Σαν σήμερα, 1 Οκτωβρίου του 2012, έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών, ο μεγάλος μαρξιστής ιστορικός Έρικ Χόμπσμπαουμ. Εξέχουσα θέση στο ιστοριογραφικό του έργο διαθέτει η μελέτη του φαινομένου του εθνικισμού, ως αξιώματος σύμφωνα με το  οποίο κράτος και έθνος πρέπει να συμπίπτουν. Σταθμός στη θεωρία του έθνους υπήρξε το έργο του «Η επινόηση της παράδοσης» καθώς και το «Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα». 

Ads

Το 1983 κυκλοφορούν τρία βιβλία (των Γκέλνερ, Άντερσον και Χόμπσμπαουμ) που αλλάζουν τον ορίζοντα των σπουδών για τον εθνικισμό. Ο Έρικ Χόμπσμπαουμ γράφει στο συλλογικό έργο Η επινόηση της παράδοσης[1]:

 «Τα σύγχρονα έθνη […] ισχυρίζονται ότι είναι το αντίθετο του νέου, δηλαδή ότι είναι ριζωμένα στην απώτατη αρχαιότητα, και το αντίθετο του κατασκευασμένου, δηλαδή ανθρώπινες κοινότητες τόσο “φυσικές” ώστε να μην χρειάζεται κανείς άλλος ορισμός παρά μόνο η αυτοεπιβεβαίωση».

(Πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το 1983 συντελείται το μεγάλο γεγονός στη θεωρία του έθνους με τη δημοσίευση του βιβλίου του Μπένεντικτ Άντερσον, Φαντασιακές Κοινότητες, Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού.[2])

Ads

Στην Επινόηση της παράδοσης οι παραδόσεις δεν αντιμετωπίζονται πλέον σαν κάτι που συνέχει το παρελθόν με το παρόν, ως επιβίωση, αλλά ως στοιχείο που δημιουργείται στο παρόν, περιλαμβάνοντας μια φορά της ιστορίας η οποία είναι αναδρομική. Η έννοια της «επινόησης» ουσιαστικά αναδεικνύει το ρόλο του παρόντος στην οργάνωση του παρελθόντος.

Με το έργο αυτό ο Χόμπσμπαουμ εισάγει μία έννοια-κλειδί (επινόηση-invention) στη θεωρία για το έθνος της δεκαετίας του 1980, κατά την οποία συντελέστηκε μια θεαματική στροφή στη θέαση της ιστορίας προς μία κονστρουκτιβιστική θεώρηση: Αυτό που ενδιαφέρει πλέον είναι η μελέτη των μηχανισμών που δημιουργούν το εκάστοτε φαινόμενο, στην προκειμένη περίπτωση του έθνους. Και σε αυτό το σημείο είναι που ο Χόμπσμπαουμ συνδέεται με τα διανοητικά ρεύματα που ανέδειξαν την έννοια της «κατασκευής».

Διότι, με την «επινόηση» ο Χόμπσμπαουμ δεν επιχειρεί να καταδείξει τη στρέβλωση της ιστορίας σε μύθο, δεν αντιπαραθέτει δηλαδή την πραγματική αλήθεια στην επινοημένη. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να δείξει τη λειτουργία της επινοημένης παράδοσης στη δημιουργία των σύγχρονων εθνών.

«Μπορεί ο μαρξιστής ιστορικός να μην συμμερίστηκε τις αναζητήσεις των νεότερων συναδέλφων του  που δοκίμασαν τη γλωσσολογική στροφή, μπορεί να διακήρυξε την αντίθεσή του στον μεταμοντερνισμό, αλλά με την έννοια της επινόησης επιλέγει την αναστροφή της φοράς του ιστορικού χρόνου η οποία αποτελεί μια κοινή δομή βάθους ανάμεσα στη θεωρία της επινόησης και τη θεωρία της κατασκευής», σημειώνει ο Αντώνης Λιάκος στο Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο.[3]

image
 
Ο ορισμός του έθνους

Ο Έρνεστ Γκέλνερ όρισε τον εθνικισμό πρωτίστως ως μια πολιτική αρχή, η οποία αξιώνει ότι η πολιτική και η εθνική μονάδα πρέπει να συμπίπτουν. «Είναι μια θεωρία πολιτικής νομιμοποίησης που ισχυρίζεται ότι τα εθνικά σύνορα δεν πρέπει να μην συμπίπτουν με τα πολιτικά και συγκεκριμένα και ότι τα εθνοτικά σύνορα  μέσα σε ένα συγκεκριμένο κράτος δεν πρέπει να χωρίζουν τους εκτελεστές της εξουσίας από τον πληθυσμό»[4].

Ο Χόμπσμπαουμ, στο Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, υιοθετεί τον ορισμό του Γκέλνερ για το έθνος, προσθέτοντας πως η αρχή αυτή, την οποία προστάζει ο εθνικισμός, σημαίνει ακόμη ότι το πολιτικό χρέος των μελών προς το εθνικό κράτος (το περιγράφει ως «την πολιτεία που περιστοιχίζει και αντιπροσωπεύει το ρουριτανικό έθνος»)  «υπερισχύει όλων των άλλων δημοσίων υποχρεώσεων, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (όπως πολέμους) όλων των άλλων υποχρεώσεων οποιουδήποτε είδους. Αυτή ακριβώς η προϋπόθεση, κατά τον  Χόμπσμπαουμ, «διακρίνει το σύγχρονο εθνικισμό από άλλες, και λιγότερο απαιτητικές, μορφές εθνικής ή ομαδικής ταύτισης».[5]
 
Ειδικότερα, ο Χόμπσμπαουμ ορίζει το έθνος ως εξής:

«Είναι μια κοινωνική οντότητα μόνον εφόσον σχετίζεται με ένα ορισμένο είδος σύγχρονου εδαφικού κράτους, το ‘εθνικό κράτος’, και είναι άσκοπο να συζητάμε για έθνος και εθνικισμό παρά μόνον εφόσον και τα δύο σχετίζονται με αυτό».[6]

Τονίζει, επίσης, μαζί με τον Γκέλνερ, το στοιχείο του κατασκευάσματος, της επινόησης και της κοινωνικής μηχανικής που (υπ)εισέρχονται στην δημιουργία των εθνών.[7]

Ωστόσο, πέραν της συμφωνίας του με τον Γκέλνερ και ως προς την αναγκαιότητα ύπαρξης «ενός συγκεκριμένου επιπέδου τεχνολογικής και οικονομικής ανάπτυξης», που προάγει τη μαζική φιλολογία, τυπογραφία, πρωτοβάθμια εκπαίδευση κλπ, ο Χόμπσμπαουμ διαφοροποιεί την ανάλυσή του στο σημείο που τονίζει την ανάγκη μελέτης «του εκσυγχρονισμού εκ των κάτω» και όχι μόνο μέσω των διοικητικών, πολιτικών και οικονομικών απαιτήσεων.

Τα έθνη, επισημαίνει, «δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνον εάν αναλυθούν εκ των κάτω, δηλαδή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις, τις ελπίδες, τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συμφέροντα του απλού λαού, τα οποία δεν είναι απαραιτήτως εθνικά και ακόμα λιγότερο εθνικιστικά». Η κριτική που κάνει στον Γκέλνερ έγκειται στο ότι «επιλέγοντας ως προσέγγιση τον άνωθεν εκσυγχρονισμό, καθιστά δύσκολη τη μελέτη του εκσυγχρονισμού εκ των κάτω». 
 
Φέρνοντας στο προσκήνιο τη ρευστότητα της εθνικής ταυτότητας ο Χόμπσμπαουμ θεωρεί ότι «η εθνική ταυτότητα και οτιδήποτε πιστεύεται ότι αυτό σημαίνει, μπορεί να αλλάξει και να μετονομαστεί με τον χρόνο, ακόμα και στη διάρκεια αρκετά σύντομων περιόδων».[8] Εξάλλου, αμφιβάλλει για την κυριαρχία της εθνικής ταυτότητας στον αυτοπροσδιορισμό των περισσότερων ανθρώπων. Η εθνική ταυτότητα, αναφέρει, συνδυάζεται πάντοτε με ταυτίσεις άλλου είδους, ακόμα κι όταν υπάρχει η αίσθηση ότι υπερέχει από αυτές.


[1]Hobsbawm, Eric, Terence Ranger, Η επινόηση της παράδοσης, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 2004.
[3]Λιάκος, Αντώνης, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2005, σ. 73,74, 86, 94, 95.
[4]Gellner, Ernest, Nations and Nationalism, εκδ. Cornell University Press, Ithaca, 1983, σ. 1. Στα ελληνικά: Έθνη και Εθνικισμός, εκδ. Αλεξάνδρεια.
[5]Hobsbawm, Eric, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1994, σ. 39
[6]Στο ίδιο, σ. 22.
[7]Στο ίδιο, σ. 23.
[8]Στο ίδιο, σ. 24.