Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου για δεκαετίες ήταν ένα από τα απαγορευμένα θέματα συζήτησης στην Ελλάδα. Αν και ο μεγαλύτερος αριθμός τους έχει πλέον επιστρέψει, συνεχίζουν να παραμένουν «αόρατοι».

Ads

Άρθρο του Πολυμέρη Βίγλη για την εφημερίδα «Τα Νέα», 02/10/2010

Το 1949, μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, χιλιάδες άνδρες και γυναίκες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Οι περισσότεροι, αρχικά, λόγω της υποχώρησης βρέθηκαν στην Αλβανία αλλά ύστερα από λίγους μήνες διασκορπίστηκαν στις «λαϊκές δημοκρατίες» της Ανατολικής Ευρώπης. Ο συνολικός αριθμός τους ήταν αρκετά υψηλός: σύμφωνα με το Κομμουνιστικό Κόμμα, το 1950 στις σοσιαλιστικές χώρες (εκτός Γιουγκοσλαβίας) βρίσκονταν περίπου 56.000 πρόσφυγες (από τους οποίους 17.529 παιδιά, τα οποία είχαν μεταφερθεί εκεί κατά τη διάρκεια του πολέμου). Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Τασκένδη και οι υπόλοιποι στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Πολύ λίγα είναι γνωστά για την εγκατάσταση και τη ζωή τους σε αυτές τις χώρες. Οι μαρτυρίες που εκδόθηκαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες από ανθρώπους που δραπέτευσαν από το «παραπέτασμα» έχουν ενδιαφέρον μόνο ως προς την προπα γανδιστική ρητορική. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες μαρτυρίες εκδίδονται, που σαφώς παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αλλά λείπουν οι μελέτες για τη ζωή και την οργάνωση των πολιτικών προσφύγων- πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως του Γ. Λαμπάτου,Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη (1949-1957). Από αυτήν την άποψη, η μελέτη της Κατερίνας Τσέκου, βασισμένη στη διδακτορική διατριβή της για τους πολιτικούς πρόσφυγες στη Βουλγαρία, έρχεται να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας για ένα άγνωστο θέμα.

Η Βουλγαρία άρχισε να δέχεται αντάρτες και παιδιά στο έδαφός της πριν από τη λήξη του εμφύλιου πολέμου. Ηδη από το 1948 είχε δημιουργηθεί «ειδική κρατική επιτροπή» επιφορτισμένη με τη φροντίδα ασθενών, τραυματιών και παιδιών που μετέφερε ο Δημοκρατικός Στρατός. Το βουλγαρικό κράτος, στο πλαίσιο της «διεθνιστικής αλληλεγγύης», έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φρόντισε να εισαχθούν οι πρόσφυγες σε υγειονομικούς σταθμούς, νοσοκομεία, οικοτροφεία κ.λπ.

Ads

Παράλληλα φρόντισε να προετοιμάσει τη βουλγαρική κοινή γνώμη για την υποδοχή των προσφύγων, ούτως ώστε να αποφευχθούν τριβές και εντάσεις. Και πραγματικά, όχι μόνο εκείνα τα χρόνια αλλά και στις επόμενες δεκαετίες που οι Ελληνες έζησαν στη Βουλγαρία, δεν υπήρχε ξενοφοβία των Βουλγάρων απέναντι στους Ελληνες ούτε σημειώθηκαν προβλήματα στις σχέσεις πολιτικών προσφύγων και βουλγαρικού κράτους. Αυτό που προκύπτει από τη μελέτη ήταν ότι τα σοβαρότερα προβλήματα σε αυτήν την πρώτη περίοδο, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, προέκυψαν εντός της κοινότητας των προσφύγων και αντίστοιχα στο εσωτερικό της βουλγαρικής κοινωνίας. Το ζήτημα για τους έλληνες πρόσφυγες αλλά και για το ΚΚΕ ήταν η αναζήτηση των ευθυνών και των υπευθύνων για την ήττα στον Εμφύλιο. Η αναζήτηση ενόχων άρχισε με τα «γεγονότα» της 7ης Μεραρχίας (ανακρίσεις, βασανιστήρια, απόσπαση «ομολογιών» κ.λπ.) και συνεχίστηκε με άλλον τρόπο, με τη λεγόμενη «ανακαταγραφή», τη διαδικασία εκκαθάρισης του κόμματος από τα «ύποπτα οπορτουνιστικά ταξικά εκφυλισμένα στοιχεία». Ομόλογα φαινόμενα, σε κάποιον βαθμό, σημειώνονταν εκείνα τα χρόνια και στη Βουλγαρία, στο πλαίσιο της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού». Σε πρώτη φάση εκδηλώθηκε ένα κύμα διώξεων κατά των «αντιδραστικών» και στη συνέχεια ακολούθησε ένα κύμα εσωτερικών εκκαθαρίσεων στο βουλγαρικό κόμμα.

Ο θάνατος του Στάλιν και το 20ό Συνέδριο άνοιξαν έναν νέο κύκλο εσωτερικών εκκαθαρίσεων, στο πλαίσιο αυτήν τη φορά της αποσταλινοποίησης στα κομμουνιστικά κόμματα.

Η γενικότερη συζήτηση για τις εκκαθαρίσεις και τις διώξεις έχει εγκλωβιστεί στο σχήμα της καταδίκης του σταλινισμού ή, ακόμη πιο απλουστευτικά, στον εγγενή ολοκληρωτισμό της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Η απλοϊκότητα της άποψης του «εγγενούς ολοκληρωτισμού» φαίνεται εάν κανείς απομακρυνθεί από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο και μελετήσει τις εξελίξεις στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

Από αγρότες θα έπρεπε να γίνουν εργάτες

Η πρώτη περίοδος της εγκατάστασης των πολιτικών προσφύγων στη Βουλγαρία χαρακτηρίστηκε από τις δυσκολίες προσαρμογής σε μια ξένη χώρα, με αντίστοιχο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης με την Ελλάδα της εποχής. Οι περισσότεροι από τους 6.500 πολιτικούς πρόσφυγες ήταν αγρότες και κατάγονταν από χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης, ιδιαίτερα από τον Νομό Εβρου. Από τη στιγμή που δεν ήταν «προσωρινώς διαμένοντες» αλλά θα έμεναν για απροσδιόριστο χρόνο, θα έπρεπε να συμβάλουν στην οικονομία και να φροντίσουν να ενσωματωθούν στη βουλγαρική κοινωνία. Η πρώτη σημαντική αλλαγή ήταν ότι οι περισσότεροι από αγρότες θα έπρεπε να γίνουν εργάτες: θα έπρεπε να προσαρμοστούν στο ωράριο εργασίας, τη βιομηχανική πειθαρχία, τον χώρο του εργοστασίου. Κάτι το οποίο δεν ήταν εύκολο, όπως μαρτυρούν οι βουλγαρικές αναφορές. «Ζητούμενα άτομα για εκτέλεση καθορισμένης εργασίας παρουσιάζονται και μετά απ΄ αυτό ένας ένας δεν τηρούν το ωράριο εργασίας 8 ωρών, το πρωί βγαίνουν μετά τις 8 η ώρα για δουλειά, έπειτα το μεσημέρι μετά τις 2 και μαζεύονται στις 4.30. (…) Σε υπενθύμιση να φυλάσσεται καλά η κινητή περιουσία κάποιος πρόσφυγας είπε “Ο Στάλιν πληρώνει”… Κατά την εργασία σε τρόμπα ύδρευσης κάποιος πρόσφυγας είπε στον ανθυπολοχαγό ο οποίος καθοδηγεί την οικοδόμηση ότι αυτός δεν μπορεί να τους διατάζει να δουλεύουν κ.λπ.» (σελ. 160).

Οι έλληνες πρόσφυγες μετακινήθηκαν από τους καταυλισμούς και τα κοινόβια στα οποία έμεναν και εγκαταστάθηκαν σε πόλεις κοντά στα βιομηχανικά κέντρα της χώρας. Τα παιδιά άρχισαν να παρακολουθούν βουλγαρικά σχολεία, τεχνικές σχολές και αργότερα πανεπιστήμια. Από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία είναι η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου και η συνακόλουθη κοινωνική άνοδος των ελλήνων προσφύγων στα χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης των σοσιαλιστικών χωρών. Γενικότερα, από το σύνολο των πολιτικών προσφύγων το 50% στα τέλη της δεκαετίας του 1970 βρισκόταν σε θέσεις επιστημόνων, τεχνικών και στελεχών παραγωγής. Μια εξέλιξη που αποτελούσε πηγή ανησυχίας για τον κομματικό μηχανισμό, καθώς πίστευε ότι τα παιδιά των προσφύγων θα έπρεπε να ακολουθούν σπουδές που θα βοηθούσαν στη σοσιαλιστική οικοδόμηση της Ελλάδας. «Τα παιδιά μας όταν μένουν ακαθοδήγητα διαλέγουν τις εύκολες σχολές- φιλολογία, πολιτική οικονομία, δικηγόροι κ.λπ.- τις σχολές από τις οποίες βγαίνοντας θα έχουν τις καλύτερες απολαβές, θα μένουν στην πρωτεύουσα κ.λπ.» (σελ. 291).

Στην ενσωμάτωση των προσφύγων καθοριστικό ρόλο έπαιξε η οργάνωση του κόμματος, η «Δημοκρατική Οργάνωση Μόρφωσης και Εκπολιτισμού». Η ΔΟΜΕ ανέλαβε την ελληνική εκπαίδευση των προσφύγων με τους «ομίλους ελληνικής γλώσσας», τη διοργάνωση εορτασμών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, την έκδοση εντύπων όπως ανέλαβε και να επιλύσει όλα τα καθημερινά προβλήματα των προσφύγων με τις βουλγαρικές αρχές. Παρά τον προφανή ρόλο της ως μηχανισμού πολιτικού ελέγχου των προσφύγων, όπως φαίνεται και στις συνεντεύξεις που παρατίθενται στο βιβλίο, ήταν ταυτόχρονα και πόλος αναφοράς για τους πολιτικούς πρόσφυγες επειδή συντελούσε στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητάς τους- μια ταυτότητα που, όπως επισημαίνει και η συγγραφέας, καλλιεργούνταν ταυτόχρονα με τη διεθνιστική ταυτότητα.

Οι περισσότεροι πολιτικοί πρόσφυγες, επαναπατρισθέντες και μη, φαίνεται να αναπολούν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή οι μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν χρόνια οικονομικής ανάπτυξης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου; Επειδή η μετασοσιαλιστική Βουλγαρία και η κοινωνική πραγματικότητα στη σύγχρονη Ελλάδα τους απογοητεύει; Νοσταλγία για σοσιαλισμό; Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η νοσταλγία δεν αφορά το παρελθόν αλλά εμπεριέχει τον προβληματισμό για το παρόν και το μέλλον. Και άρα δεν ενδιαφέρει μόνο τους ιστορικούς…