γεωργίου Ρούσσου:

Ο Μελάς με τσατίζει. Πηγαίνει στην πρώτη γραμμή και κάνει τάχα επιτόπιο ρεπορτάζ. Μπαρούφες. Δημοσιογραφία εντυπώσεων. Ύμνοι και κόντρα ύμνοι. Πώς είναι δυνατόν να γράψεις για το τι συμβαίνει όταν έχεις από πάνω σου δυο λογοκρισίες; Τη μια, του μικρού Επιτελείου που εδρεύει στα Γιάννινα, και την άλλη, του μεγάλου Επιτελείου στην Αθήνα; Εγώ προτίμησα μια άλλη γραμμή. Πηγαίνω κάθε μεσημέρι στα νοσοκομεία και κουβεντιάζω με τους τραυματίες, φαντάρους και αξιωματικούς. Μου λένε τα πάντα. Εντυπωσιακό στοιχείο: Κανείς δεν γκρινιάζει. Για τίποτα! Κι ας είναι όλοι με κρυοπαγήματα, με σφαίρες στα πλευρά, με κομμένα άλλος χέρια, άλλος πόδια.

Ο Μανιαδάκης έστειλε έναν ταγματάρχη της Ειδικής Ασφάλειας, τον Πολιτόπουλο, στον Παπακωνσταντίνου και σ’ εμένα για να του πούμε τι βλέπουμε στο Μέτωπο, επειδή είμαστε γνωστοί αντικαθεστωτικοί. (…) Του τα ‘πα χύμα. Και κυρίως του μίλησα για τους μόνιμους αξιωματικούς, πολλοί από τους οποίους κάνουν το παν για να μην προωθηθούν στη ζώνη των επιχειρήσεων, αλλά να μείνουν στις μεγάλες πόλεις – κυρίως στα Γιάννινα.

Κρυώνω πολύ και φοβάμαι. Γίνονται δυο βομβαρδισμοί τη μέρα. Κι έχουμε κι έξι εφτά συναγερμούς. Τρέχω συνεχώς. Για ν’ αποφύγω τις βόμβες αλλά και για να ζεσταίνομαι. Τα καταφύγια πάντως μάπα. Έτσι και πέσει βόμβα, ούτε κοκαλάκι δεν θα μείνει.

Υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις, όχι μόνο σε πολεμοφόδια, αλλά και σε τρόφιμα και σε φάρμακα. Και οι μετακινήσεις δράμα. Πολλοί αεροκοπάνε. Φλεβάρης, τώρα, και σε μια αποθήκη βρέθηκαν κουραμπιέδες που έπρεπε να έχουν διανεμηθεί στους φαντάρους από τα Χριστούγεννα! Καταλαβαίνεις τι λούστροι υπάρχουνε;

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ από το βιβλίο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

από το βιβλίο του Κώστα Χατζηχρήστου:

Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ είναι ένα απόγευμα, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Είχαμε βγει περίπολο. Σε κάποια στιγμή είδα κάτι να σαλεύει σε κάτι θάμνους. Αλτ! φωνάζω, και ξεπετάγονται δυο Ιταλοί φωνάζοντας ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Ρίχτους, ακούω τη φωνή του λοχαγού πίσω μου. Έντρομοι οι Ιταλοί μου φωνάζουν ΦΡΑΤΕΛΟ – ΦΡΑΤΕΛΟ. Τι να κάνω τώρα; Βλέπεις υποχωρούσαμε τότε, γιατί είχαν μπει οι Γερμανοί. Τους σημαδεύω, αλλά βλέπω ότι είχα να κάνω με δυο αμούστακα παιδιά, σχεδόν στην ηλικία μου. Αϊ στο διάολο λέω, και τους πάω πίσω ζωντανούς.

Τους βλέπει ο λοχαγός, θεριό σωστό, λύκος σκέτος. “Τι είν’ αυτούνοι;” μου λέει άγρια! “Ιταλοί”, του λέω εγώ. “Και γιατί τους έφερες εδώ, δεν σου είπα ρίχτους;” Τσατίζομαι εγώ, παιδί τότε και το αίμα μου έβραζε. Του δίνω το όπλο και του λέω: “Ρίχτους εσύ που είσαι και ζόρικος!” Ο λοχαγός με κοίταξε λιγάκι και μετά μου λέει: “Πώς σε λένε ρε;” “Κώστα Χατζηχρήστο” του λέω. Αυτός χαμογέλασε και μου λέει μαλακά, πάρτους, δέστους σε κανένα δένδρο, άστους και ψωμί και θα τους βρούνε οι δικοί τους. Εμείς σε μια ώρα φεύγουμε και οι Ιταλοί θάναι εδώ σε δυο, τρεις ώρες. Κι έτσι γλίτωσαν οι δυο κοκορόφτεροι Ιταλοί.

από το βιβλίο του Πέτρου Γεωργιόπουλου “Ο ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ ΤΑ ΛΕΕΙ …ΟΛΑ”
Εκδόσεις ΣΜΠΙΛΙΑΣ

«Ο Τσόγτσιλ και η καγαβάνα»

Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται μια συνομιλία του με τον Τσαρούχη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, όταν και οι δύο υπηρετούσαν ως στρατιώτες:

Ο Τσαρούχης όμως ήταν απόμακρος, δεν πίστευε τίποτε απ’ όλα αυτά. Κρυφογελούσε σαρκάζοντας. Δεν πίστευε καθόλου πως η ζωή θ’ αλλάξει, ότι οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι, ότι θα σταματήσουν οι πόλεμοι.

“Μα είναι δυνατό, Γιάννη”, του ‘λεγα εγώ, “είναι δυνατό να μην πιστεύεις ότι ο κόσμος θ’ αλλάξει ύστερα απ’ αυτό τον ολέθριο πόλεμο, ύστερα απ’ αυτόν το χαλασμό και την κοσμογονία; Δεν πιστεύεις ότι η ζωή θα γίνει καλύτερη, ότι οι σύμμαχοι θα συνεργαστούν για ν’ απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την αθλιότητα, τη δυστυχία, την κοινωνική ανισότητα και τα δεινά των πολέμων;”
“Μα για ποιους συμμάχους μου μιλάς, Λυκούγο; Ποιοι είναι αυτοί οι καλοθελητές και ομοφγονούντες σύμμαχοι, που θ’ απαλλάξουν την ανθγωπότητα από τα δεινά, για τα οποία και αυτοί οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι;”
“Μα είναι οι σύμμαχοί μας, Γιάννη μου”, του λέω εγώ. “Οι σύμμαχοί μας ενάντια στο φασισμό!”
“Ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοι; Ονόμασέ τους”.
“Μα ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ και ο Στάλιν”, του απαντώ.
“Αχ, Καλλέγη, πόσο είσαι αφελής”, μου λέει. “Μου μιλάς για τον Τσόγτσιλ! Μα αγαπητέ μου, αν ο Τσόγτσιλ ήτανε τώγα εδώ κοντά μας και ετούτος ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ξέγεις τι θα σου ‘λεγε;”
“Τι θα μου ‘λεγε;”
“Θα σου ‘λεγε: Βγε Καλλέγη, δώσε μου την καγαβάνα σου να φάω για να μη λεγώσω τη δικιά μου. Κι ούτε καν θα σε παγακαλούσε. Και θα σου άνοιγε στα γήγογα ένα καινούγιο μέτωπο, κι εσύ θα ήσουν πάλι στην πγώτη γαμμή να πολεμάς, ενώ ο Τσόγτσιλ, αφού θα είχε ντεγλικώσει με την καγαβάνα σου, θα κάπνιζε μακάγια το πούγο του σε κάποιο παλάτι στο Λονδίνο. Κάτι ανάλογο θα μπογούσαν να σου ζητήσουν και οι άλλοι σύμμαχοι, και ο Γούζβελτ και ο Στάλιν. Όλοι αυτοί, κατά κανόνα, την καγαβάνα τους ποτέ δεν τη λεγώνουν”.

Αυτός ήταν ο Τσαρούχης. Με μια αλληγορία και δυο καυτά λόγια ξόφλησε τη μεγάλη και τρανή συμμαχία των Μεγάλων, που τόσες και τόσες προσδοκίες κι ελπίδες στήριξε σ’ αυτήν η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα η χώρα μας. Αυτή είναι μια από τις πιο ζωντανές μνήμες που μου έμειναν από το έπος της Αλβανίας. Το δυστύχημα είναι ότι ο Τσαρούχης βγήκε δικαιωμένος.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ “ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ” Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ


από το Χρονικό 1940-1944 των Α. και Κ. Κύρου:

Το παρακάτω περιστατικό έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1941:

Πενήντα ή εξήντα ανάπηροι, με τα πόδια ή τα χέρια κομμένα, άλλοι με τα καροτσάκια των και άλλοι με τις πατερίτσες των, ενεφανίσθησαν εμπρός εις το Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτου. Οι καραμπινιέροι, οι οποίοι εφρουρούσαν ακόμη εκεί, απεπειράθησαν εις την αρχήν να τους εμποδίσουν. Αλλ’ ήτο τόσον επιτακτική και περιφρονητική η χειρονομία, με την οποίαν οι επικεφαλής ανάπηροι τους διέταξαν -ναι, τους διέταξαν!- να παραμερίσουν, ώστε υπεχώρησαν και τους άφησαν να περάσουν. Οι ανάπηροι εσχημάτισαν ημικύκλιον γύρω από το Μνημείον και τρεις επροχώρησαν διά να καταθέσουν ένα απέριττον δάφνινον στέφανον. Ο ένας εκ των τριών αναπήρων, που μόλις κατώρθωνε να βαδίση με τα “ξυλοπόδαρά” του, εστάθη εις προσοχήν και είπε:
“Νεκροί ήρωες, αδέλφια μας,
Έχουμε πολλά να σας πούμε. Αλλά καταλαβαίνετε ότι, με τις σημερινές συνθήκες, αυτά που θέλουμε να σας πούμε δεν μπορούμε να τα πούμε δυνατά. Εσείς, όμως, δεν έχετε ανάγκη από φωνές και λόγια για να μας καταλάβετε… Ακούστε τι έχουμε να σας πούμε:…”
Εδώ εσώπασε διά δύο λεπτά. Και μία νεκρική σιγή επεκράτησε κατά την συνταρακτικήν αυτήν σκηνήν.
Έπειτα, κατέληξεν απλά:
“Τώρα, σας είπαμε ό,τι θέλαμε να μάθετε. Είμαστε βέβαιοι, ότι μας νοιώσατε”.
Ποτέ άλλοτε δεν ελέχθησαν ωραιότερα λόγια ενώπιον του Εθνικού Μνημείου, από εκείνα που δεν ήκουσαν αυτιά θνητών το πρωινό της 29ης Οκτωβρίου 1941…

από το βιβλίο “ΧΡΟΝΙΚΟΝ 1940-1944, ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΤΙΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΙΟΔΟΣΙΑ”
“από τις προσωπικές σημειώσεις των δημοσιογράφων Αχιλλέως και Κύρου Αδ. Κύρου”

«25η Μαρτίου 1942» από τον Γ. Καφταντζή

Ο Γιώργος Καφταντζής διηγείται τι συνέβη στη δοξολογία που έγινε στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης στις 25 Μαρτίου του 1942:

Η 25 Μαρτίου 1942 ήταν μια παγωμένη μέρα με δυνατό βαρδάρη. Αποβραδίς πολλά συνεργεία του ΕΑΜΝ έγραψαν συνθήματα στους τοίχους και κατέθεσαν λουλούδια στα ηρώα της Θεσσαλονίκης. Και την άλλη μέρα το πρωί οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην Αγια Σοφιά, που οι πληγές της απ’ το βομβαρδισμό των Ιταλών ήταν ανοιχτές ακόμα. Στη δοξολογία χοροστατούσε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, μα δεν είπε λέξη ως το τέλος για τη μεγαλύτερη εθνική γιορτή του σύγχρονου ελληνισμού. Μόλις όμως ειπώθηκε το “δι’ ευχών” της απολύσεως, ένας φοιτητής φώναξε δυνατά μέσα απ’ το πλήθος: “Ζήτω η Ελλάδα!” Η συγκλονιστική εντύπωση της κραυγής εκείνης κάτω απ’ τους αυστηρούς θόλους της αρχαίας εκκλησίας ήταν σαν αστραπόβροντο σε αίθριο ουρανό. Αμέσως μια δεύτερη φοιτητική φωνή ακούστηκε το ίδιο καθάρια και ζεστή: “Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα!” και τότε όλο το εκκλησίασμα σαν ηλεκτρισμένο επανέλαβε ένα μυριόστομο “Ζήτω!” που έκανε να ταραχτεί παράξενα η εκκλησία. Πολλοί κλαίγανε, άλλοι δάγκαναν τα χείλια να μη δακρύσουν, μερικοί σφίγγανε τις γροθιές.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΦΤΑΝΤΖΗΣ “ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ” Εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ

από τα Τετράδια Ημερολογίου του Γιώργου Θεοτοκά:

22 Νοεμβρίου 1941
Το θέαμα ανθρώπων που πέφτουν στο δρόμο από την πείνα έχει γίνει κάτι απλό, καθημερινό. Μερικοί στέκουνται, προσπαθούν να βοηθήσουν με κάτι φαγώσιμα ή με λίγα χρήματα, ξέροντας πόσο ασήμαντη είναι η βοήθειά τους. Οι περισσότεροι κάνουν πως δε βλέπουν. Με τι εκπληκτική ευκολία γίναμε αναίσθητοι!
Σε ορισμένες στιγμές νιώθω τόση ντροπή, σα να ήμουνα εγώ ο υπεύθυνος για ό,τι συμβαίνει.

4 Δεκεμβρίου 1941
Χειμώνας δυνατός και πρόωρος.
Η πείνα έχει απλώσει τη φοβερή σκιά της παντού.
Η Αθήνα γίνεται ένας τόπος φρίκης.
Στην οδό Κηφισίας, στην οδό Σταδίου, στην οδό Πανεπιστημίου άνθρωποι πέφτουν αναίσθητοι από την πείνα.
Το κάρο που κουβαλά τους πεθαμένους.

1943
Γενικά το πλήθος έδειξε συμπόνια και συμπάθεια στους Ιταλούς και προσπάθησε να τους βοηθήσεις, δίνοντάς τους ρούχα πολιτικά και, σε πολλές περιπτώσεις, κρύβοντάς τους όπως έκρυβε στα 1941 τους Άγγλους για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί. Είναι παράξενος λαός οι συμπατριώτες μου, με αντιδράσεις απροσδόκητες και, όπως είδαμε τόσες φορές τα τελευταία χρόνια, μ’ ένα βάθος ανθρωπισμού εξαιρετικού. Ενώ, δυο χρόνια τώρα, όλος ο πληθυσμός βυσσοδομούσε εναντίον των Ιταλών και απειλούσε πως, όταν θα φεύγουν θα τους κάνει και θα τους δείξει, ξαφνικά, μόλις τους είδε πεσμένους, τους λυπήθηκε. Κανέναν δεν πείραξε και ίσια – ίσια τους βοηθεί με κάθε τρόπο, θαρρείς πως μόλις καταθέσανε τα όπλα και διαλύθηκε ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εμάς η ατμόσφαιρα του πολέμου, ξαναήρθε αυτόματα στην επιφάνεια κάποια κρυμμένη αλληλεγγύη προς τους “ανθρώπους που μας μοιάζουν”.

Ίσως πάλι, κατά πρώτο λόγο, είναι η απλή αλληλεγγύη ανθρώπου προς άνθρωπο, προς τον εχθρό που, πέφτοντας, ξαφνικά ξαναγίνεται “άνθρωπος”.
Χαίρουμαι γι’ αυτό που σημειώνω. Είναι κάτι πολύτιμο. Φανερώνει πως η ηθική ζωή αυτού του λαού έχει ορισμένες γερές βάσεις, πως τα βαθύτερα ένστικτά του είναι καλά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ “ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ”, Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

από διήγηση του Φοίβου Τσέκερη:

Θα ‘θελα να περιγράψω ένα περιστατικό που συνέβη μια σκοτεινή, όπως όλες τότε, νύχτα χειμωνιάτικη. Πρωταγωνιστής ήτανε ο Νείλος Μαστραντώνης, σπουδαστής του Πολυτεχνείου, που κάποτε ο λαός μας θα τον τοποθετήσει πλάι στις μεγάλες μορφές του Εθνικοαπελευθερωτικού μας Αγώνα.

Κατεβαίναμε την οδό Τοσίτσα μια ομάδα σπουδαστών του Πολυτεχνείου. Είχαμε σκοπό να γράψουμε συνθήματα στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Συναντήσαμε στη γωνία Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας ένα συνεργείο από μαθητές του 5ου Γυμνασίου να γράφει ΕΠΟΝίτικα συνθήματα στον τοίχο του Πολυτεχνείου. Τους είπαμε να τον περιποιηθούν καλά τον τοίχο του σχολείου μας. “Καλλιγραφικά γράμματα, συναγωνιστές, και προπάντων όχι ανορθογραφίες!” Απομακρυνθήκαμε προς την Πατησίων. Σε λίγα λεπτά ακούσαμε απ’ το μέρος που γράφανε οι μαθητές πυροβολισμούς, ριπές αυτομάτων, τρεχαλητά και φωνές γερμανικές και μετά απόλυτη ησυχία. Τρυπώσαμε στο αλσύλλιο, που είναι μπροστά στο Μουσείο, και περιμέναμε. Σε λίγο ο Νείλος, που ήταν επικεφαλής του συνεργείου μας, μας είπε: “Περιμένετε. Πάω να δω τι έγινε”. Πράγματι, σε λίγο γύρισε και μας είπε: “Όλα εντάξει. Τα παιδιά το σκάσανε”.

Συνεχίσαμε με κέφι και βάψαμε ένα μεγάλο μέρος της 3ης Σεπτεμβρίου. Όταν τελειώσαμε και χωριζόμαστε, ο Νείλος μας λέει: “Τώρα θα σας αποκαλύψω κάτι που δε θέλησα να σας το πω πιο πριν, για να μη δειλιάσετε. Προηγουμένως που πλησίασα στο σημείο που γράφανε τα παιδιά, είδα στο πεζοδρόμιο της οδού Μπουμπουλίνας το σώμα του μαθητή που έγραφε. Τον σκότωσαν οι Γερμανοί”.

από το βιβλίο του ΧΑΡΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ “Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ”
Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΟΤΤΗ

από τα Φύλλα Κατοχής της Ιωάννας Τσάτσου:

21 Δεκέμβρη 1943
. Σήμερα μέσα στις άλλες μια γυναίκα ήρθε στο Γραφείο. Γλυκειά, δειλή, με πλησίασε και μου είπε σιγά: “Έχω το γιο μου φυλακισμένο στο Χαϊδάρι. Μέρες τώρα προσπαθώ να τον δω και δεν μπορώ. Τον λένε Δεϊμέζη. Μήπως ξέρετε τίποτα; Μήπως έγινε κανένα κακό;” Μόλις άκουσα το όνομα, πάγωσα. Το θυμόμουνα. Το είχα δει μέσα στους τελευταίους καταλόγους των σκοτωμένων ομήρων… Δεν είχα τη δύναμη να πω την αλήθεια, μα πάλι ούτε ψέματα στα γαλανά μάτια που με κοίταζαν με απόλυτη εμπιστοσύνη… Με κοίταζε και περίμενε με υπομονή… “Τον έχουν πάρει από το Χαϊδάρι”, είπα σιγά. “Δεν τον βρίσκω πουθενά”. Για λίγα λεπτά έμεινε σιωπηλή. Ένας σπασμός στο λαιμό έδειχνε όλη της τη συγκίνηση. Έπειτα με κόπο απάντησε: “Ίσως να τον έχουν σκοτώσει”. Της πήρα το χέρι. Το στομάχι μου και το κεφάλι μου πονούσαν φριχτά… “Κατεβαίνομε μαζί;” ρώτησα δειλά. Και σηκωθήκαμε. Προχωρήσαμε στο δρόμο. Ούτε ο καλός ήλιος του χειμωνιάτικου μεσημεριού, ο ζεστός, ο μαγικός ήλιος μπόρεσε να βοηθήσει. Έμοιαζε σαν ψεύτικο σκηνικό και μας άφησε παγωμένες και τις δύο. Στο σπίτι κάθησα μηχανικά στο τραπέζι… Ένιωσα όλα να γυρίζουν γύρω μου. Σηκώθηκα, πήγα με κόπο στο κρεβάτι μου, ξέσπασα σ’ ατέλειωτο αναφυλλητό. Έχω τσακίσει, δεν κυβερνώ τα νεύρα μου πια.

22 Δεκέμβρη 1943. Το πρωί στο γραφείο, μέσα στα άπειρα πρόσωπα ήταν πάλι το πρόσωπό της. “Αφήστε με να καθίσω, αφήστε με να έρχομαι” μου είπε. Και στο σπίτι ακόμα, όπου γυρίσω, βλέπω τα μάτια της να με κοιτάζουν. Νιώθω το χάος κάτω από τα πόδια μου.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ”

Η Ιωάννα Τσάτσου για τον Χρήστο Καρβούνη
:

Αντιγράφω πάλι από τη Ημερολόγιό μου:

27 Νοέμβρη 1943
Όλη τη νύχτα κατακλυσμός η βροχή, δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Μα το πρωί άνοιξα το παράθυρο στην πιο λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα. Η γη ήταν πλυμένη, πεντακάθαρη. Ο ήλιος φωτεινός και ζεστός, σαν ήλιος Αυγούστου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα η ίδια το ακουστικό και άκουσα την είδηση:

“Στη Σπάρτη, στο Μονοδένδρι τουφέκισαν χτες οι Γερμανοί εκατόν δέκα εφτά, όλο τον ανθό της πόλης και μέσα σ’ αυτούς το Χρήστο Καρβούνη”. Έμεινα σαν απολιθωμένη. Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελα να καταλάβω. Ο άνθρωπος ξαναείπε τα ίδια λόγια, τον ακούω ακόμα. Χτες το πρωί στο Μονοδένδρι τουφέκισαν εκατόν δέκα εφτά. Τέσσερα παιδιά του Τζιβανόπουλου και τον γιατρό Καρβούνη. Κάθε σπίτι κι ένας νεκρός. Όλη η Σπάρτη μοιρολογάει. Αν είχε καεί ολόκληρη, θάταν λιγότερο το κακό.
-Μα γιατί; μπόρεσα να ρωτήσω.
-Σκότωσαν ένα γερμανό στρατιώτη στο Μονοδένδρι, μου είπε πάλι ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του ακουστικού.

Πήγα στο γραφείο για την ημερήσια δουλειά. Σαν αυτόματο άκουα τα προβλήματα του κόσμου. Και το πρωί, και τώρα το βράδυ, μια σκέψη είναι πάντα εκεί και δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω: “Ο Χρήστος Καρβούνης δεν θα δει ζωντανός ελεύθερη την Ελλάδα”. Αυτή η μεγάλη του λαχτάρα που τον έκανε να κινεί γη και ουρανό, να ζει και να πεθαίνει κάθε στιγμή, βούλιαζε μες στο χάος των ανεκπλήρωτων.

Προσπαθώ να θυμηθώ το Μονοδένδρι. Είχα περάσει από κει πηγαίνοντας προς τη Σπάρτη. Με είχαν ζαλίσει οι γυμνές κορδέλλες.

28 Νοέμβρη 1943
Ήρθε κάποιος από τη Σπάρτη. Τον άκουσα ώρες να μιλάει για τον θάνατο του Ανθρώπου. Οι θρύλοι γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Τούτο όμως είναι ιστορία. Οι Γερμανοί την τελευταία στιγμή σεβάστηκαν τον εξαιρετικό επιστήμονα και τούδωσαν χάρη. Ο Καρβούνης παρακάλεσε να δοθεί η δική του χάρη σ’ ένα από τους τέσσερις Τζιβανόπουλους. Να μη κλάψει η μάνα τέσσερις γιους μαζί. (Για πολύ καιρό η κυρία Τζιβανοπούλου έστρωνε το πρωί τα κρεβάτια των γιων της και τα ξέστρωνε το βράδυ). Ο γερμανός αρνήθηκε. Τότε ο Καρβούνης επαναστάτησε.

-Είστε ένας λαός βάρβαρος, είπε στον αξιωματικό, σε τέλεια γερμανικά. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια πεταμένα, χαμένα.
Ο γερμανός θύμωσε, κοκκίνισε και με όλη τη δύναμή του τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο.

Όταν μάζεψαν τους νεκρούς στο Μονοδένδρι, ο Χρήστος Καρβούνης είχε το μπράτσο σπασμένο”.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΚΥΔΑΘΗΝΑΙΩΝ 9″ Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ / ΕΥΘΥΝΗ

από τις μνήμες κατοχής του Τάκη Μπενά:

Ο Τζέμος. Δωδεκανήσιος, το ‘χε σκάσει από τα σκλαβωμένα νησιά και στον πόλεμο του ‘40 βρέθηκε εθελοντής στο Αλβανικό. Γύρισε ανάπηρος στο πόδι, περπατούσε με μπαστούνι. Γενναίος άνθρωπος το ‘χε δείξει, μα προπαντός όμορφη ψυχή. Γλύκα, όλο με το γέλιο ήτανε. Και αγωνιστής πρώτος. Βγήκε Πρόεδρος της τάξης μας, σχεδόν παμψηφεί. Κύλησε το ‘42 και το μισό ‘43, με τον Τζέμο Πρόεδρο των πρωτοετών και πρώτο στις διαδηλώσεις, στο ξύλο με τους Ιταλούς και στις μεγάλες φασαρίες για το φοιτητικό συσσίτιο. Μπροστά πάντοτε. Ψηλός, λιγνός, με το αναπηρικό σήμα στο πέτο και το μπαστουνάκι του, είχε γίνει το πιο αξιαγάπητο παιδί στο Πανεπιστήμιο. Και οι καθηγητές τον εκτιμούσαν. Τον άκουγαν που πήγαινε και τους τα ‘λεγε, αιτήματα, προβλήματα, ακόμα και απαιτήσεις καθαρά αγωνιστικές, για κάποιους συναδέλφους τους, που είχαν ορκιστεί υπουργοί του Λογοθετόπουλου και του Ράλλη. Από τότες -εδώ και σαράντα πέντε χρόνια- περάσανε αμέτρητοι συνδικαλιστές φοιτητές κι έτυχε να γνωρίσω πολλούς, πάρα πολλούς. Σαν τον Τζέμο, κανένα. Με απέραντο κύρος, γνήσιος και προπαντός άξιος αντιπρόσωπος μιας γενιάς, που δεν έπασχε από έλλειψη ψυχωμένων παιδιών. Αυτός ήτανε ο Τζέμος, το καμάρι μας. Τον σφάξανε σαν πρόβατο με μαχαίρι, μέσα στο Πανεπιστήμιο. Πάνω στο χαλί του Πρύτανη, το Σεπτέμβρη του 1943, οι τσολιάδες. (…) Οι Ιταλοί δεν τα κατάφεραν να τον φάνε, εκεί πάνω στο Πόγραδετς, τον λαβώσανε μονάχα κι έτσι καθώς έμεινε κουτσός δεν μπόρεσε να τρέξει, να ξεφύγει από τους τσολιάδες της Κατοχής. Άξιος ο μισθός τους τότε και η σύνταξη που τους έδωσε μετά, το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Άξιο και το Πανεπιστήμιο, που δεν έστησε το άγαλμά του στο προαύλιο, να το βλέπουν οι γενιές των Ελλήνων φοιτητών. Φρόντισαν όμως να πλύνουν το χαλί του Πρύτανη. Οι Πόντιοι Πιλάτοι.

ΤΑΚΗΣ ΜΠΕΝΑΣ “ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΣΑΝ ΧΡΕΟΣ” Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ

«Ανάστασι δίχως σταυρό τίποτα δεν λογίζει»

Μαρτυρίες για τον Ρούσο Κούνδουρο:

Μιχάλης Κοκολάκης: (Ο Ρ. Κούνδουρος) πήγε στις αρχές Μαΐου 1944 στην Παγκρήτια σύσκεψη της επιτροπής του ΕΑΜ στα Χανιά και γύρισε ενθουσιασμένος από τη δράση του ΕΑΜ στην Κρήτη. Μετά τη σύλληψή του είπε σ’ εκείνους που τον επισκέφθηκαν στις επανορθωτικές κάτω φυλακές του Ηρακλείου ότι τον κατηγορούν ως κομμουνιστή και οργανωτή ανταρτών, κυρίως ο Δεσπότης και κύκλοι “λογίων” γύρω απ’ αυτόν. Παρά τις κινητοποιήσεις φίλων, συγγενών και συναδέλφων του προς το Δεσπότη να διαψεύσει και να ανακαλέσει τα όσα είχε πει και κάνει για τον Ρούσο Κούνδουρο, ειδεμή θα τον εκτελούσαν, όχι μόνο δεν έκαμε τίποτε, αλλά συνέχισε τα από άμβωνος κηρύγματα κατά των ΕΑΜοκομμουνιστών και των αρχηγών τους, αφήνοντας να εννοηθεί η ενοχή του Κούνδουρου.

Μάρκος Ζουριδάκις: Μου εκμυστηρεύθηκε ότι δεν ήταν κομμουνιστής αλλά συνεργαζόταν με όλους τους πατριώτες για να κτυπηθούν οι κατακτητές. Πιστεύω ότι σ’ αυτόν κυρίως οφείλεται η εξάπλωση της οργανωμένης αντίστασης στο Λασίθι.

Εμμ. Μ. Τσιριμονάκης: Όταν το γερμανικό αυτοκίνητο που τον μετέφερε μαζί με άλλους στα Χανιά, σταμάτησε στο Ρέθυμνο πλησίον καφενείου, φίλοι του προσωπικοί, διαπιστώνοντες τη χαλαρότητα της φρουρήσεως από τους Γερμανούς, του επρότειναν να δραπετεύσει υπό την προστασίαν των. Αυτός όμως απάντησε: “Και οι άλλοι που θα μείνουν τι θα πούν; Δεν αναλογίζεσθε τι μπορούν να πάθουν από τους Γερμανούς, αυτοί, η οικογένειά μου, σεις και άλλοι εδώ; Όχι! Δεν φεύγω, ευχαριστώ. Αντιμετωπίζω με ψυχραιμία τα πάντα…”

Μια ώρα πριν εκτελεστεί έγραψε στον τοίχο του κελιού του: Ανάστασι δίχως σταυρό, τίποτα δεν λογίζει, και λευτεριά δίχως σκλαβιά, τίποτα δεν αξίζει.

από το βιβλίο του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΥΛΑΚΗ “ΡΟΥΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ 1891-1944″ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

«Οι Γερμανοί έμειναν κοκαλωμένοι, κατακίτρινοι» από τον Γ. Καζάκο

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οι κομμουνιστές κρατούμενοι στον Αη Στράτη -εξόριστοι εκεί από τη δικτατορία του Μεταξά- αφέθηκαν από τους Έλληνες δεσμοφύλακές τους να πεθάνουν από την πείνα. (Στο θέαμα των ετοιμοθάνατων κρατουμένων λύγισαν ακόμα κι οι Γερμανοί όταν επισκέφθηκαν τον Αη-Στράτη):

Μπροστά τους τέσσερις νεκροί περίμεναν άταφοι. Όλοι οι άλλοι, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους, ζωντανά πτώματα, αποσκελετωμένα, άπνοα. Δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις αν ήταν ακόμα ζωντανοί ή αν ήταν πεθαμένοι από μέρες. Οι Γερμανοί έμειναν κοκαλωμένοι, κατακίτρινοι και τελικά ο πιο ανώτερος φώναξε: -Μα τι είναι, τέλος πάντων, εδώ μέσα;… (…) Σε λίγο έφτασε κι ο Βουδικλάρης. Με την εμφάνισή του ακούστηκε ένα ομαδικό μούγκρισμα διαμαρτυρίας απ’ τους κατάκοιτους συντρόφους. Ο Βουδικλάρης είχε αρχίσει να τρέμει. Ο Γερμανός αξιωματικός τον ρώτησε να του πει, ποιος του έδωσε διαταγή γι’ αυτά τα μέτρα που είχε πάρει. Ο Βουδικλάρης, αφού ξεροκατάπιε μερικές φορές, έντονα ταραγμένος, βρήκε τη δύναμη να πει πως ήταν διαταγή της Γερμανικής Διοίκησης της Λήμνου. Οι Γερμανοί του ζήτησαν τη διαταγή κι αυτός, μουδιασμένος, τους είπε πως ήταν προφορική η διαταγή. Οι Γερμανοί φαίνεται πως είχαν αντίρρηση κι έβαλαν τις φωνές, σα να τον έβριζαν. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν δυο Γερμανοί στρατιώτες με τρόφιμα μέσα σε σακιά κι άρχισαν να τα μοιράζουν στα κρεβάτια των αρρώστων, δίπλα στο προσκέφαλό τους. Κανείς όμως δεν είχε τη δύναμη ν’ απλώσει το χέρι του για να πάρει απ’ αυτά που τόσο είχε ανάγκη. Οι Γερμανοί απόρησαν και ρώτησαν το σύντροφο Λαζανά που τους εξήγησε πως δεν έχουν τη δύναμη ν’ απλώσουν το χέρι τους απ’ την εξάντληση. Για λίγο στάθηκαν παρατηρώντας ένα γύρω το θάλαμο με τους ετοιμοθάνατους ακίνητους, σα νεκρούς, χωρίς να βγάλουν λέξη. Μας χαιρέτησαν κι έφυγαν.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΖΑΚΟΣ “ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ” Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

«Ήτανε μια Παναγία η Μαρία»

Μαρτυρίες για τη δράση της Μαρίας Δημάδη, ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, που εκτελέστηκε στις 31/8/1944, στο Αγρίνιο από Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών:

Ιερέας Κων/νος Παπαβαλής: Όπου επρόκειτο οι Γερμανοί να κάνουν επίθεση, η Μαρία μας ειδοποιούσε, για να παίρνουμε τα μέτρα μας. Μια γερμανική αμαξοστοιχία με πυρομαχικά, στις 9 Απριλίου έρχονταν από Κρυονέρι – Αγρίνιο. Και στη θέση Σταμνά, την ανατίναξε ο Ελασίτης Καπετάν Βονόρτας με τα παλικάρια του. Και οι 65 Γερμανοί στρατιώτες νεκροί.

Γιαγιά Ερασμία: Όταν ρωτούσαμε τη Μαρία τι κάνει, πού πάει, μας απαντούσε: “τρέχω να σώσω τον κόσμο που κινδυνεύει”. Όταν πιάσανε όλους τους Πετροχωρίτες από το χωριό Μακρυνία (…) τους φυλάκισαν. Κι έγινε η δίκη. Η Μαρία φρόντισε με όλους τους τρόπους και τους αθώωσε. Όταν βγήκανε, πήγανε στη Μαρία και την ευχαριστήσανε, και την είπανε: “Τι θέλεις, τρόφιμα ή χρήματα;” Κι η Μαρία τους είπε: “Δε θέλω τίποτα, μόνον φύγετε αμέσως να μη σας ξαναπιάσουνε”. Τότες της είπανε: “Όταν τελειώσει ο πόλεμος θα σου κάνει όλο το χωριό ένα μεγάλο δώρο”. Και όταν μάθανε το θάνατό της χτυπήσανε την καμπάνα και πήγε όλο το χωριό και της κάνανε μνημόσυνο.

Ευάγγελος Κουκούλης: Με τη Μαρία τα λέγαμε συχνά. Ήταν σε κάθε φιλανθρωπική εκδήλωση. Ήτανε μέσα στο αίμα της να κάνει καλό στον άνθρωπο που χρειάζονταν βοήθεια. Γι’ αυτό όλοι στο Αγρίνιο την εκτιμούσαν. (…) Μετά εμένα με επιστράτευσαν βιαίως τα Τάγματα Ασφαλείας. Τι να έκανα; Και σαν υπαξιωματικός που ήμουν με τοποθέτησαν αρχιφύλακα στις φυλακές της Αγίας Τριάδας. Βοηθούσα κρυφά τους κρατούμενους. Τους έδινα ψωμί, φαγητό, φάρμακα. Τους διευκόλυνα όσο μπορούσα, με κίνδυνο της ζωής μου. Μια νύχτα οι τσολιάδες φέραν μια γυναίκα. Όταν αναγνώρισα ότι ήταν η Μαρία Δημάδη ανατρίχιασα. Αμέσως την έσυραν πιο πέρα και μπροστά στα μάτια μου την εκτέλεσαν.

από το βιβλίο του ΦΙΛΙΠΠΑ ΓΕΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ “ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΑΔΗ ΗΡΩΙΔΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ” Εκδόσεις ΝΕΣΤΟΡΑΣ

από το βιβλίο του Δημήτρη Ψαθά:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ:
Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μια εξ ενέδρος επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν. Ως αντίποινα θα εκτελεστούν:
1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944
2) Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς την Σπάρτην έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος
(από τις εφημερίδες)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ», Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ

«Ο Ναπολέων Σουκατζίδης και οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς»

Ο Δ. Ψαθάς διηγείται την ιστορία του Ν. Σουκατζίδη που ήταν κρατούμενος – διερμηνέας στις φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη διάρκεια της Κατοχής:

Κι εκεί στο Χαϊδάρι… Διακόσια ονόματα φωνάζει ο στρατοπεδάρχης. Οι Ακροναυπλιώτες. Άνθρωποι που λιώσαν στα μπουντρούμια και τις εξορίες της τετάρτης Αυγούστου, που δεμένους χειροπόδαρα τους άφησε στον Γερμανό.
-Ναπολέων Τσουκατζίδης¹!
Βγαίνει κι ο Ναπολέων. Και ο στρατοπεδάρχης κομπιάζει μπροστά σ’ αυτόν τον ήρωα που μιλά εφτά γλώσσες και δέχεται μέσα στο Χαϊδάρι με θεϊκή γαλήνη τα μαρτύρια και κρατά στις καρδιές των μαρτύρων αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας και του αγώνα.
-Όχι εσύ, Ναπολέων!
-Γιατί όχι εγώ;
-Εσύ δεν θα τουφεκιστείς.
-Και πόσους θα τουφεκίσεις, αν εξαιρεθώ εγώ;
-Διακόσιους.
-Όχι. Δεν δέχομαι κανένας να μ’ αντικαταστήσει. Είμ’ Έλληνας!
Επιμένει ο στρατοπεδάρχης. Αλύγιστος ο Ναπολέων. Και βγαίνουν έξω απ’ τον σωρό οι διακόσιοι και στήνουνε χορό: Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή! Βλέπει ο Γερμανός στρατοπεδάρχης τούτους τους διακόσιους που απάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδούν και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους -σαστίζει. Τι είναι τούτο δω; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια:
-Έχετε γεια, παιδιά.
-Ζήτω η Ελλάδα!
-Σαν άντρες θα πάμε!
Και τους ανεβάζουν στ’ αυτοκίνητο -σωρό. Κι είναι πρωτομαγιά. Κι είναι γλυκός ο πρωινός αέρας, ολόχρυση η αυγή κι ο Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Κι εκεί στο σφαγείο στήνονται τα πολυβόλα για το μεγάλο μακελειό. Μαζί θα πέσει κι ο Ναπολέων, που ένα “ναι” να ‘λεγε του Γερμανού είχε γλυτώσει.
(…)
-Ποιοι ήσαν; Ποτέ δεν έδωσαν κατάλογο των ονομάτων τους οι Γερμανοί. Μαθαίνουμε μερικούς. Ωστόσο στη ματωμένη ιστορία της Αντίστασης του Έθνους πέρασαν όλοι μ’ ένα όνομα μέσα στη μνήμη και την καρδιά του πονεμένου αυτού λαού. Οι Διακόσιοι της Πρωτομαγιάς. Βουβή και πικραμένη τους κλαίει η αγωνιζόμενη Αθήνα. Οι Διακόσιοι Άγιοι που μαρτύρησαν μαζί -κοντά σ’ άλλους χιλιάδες- σε τούτο τον υπέρτατο αγώνα για την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

¹στο βιβλίο του Δ. Ψαθά ο ήρωας Σουκατζίδης αναφέρεται ως Τσουκατζίδης.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ», Εκδόσεις ΜΑΡΙΑ Δ. ΨΑΘΑ

Πηγή: logomnimon.wordpress.com