Την πρώτη τους εθνική απεργία, ύστερα από μία περίοδο 50 ετών, πραγματοποίησαν εργάτες χάλυβα στη Βρετανία στις 2 Ιανουαρίου 1980, κλείνοντας τα εργοστάσια της Βρετανικής Εταιρίας Χάλυβα. Αίτημά τους ήταν η αύξηση των μισθών κατά 20%, ενώ η διοίκηση της εταιρίας είχε προτείνει αύξηση 6%, υπό όρους. Η απεργία τελικά κράτησε σχεδόν 14 εβδομάδες, ενώ σταδιακά επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα.

Ads

Οι εργάτες φοβούνταν πως τα μακροπρόθεσμα σχέδια της Βρετανικής Εταιρίας Χάλυβα ίσως περιλάμβαναν το κλείσιμο κάποιων εργοστασίων και την απώλεια θέσεων εργασίας. Η απόφαση για την απεργία ελήφθη από τη Συνομοσπονδία Σιδήρου και Χάλυβα, το μεγαλύτερο συνδικάτο στο χώρο, με 90.000 μέλη σε σύνολο 150.000 εργατών στην Βρετανική Εταιρία Χάλυβα.

Οι συνομιλίες ανάμεσα στα συνδικάτα και τη διοίκηση είχαν διακοπεί στις αρχές του Σεπτέμβρη, όταν η προσφορά που βρισκόταν στο τραπέζι προέβλεπε 2% αύξηση. Από τότε, η εταιρία είχε προτείνει μία μεγαλύτερη αύξηση, 6%, καθώς και ένα επιπλέον 10% με βάση τις τοπικές συμφωνίες παραγωγικότητας.

Ο επικεφαλής της Συνομοσπονδίας Σιδήρου και Χάλυβα, Bill Sirs, είχε δηλώσει σύμφωνα με το BBC, «θεωρούμαστε ως η χειρότερη χώρα στην παραγωγή χάλυβα στην Ευρώπη, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό». Τόνισε πως η βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα βελτίωσε την παραγωγικότητά της κατά 8% τον περασμένο χρόνο και 7% τον αμέσως προηγούμενο και οι εργαζόμενοι δεν είναι ευχαριστημένοι με την αύξηση των μισθών τους σύμφωνα με τις νέες συμφωνίες παραγωγικότητας.

Ads

Η απεργία τελικά κράτησε σχεδόν 14 εβδομάδες, ενώ σταδιακά επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα. Τα εργοστάσια επαναλειτούργησαν ύστερα από συμφωνία για 16% αύξηση, με αντάλλαγμα συμφωνίες για τις εργασιακές συνθήκες και την παραγωγικότητα. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, 17.000 από τους συνολικά 24.000 εργάτες του εργοστασίου στη Νότια Ουαλία έγιναν μερική απασχόλησης και τον Σεπτέμβριο το εργοστάσιο στο Consett έκλεισε, αφήνοντας άνεργα 3.400 άτομα.