Εννέα (Nine )

Ads

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ : Ρομπ Μάρσαλ
ΠΑΙΖΟΥΝ : Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Μαριόν Κοτιγιάρ, Πενέλοπε Κρουζ, Τζούντι Ντεντζ, Νικόλ Κίντμαν, Κέιτ Χάντσον, Σοφία Λόρεν

Υπόθεση: Ο διάσημος σκηνοθέτης Γκουίντο Κοντίνι προσπαθεί να βρει την αρμονία ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική του ζωή, ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος με τις γυναίκες της ζωής του: την σύζυγό του, την ερωμένη του, την μούσα του, την ατζέντισσα και την μητέρα του.

Έγινε το οκτώμιση, εννιά;
Του Βασίλη Κεχαγιά

Ads

Μια που ο Μάρσαλ μας αραδιάζει τις (δήθεν) απορίες του, ακονίζοντας τη δηλωμένη, έτσι κι αλλιώς, ματαιοδοξία του, παίρνω το δικαίωμα να εκφράσω την αντίστοιχη, προσωπική μου κατάφαση: δε μου αρέσει το μιούζικαλ. Ένα κινηματογραφικό είδος ξεγεννημένο σε ένα χαζοζαρούμενο περιβάλλον, με τους γονείς του ανάλογα αφελείς να συντονίζουν τη γέννα με μια διάθεση αβαθούς φαντασμαγορίας. Είδος ολότελα ξένο για το δικό μας, διαφορετικά λαξευμένο ψυχισμό, πολλές φορές πέτρινο και άκαμπτο, πάντα δίκαιο με τη πραγματικότητα που τον περιτριγυρίζει.

Ακόμη κι όταν το μιούζικαλ φορτώθηκε στα καράβια του Ατλαντικού, για να περάσει στη δική μας συναρμολόγηση, με πετυχημένο ανάφορο το Γιάννη Δαλιανίδη, κατηγορήθηκε – όχι άδικα, πολλές φορές – για «άγνοια κινδύνου» ή για πλαστογράφηση της πραγματικότητας. Με το δεδομένο αυτό, το μιούζικαλ αποτελεί μια τοπική αισθητική αγωνία, η οποία προσπαθεί να διαδοθεί σε ολόκληρο τον κόσμο προσποιούμενη τη σοβαρή. Κι ο Μάρσαλ αναλαμβάνει πονηρά, υποκρινόμενος τον προσκυνητή του Φελίνι, να στολίσει το είδος με ανύπαρκτους προβληματισμούς.

Αρχίζει, λοιπόν, ο σκηνοθέτης του «Σικάγο» να συνδέει κουλτούρες, να συνταιριάζει τρόπους κινηματογράφησης (πότε μοντερνίζοντες, πότε κλασσικούς), να δανείζεται όγκο από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, για να τον επιστρέψει ως εμπλουτισμένο αντιδάνειο. Με τα ερωτηματικά να κρέμονται από τα χείλη του σκηνοθέτη – πρωταγωνιστή, η αυτοκριτική περνιέται για πολύ έξυπνη, οι συνεχείς ανατροπές μετά από την προπορευόμενη θετική έκπληξη ακολουθούνται από την πλήξη και το εκφραστικό αδιέξοδο του δημιουργού περιμένει μια λύτρωση, ένα κρύο ντους. Κι όταν κάποια στιγμή, στο τέλος, αυτή τον επισκέπτεται, δυστυχώς έχει τη μορφή κοινοτοπίας, ένα «κάνε ταινίες για να ξαναγίνεις παιδί».

Όσο κι αν δηλώνεις προληπτικά ως δασκάλους σου τον Μπομπ Φόσε, μεγάλο αντάρτη του μιούζικαλ ή σύσσωμο το λόχο των Ευρωπαίων πρωτοπόρων, δεν απαλλάσσεσαι από την κατηγορία της κουραστικής επανάληψης. Όσο κι αν πονηρά κλείνεις τα μάτια, υπαινισσόμενος ότι η όλη δουλειά «αποτελεί παραγγελία, άρα συγχωρέστε με», δε βρήκες έξυπνο τρόπο να ντριμπλάρεις το πρόβλημα. Το «Εννιά», ως μετεξέλιξη του φελινικού «Οκτώμιση», δε σχηματίστηκε ποτέ ως νούμερο, όσο κι αν το προσπάθησαν τα χορευτικά νούμερα μιας αμερικανιάς που καμώνεται την ευρωπαία.