Στο on line λεξικό slang.gr ο ορισμός του «μπουχέσα» είναι: χοντρός, κοιλαράς, χοντρολίπαρος και τα συνώνυμά του είναι… «πεπόνιας» , «μπαφούσκας» «χλαπάτσας» κ.α. Θα επιχειρήσω λοιπόν μία…ενδελεχή ανάλυση για το είδος και μάλιστα με διάθεση ενωτική μιας που το είδος ανθεί τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Άλλωστε, οι δύο χώρες ανέκαθεν είχαν άρρηκτους εθνικούς δεσμούς. Του συνεργάτη μας στην Κύπρο Γιώργου Πήττα. Ο μπουχέσας της Λευκωσίας, κυκλοφορεί με «μερσεντέ» ή «καγιέ» όπως θα έλεγε κι ο φίλτατος Κώστας Καββαθάς, εσχάτως όμως εμφανίζεται και με Χάμερ για να τονίσει περαιτέρω τον όγκο του και την παρουσία του.

Ads

Σε κάθε του βήμα, με την παραμικρή του κίνηση, φωνάζει «εδώ είμαι, έχω φράγκα, αμαξάρα, σπιταρόνα και όλα τα…κομφό και τα ‘ξεσουά».

Ο μπουχέσας παρκάρει με συνέπεια πάνω στα πεζοδρόμια μπαίνει στο περίπτερο παίρνει την εφημερίδα του πάει στο ταμείο, αγοράζει και τα πούρα του, πλερώνει και φεύγει. Αυτονόητο είναι πως δεν μιλάει στο ταμείο, ούτε καλημέρα ούτε ευχαριστώ, ούτε τίποτα. Αυτά , είναι συνήθειες των παρακατιανών.

Ο μπουχέσας και η κυρία μπουχέσα έχουν τουλάχιστον μια «δούλα» από τη Σρι Λάνκα ή οποία πληρώνεται τρισάθλια, είναι «αγορασμένη» από κάποιο δουλεμπορικό κατάστημα που έχει και όνομα και διεύθυνση και τηλέφωνο και διαφημιστική πινακίδα αλλά, καμιά αστυνομία δεν πάει να το κλείσει.

Ads

Η αστυνομία μαζεύει τους δούλους πάντα, ποτέ τους έμπορους. Κάνει σκούπες στους αδύναμους και τρομαγμένους αλλά αφήνει τα πραγματικά σκουπίδια ανενόχλητα.

Η «δούλα» για να «βγάλει» τα λεφτά της, κάνει τα πάντα. Κουβαλάει τα ψώνια, μαγειρεύει αλλά δεν τρώει το φαγητό που φτιάχνει, τρώει καρπαζιές από τα μπουχεσάκια junior, βγάζει βόλτα τα σκυλιά, μαζεύει τα σκουπίδια τα αποφάγια και τις ακαθαρσίες, πλένει το «καγιέ» του αφεντικού, ενδεχομένως ανέχεται τις σεξιστικές προσβολές του μπουχέσα και περιμένει την στιγμή που όλα αυτά αποκτούν νόημα σχεδόν ηδονικό: είναι η ώρα που θα πάει στην τράπεζα να στείλει χρήματα σε κάποιους που με λαχτάρα περιμένουν στην άλλη άκρη του κόσμου.

Εκείνη την ώρα, ο μπουχέσας αποκτά την πραγματική του διάσταση: Είναι ανύπαρκτος, κάτι πολύ λιγότερο από ένα σκουλήκι στη λάσπη αν και μάλλον προσβάλλω τα σκουλήκια που είναι μέρος της φύσης ενώ ο εν λόγω είναι από κάθε άποψη παρασιτικός.

Ο μπαφούσκας (για να αλλάξουμε λίγο λεξιλόγιο) έχει απόψεις ασφαλώς.

Με κοτζάμ οικονομική επιφάνεια είναι δυνατόν να μην έχει γνώμη;

Αν είναι στην Κύπρο για παράδειγμα, συχνά θα τον ακούσεις να τσιρίζει για τη «λαθρομετανάστευση» και να ωρύεται για την εθνική καθαρότητα της Κύπρου που κινδυνεύει. «Εν να μας πνίξουν ετούτοι οι ξένοι μάι φριεντ δεν θα μείνει ούτε ένας Έλληνας δαμέ… γκοτ ιτ ντιαρ;» φωνάζει σε άπταιστη ελληνοαγγλική διάλεκτο που ως γνωστόν κληρονομήθηκε στην Κύπρο από τους Αχαιούς που είχαν όλοι προφίσιενσι του Όξφορντ. Την ίδια ώρα, στέλνει τα μπουχεσάκια του σε αγγλόφωνο σχολείο όχι γιατί εκεί κάνουν καλύτερη δουλειά αλλά γιατί κοστίζουν πανάκριβα. Γκοτ ιτ ντίαρ;

Αυτά, τα μπουχεσάκια, όταν η δασκάλα τα παρατηρεί, γιατί και πάλι δεν έφεραν τα σωστά βιβλία μαζί τους, απαντάνε με κλασική μπαφούσκικη ειλικρίνεια «κυρία δεν φταίω εγώ, η δούλα δεν τα έβαλε στη τσάντα».

Ξέρετε πόσοι τέτοιοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας;

Έχετε ιδέα πως είναι πολλοί;

Έχετε καταλάβει πως εκτός από πολλοί είναι και οικονομικά δυνατοί και καθορίζουν σε ικανό βαθμό το αύριο της Κύπρου; Αυτοί, οι μπουχέσες!

Μήπως κι εσύ που διαβάζεις τώρα είσαι ένας μπουχέσας;

Κατά την στατιστική, έχεις πολλές πιθανότητες.

Τους παρατηρώ κάθε μέρα στο δρόμο, μέσα στ’ αυτοκίνητά τους.

Δεν θα σταματήσουν ποτέ για να περάσει ο πεζός, δεν θα κόψουν ταχύτητα για να βγει ο άλλος που περιμένει στη γωνία, σημαδεύουν τις γάτες στο δρόμο, παρκάρουν πάντα στις θέσεις που προβλέπονται για ανάπηρους, σκαλίζουν αρειμανίως τη μυτόγκα τους νομίζοντας πως δεν τους βλέπει κανείς στο κόκκινο φανάρι, κουνιούνται σπαστικά καθώς ακούνε πάντα στη διαπασών το τελευταίο τουρκοτσιφτετέλι, αυτοί οι απόγονοι του Λεωνίδα.

Ο μπουχέσας, δεν είναι πολιτικός. Κρατάει όμως την πολιτική, πολύ συχνά στα χοντρά του τα χεράκια γιατί έχει φράγκα, επιχείρηση, μαγαζιά, καμπαρέ, τηλεοπτικό σταθμό ή δεν ξέρω και εγώ τι άλλο. Και σε έναν τόπο τόσο μικρό όπως η Κύπρος όπου οι αλληλεξαρτήσεις είναι κυριολεκτικά ασφυκτικές, αυτός, ο χλαπάτσας καθορίζει έντονα το παιχνίδι.

Έχει βγάλει λεφτά από την κατοχή του νησιού και τον συμφέρει η παρούσα κατάσταση.

Δεν ανησυχεί βέβαια και ιδιαίτερα, γιατί αν τα πράγματα αλλάξουν, πάλι θα βγάλει λεφτά και μάλιστα θα πεταχτεί μπροστά πρώτος να αγκαλιάσει τους τουρκοκύπριους αδελφούς και θα πει «εγώ πάντα μαζί σας ήμουν».

Το κακό, είναι πως κανείς δεν θα του πετάξει γιαούρτια στο κεφάλι.

Στην Κύπρο δυστυχώς τα κλούβια αυγά και τα χαλασμένα γιαούρτια πάνε στα σκουπίδια και όχι στα κεφάλια του κάθε μπουχέσα. Όχι τίποτα άλλο, αλλά είναι πραγματικά εύκολο να εντοπιστούν.

Όπως είπαμε και στην αρχή, το «είδος» ανθεί και στην Ελλάδα.

Ειδικά κάπως παλαιότερα, στην εποχής της μεγάλης γκλαμουριάς και του life style η…αξιοπρέπεια ορίζονταν από τα τετραγωνικά του σπιτιού, και το πόσες Φιλιππινέζες είχες. Από 2 και πάνω, ήσουν υπολογίσιμο μέγεθος. Με μία, απλά «σε καλό δρόμο». Με καμία, γεννημένος «looser».

Τον θυμάμαι τον μπουχέσα μου καλά. Ταπεινής καταγωγής, καλό παιδί, είχε βγάλει κι ένα πανεπιστήμιο, τέλος πάντων κάποια στιγμή βρέθηκε με έναν τρελό μισθό και ποσοστά και έχασε τα λογικά του. Έπρεπε –για λόγους δουλειάς- να φάω ένα βράδυ μαζί του και καθώς είχα να τον συναντήσω 2-3 χρόνια μου φάνηκε από την πρώτη στιγμή παράξενος. Αφού εξαντλήσαμε τα της δουλειάς σε 15 λεπτά, άρχισε να μου λέει το πρόβλημά του το μεγάλο. Δεν μπορεί πια να πηγαίνει τα παιδιά στην τάδε παραλία γιατί «ρε Γιώργο έρχονται πια αλβανάκια και ξέρεις τώρα…»

«Δεν ξέρω» του λέω.

«Ε…όσο νάναι, ξέρεις…δεν είναι ρατσιστικό, αλλά να…υπάρχει διαφορά επιπέδου…και…»

«Διαφορά επιπέδου; Που στην παραλία…υπάρχει αυτή η διαφορά; Τα αλβανάκια τα ρώτησες εσύ αν θέλουν να κολυμπούν στη θάλασσα που εσύ κατουράς;»

Ανακουφίστηκα καθώς δεν μου απάντησε και ζήτησε αμέσως το λογαριασμό. Δεν ξαναμιλήσαμε από τότε. Μπήκε και στην πολιτική σαν σύμβουλος και έβγαλε κι άλλα, πολλά, γαλάζια λεφτά.

Στην Ελλάδα, αυτού του είδους οι μπουχέσες είναι πια νομίζω σε κάποια ύφεση και θα μαζευτούν κι άλλο. Το πανηγύρι τελειώνει-όχι γιατί βγήκε το ΠΑΣΟΚ-απλά γιατί έφαγε τα ψωμιά του ή μάλλον γιατί έφαγε τόσο ψωμί που δεν έμεινε ούτε ψίχουλο.

Στην Κύπρο δυστυχώς το είδος ακόμα ανθεί και είναι ακόμα πιο γελοίο γιατί είναι απολύτως ξεφτιλισμένο «ιμιτασιόν».

Ένα ξεφύλλισμα στα ντόπια γκλαμουροπεριοδικά κοσμικού κουτσομπολιού μπορεί να σου προκαλέσει ανακοπή από τη γελοιότητα και την απύθμενη κακογουστιά.

Αρσενικά και θηλυκά καρκατσουλιά με ύφος χιλίων καρδιναλίων που περιφέρουν τη «λάμψη» τους και σε κοιτάζουν με μάτι γλαρό προσπαθώντας να είναι σνομπ. Αν κολλήσεις το πρόσωπό σου πάνω τους και τους κάνεις «μπου!» θα κακαρίσουν τρομαγμένα.

Υπάρχει όμως πρόβλημα. Γιατί, κυβερνούν. Δεν εννοώ την…κυβέρνηση. Αυτή, μάλλον διεκπεραιώνει. Τα καρκατσουλιά όμως κυβερνούν. Γιατί, την ποιότητα της ζωής στον τόπο, την ελέγχουν αυτοί που παρκάρουν στα πεζοδρόμια, αυτοί που πετάνε κουταβάκια στα σκουπίδια, αυτοί που χειροκροτούν τις σκούπες, αυτοί που πολεμάνε τα «παιδιά του Μανώλη».

Ποιος είναι ο Μανώλης και τα παιδιά του;

Πηγαίνετε εδώ: https://voniati.blogspot.com/ image και διαβάστε ένα έξοχο κείμενο για την φωτεινή πλευρά της ζωής μας, αυτή που ίσως εξουδετερώσει κάποτε τον κάθε δυνάστη μπουχέσα. Αναζητήστε την ανάρτηση με τίτλο «Αφήστε τις ταμπέλες. Ελάτε στον Μανώλη».