Η «Κομμούνα» αποτελεί το τελευταίο φιλμικό κεφάλαιο στην σαραντάχρονη πολεμική του Peter Watkins εναντίον της κυρίαρχης φόρμας του οπτικοακουστικού (την «μονοφόρμα» όπως και ο ίδιος την αποκαλεί), των συντηρητικών επιλογών των μεγάλων studios (ακόμα και των υποτιθέμενων «προοδευτικών»), της «αντικειμενικής» θεώρησης και ανώδυνης, «τουριστικής» οπτικοποίησης της Ιστορίας που επιβάλλεται στον θεατή από τις κάθε μεγέθους οθόνες, της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και της χειραγώγησης της μεγάλης μάζας από τα ΜΜΕ.

Ads

Η περιπέτεια της ταινίας ξεκίνησε το 1998, μαζί με τον Γάλλο παραγωγό Πωλ Σααντούν (μεταξύ άλλων συμπαραγωγό στο Satantango και τις «Αρμονίες του Βερκμάιστερ» του Μπέλα Ταρ, ενώ η παρέμβασή του πρακτικά έσωσε και τον «Άνθρωπο από το Λονδίνο» του Ούγγρου σκηνοθέτη). Η χρηματοδότηση του εγχειρήματος (ως συνήθως όταν πρόκειται για τον Watkins) υπήρξε το πιο δύσκολο κομμάτι. Οι περισσότεροι μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάμειξη (ο υπεύθυνος χρηματοδοτήσεων του BBC απλά δήλωσε πως «δεν μ’ αρέσουν οι ταινίες του Watkins»). Τελικά, το Μουσείο του Ορσύ που εκείνη την εποχή ετοίμαζε μια έκθεση για την Παρισινή Κομμούνα διέθεσε τα απαιτούμενα κεφάλαια.

Τα γυρίσματα έγιναν σε ένα παλιό εργοστάσιο του Μοντρέιγ, στο Ανατολικό Παρίσι. Εκεί βρίσκονταν παλιότερα τα στούντιο του Ζωρζ Μελιές, Οι χώροι χρησιμοποιούνταν από την θεατρική κολλεκτίβα «La parole errante» που παρουσίαζε τις δημιουργίες του Γάλλου δραματουργού και ποιητή Αρμάν Γκατί.

Ads

Διακόσιοι είκοσι άνθρωποι, στην πλειονότητά τους χωρίς καμιά προηγούμενη ερμηνευτική εμπειρία επιλέχθηκαν για τους πολλούς ρόλους της ταινίας. Πολλοί από αυτούς έρχονταν από την επαρχία, διατηρώντας τις τοπικές διαλέκτους και τους ιδιωματισμούς (οι επαρχιώτες έπαιξαν άλλωστε σημαντικό ρόλο στην Παρισινή Κομμούνα). Με αγγελίες στον συντηρητικό τύπο, Παριζιάνοι συντηρητικών απόψεων επιλέχθηκαν για τους ρόλους των αντιπάλων της Κομμούνας.

Το σετ, μια σειρά από δωμάτια και διαδρόμους, αναπαράστησε το 11ο διαμέρισμα, μια φτωχική Παριζιάνικη συνοικία. Ο σχεδιασμός ισορροπούσε ανάμεσα στον ρεαλισμό και την θεατρικότητα. Οι λεπτομέρειες στα ρούχα και στις πατίνες των τοίχων προσέχθηκαν ιδιαίτερα, από την άλλη, τα τελειώματα των σκηνικών και οι γυμνοί τοίχοι ήταν ορατά, κρεμαστά φώτα νέον χρησιμοποιήθηκαν έτσι ώστε η κίνηση της κάμερας ανάμεσα σε ανθρώπους και σκηνικά να μη συναντά εμπόδια. Έτσι, ο διευθυντής φωτογραφίας Οντ Γκάιρ (συμμετείχε και στο Edvard Munch), μπορούσε απερίσπαστος να πετύχει τα μεγάλα μονοπλάνα με διαρκή κίνηση που απαιτούσε ο Watkins.

Πολλούς μήνες πριν τα γυρίσματα, οι ηθοποιοί ερεύνησαν εξαντλητικά ό,τι στοιχείο υπήρχε διαθέσιμο σχετικά με την Κομμούνα. Από τα Ιστορικά γεγονότα ως τον ρόλο των γυναικών και της Εκκλησίας, τα προβλήματα ύδρευσης και αποχέτευσης της εποχής, ντοκουμέντα συζητήσεων και διαφωνιών στις συνελεύσεις κ.ο.κ. Στη συνέχεια οι ηθοποιοί σχημάτισαν ομάδες ανάλογα με τους ρόλους τους (στρατιώτες, εργάτες κλπ.) και συζητούσαν για τους χαρακτήρες που ερμήνευαν αλλά και τη σύνδεση της Κομμούνας με τη σημερινή κοινωνία. Ουσιαστικά αναφέρονταν στις δικές τους προσωπικές ιστορίες κι αυτή η μέθοδος αποτέλεσε κεντρικό άξονα του φιλμ.

Τα γυρίσματα ήταν ακόμα μια συλλογική εμπειρία. Συζητήσεις, διαφωνίες, αντιδράσεις, φιλμάρονται σε μεγάλες λήψεις, Οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν , φορές αλλάζουν γνώμη αλληλεπιδρούν, εγκαταλείποντας την πόζα και την τεχνική, φτάνοντας σε καθαρά προσωπικά ερωτηματικά για τη σημερινή κοινωνία, αυτός ήταν ο στόχος εξαρχής.

Είναι χαρακτηριστικό πως μετά το τέλος των γυρισμάτων, πολλά μέλη του καστ συνέχισαν να συναντιούνται και να συζητούν για την Κομμούνα, τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα υπό το πρίσμα της εμπειρίας που βίωσαν.

Η διάρκεια είχε υπολογιστεί στις 2 ώρες. Η μέθοδος του Watkins και οι αλληλεπιδράσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δημιούργησαν μια νέα δυναμική. Ο Watkins επιλέγει τον δύσκολο δρόμο, γνωρίζοντας τους κινδύνους μιας εκ νέου περιθωριοποίησης της δουλειάς του. Πράγματι, το ARTE, μετά από ατέλειωτες ώρες διαφωνιών με το στυλ, την αισθητική, την φόρμα της «Κομμούνας» πραγματοποιεί μια και μόνη προβολή που τελειώνει στις 4 το πρωί. Το φιλμ δείχνει χαμένο, πέρα από σποραδικές ειδικές προβολές.

Η αναγνώριση του Peter Watkins, κυρίως μέσα από τις προσπάθειες του Scott Macdonald και του Joseph Gomez, ξαναφέρνει στο προσκήνιο την «Κομμούνα» όπως και όλο το έργο του κι έτσι μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 2000 η «Κομμούνα» βρίσκει τον δρόμο της προς το μεγαλύτερο κοινό.

Ταινιοθήκη της Ελλάδος
Ώρα προβολής: 18.00

To Tvxs προσφέρει στα Μέλη Χωρίς Σύνορα, 5 διπλές προσκλήσεις για τις προβολές της Πέμπτης 28 Απριλίου, Δευτέρας 2 Μαΐου,Τρίτης 3 Μαΐου και Τετάρτης 4 Μαΐου. Στείλτε mail με το ονοματεπώνυμό σας στο [email protected] με θέμα Η Κομμούνα, μέχρι την Πέμπτη 28 Απριλίου στις 17:00.

Ποιος είναι ο Peter Watkins;

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, το όνομα του Peter Watkins ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθεί ακόμα και στα πιο αξιόπιστα κινηματογραφικά αλμανάκ. «Η περιθωριοποίηση του Peter Watkins» αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αίσχη της σύγχρονης κριτικής» ανέφερε στο έργο του για τον μεγάλο δημιουργό ο κριτικός Scott Macdonald. Η κατά μέτωπο σύγκρουση του Watkins με τα μεγάλα στούντιο, την κυρίαρχη αισθητική, τα δαιμόνια που εισήγαγε σε ταραγμένες εποχές, η επιμονή του για μια διαλεκτική, δημιουργική κι αντικομφορμιστική αντιμετώπιση της Ιστορίας, τον οδήγησαν στην πλήρη περιθωριοποίηση με το έργο του να μένει δυσεύρετο «στα κουτιά».

Χρειάστηκαν κάποια μεγάλα αφιερώματα της σινεματέκ του Οντάριο, του Φεστιβάλ της Λαροσέλ, και επίμονες προσπάθειες θεωρητικών όπως ο John Gianvito, ο Joseph Gomez και ο Sxott Macdonald, έτσι ώστε το ευρύτερο κοινό αλλά και οι επαγγελματίες του χώρου να ανακαλύψουν έναν από τους πιο ανήσυχους και παραγωγικούς δημιουργούς των τελευταίων 40 χρόνων.

Γεννήθηκε στο Σάρεϊ, προάστιο του Λονδίνο το 1935 και σπούδασε υποκριτική στην Βασιλική Ακαδημία. Οι βραβευμένες του ταινίες μικρού μήκους τον οδήγησαν στο BBC μαζί με τον Τζον Σλέσσιντζερ και τον Κεν Ράσελ. Μετά το «Culloden» ένα νεωτερικό ψευδοντοκιμαντέρ για την σφαγή των Χαιλάντερς, γυρίζει το «War Game», ένα φιλμ για τις συνέπειες μιας υποτιθέμενης πυρηνικής επίθεσης στην Αγγλία. Στο 1966, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, το έργο θεωρείται «ηττοπαθές» και η μετάδοσή του απαγορεύεται (για τα 20 επόμενα χρόνια. Όμως το War Game βραβεύεται με Όσκαρ και η φήμη του νεαρού Βρετανού απογειώνεται. Παρά την απαγόρευση, ο διευθυντής του BBC παραβρίσκεται στην απονομή των Βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας, αδημονώντας να παραλάβει το αγαλματίδιο για το War Game. Ο Watkins (απών από την απονομή), ήδη συζητημένο όνομα στο Χόλυγουντ, έχει ζητήσει από την στενή του φίλη Ελίζαμπεθ Τέιλορ να παραλάβει αντ’ αυτού το βραβείο εξαγριώνοντας ακόμα περισσότερο την διεύθυνση του BBC και η καριέρα του Watkins στην Μεγάλη Βρετανία τελειώνει οριστικά.

Στις Η.Π.Α., τα μεγάλα στούντιο έχουν ήδη τσεκάρει το όνομα του εξαιρετικά ταλαντούχου και ξεχωριστού δημιουργού. Η MGM αναλαμβάνει την παραγωγή του νέου του σχεδίου. Το «Privilege», η ιστορία ενός ποπ ειδώλου που χρησιμοποιείται από τα μέσα για την χειραγώγηση του μεγάλου κοινού, σφυροκοπείται ανελέητα από την κριτική και αποσύρεται γρήγορα. Ο Watkins, το 1971, παρουσιάζει το επόμενο «αμερικάνικο» έργο του. Το «Punishment Park» , παρουσιάζει την εφιαλτική εικόνα μιας πολωμένης Αμερικής στο άμεσο μέλλον, όπου ειδικά στρατοδικεία καταδικάζουν συνοπτικά τους αντιρρησίες σε εγκλεισμό σε «Πάρκα της τιμωρίας». Οι πρώτες προβολές του έργου ξεσηκώνουν θύελλα διαμαρτυριών από τους συντηρητικούς, ο Watkins κατηγορείται ως «πράκτορας των Σοβιετικών», το φιλμ εξαφανίζεται από τις αίθουσες και ο Watkins τελειώνει το κεφάλαιο Η.Π.Α.

Τα επόμενα χρόνια, ήδη «χαρακτηρισμένος» από το σύνολο της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, καταφεύγει στη Σκανδιναβία, όπου με μεγάλη δυσκολία και ελάχιστα κεφάλαια γυρίζει το «Edvard Munch» ένα μοναδικό πορτραίτο του μεγάλου εικαστικού, που έμελλε να χαρακτηριστεί η καλύτερη βιογραφία στην Ιστορία του σινεμά, μαζί με το «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι. Παρά τα θερμά λόγια του ίδιου του Μπέργκμαν («το έργο μιας ιδιοφυίας»), το φιλμ περιορίζεται σε κάποιες προβολές στα τοπικά κανάλια. Θα ακολουθήσουν το «Freethinker» (5ωρη βιογραφία του Αυγούστου Στρίντμπεργκ), το «Eveningland» και το «Warriors» (αλληγορικές πολιτικές ταινίες για τις μελλοντικές δυστοπίες). Ο Watkins πλέον έχει περιθωριοποιηθεί πλήρως, Αρχίζει ένα 14ωρο ντοκιμαντέρ, το «Journey», ένα οδοιπορικό σε όλο τον κόσμο με μάρτυρες του ειρηνιστικού κινήματος. Τα γυρίσματα ολοκληρώνονται, αλλά το φιλμ παραμένει ακυκλοφόρητο ως σήμερα. Ζει πλέον στη Λιθουανία. Το 2000 επιστρέφει στη Γαλλία και γυρίζει την Κομμούνα. Το σχεδόν εξάωρο ασπρόμαυρο έργο θα αποτελέσει και το κινηματογραφικό κύκνειο άσμα του. Θα συνεχίσει μέχρι σήμερα την ασυμβίβαστη αντιπαράθεσή του με τα media, ολοκληρώνοντας το δοκίμιο «Media Crisis».