«Άρθρο VIΙ: Για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την διατήρηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής της ανεξαρτησίας της χώρας και της προστασίας των κατοίκων της, η κυβέρνηση της Κούβας υποχρεούται να προβεί σε πώληση ή μίσθωση στις Ηνωμένες Πολιτείες των απαραιτήτων εδαφών για την δημιουργία ναυτικών σταθμών ή κέντρων εξόρυξης κάρβουνου σε ορισμένα σημεία αυτών, όπως θα συμφωνηθεί με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ».

Ads

Πρόκειται για το Άρθρο VII της Πράξης του Κογκρέσου το οποίο εγκρίθηκε στις 2 Μαρτίου του 1901 και του Άρθρου VII του Συντάγματος της Κούβας, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 20 Μαϊου του επόμενου χρόνου, ανοίγοντας κατά ένα τρόπο το κουτί της Πανδώρας για την Κούβα.

Λίγο αργότερα, η Συνθήκη Αμερικής-Κούβας του 1903 όρισε μεταξύ άλλων ότι η Κούβα μισθώνει τα εξής εδάφη και τα περιβάλλοντα ύδατα: τις περιοχές Bahia Honda και Guantanamo με σκοπό τη δημιουργία των προαναφερθέντων σταθμών. Και ενώ η πρώτη περιοχή εγκαταλείφθηκε μετά από 9 χρόνια κατοχής, η δεύτερη, το Guantanamo, παραμένει υπό αμερικανική κατοχή με τα γνωστά αποτελέσματα…

Η συνθήκη αυτή, η οποία υπεγράφη από τον πρόεδρο Tomás Estrada Palma της Κούβας στις 16 Φεβρουαρίου του 1903 και από τον Theodore Roosevelt μια εβδομάδα αργότερα, ορίζει ρητά ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάθε δικαιοδοσία και έλεγχο στις εν λόγω περιοχές» για όσο χρόνο καταβάλλεται το καθορισμένο αντίτιμο για τη μίσθωση. Παρόλα αυτά, αναγνωρίζεται η εθνική κυριαρχία της Κούβας επί των περιοχών και η ελεύθερη διάβαση των κουβανικών πλοίων. Η συμφωνία αυτή αποτελεί μέρος του Platt Amendment, όπου ορίζονται όροι για την αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων ΗΠΑ που παρέμεναν στην Κούβα από τον πόλεμο Ισπανίας-Αμερικής.

Ads

Γι αυτό τον λόγο η κυβέρνηση της Κούβας πιστεύει ότι η συνθήκη θεωρείται πλέον άκυρη, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 1952 της Συνθήκης της Βιέννης του 1969, μια συνθήκη θεωρείται άκυρη όταν οι όροι της έχουν συνταχτεί ως αποτέλεσμα απειλών ή απειλής χρήσης βίας. Συνεπώς, κρίνει την αμερικανική παρουσία στην περιοχή παράνομη. Βέβαια, η ίδια συνθήκη, της Βιέννης, ορίζει ότι τα συμπεράσματα της δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναδρομικά, οπότε δεν αφορά την συνθήκη του 1903 και αυτήν του 1934. Η τελευταία επανέλαβε τους όρους της πρώτης, προσθέτοντας ότι μόνο αν το επιθυμούν και τα δυο συμβαλλόμενα μέρη ή η Αμερική αποχωρήσει οικειοθελώς από την περιοχή λήγει η συμφωνία.

Παρόλα αυτά, στην ίδια συνθήκη ορίζεται ότι οι ΗΠΑ «δύνανται να προβούν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη διαμόρφωση των περιοχών αυτών ως ναυτικών σταθμών και κέντρων εξόρυξης κάρβουνου και για καμία άλλη χρήση.» Η σημερινή χρήση, συνεπώς, του Guantanamo ως χώρου κράτησης αιχμαλώτων αποτελεί, για πολλούς, παραβίαση της διμερούς συνθήκης.

Σημειώνεται επίσης ότι από την άνοδό του στην εξουσία το 1959 ο Fidel Castro αρνείται να εξαργυρώσει τις επιταγές που λαμβάνει για τη μίσθωση του Guantanamo. Παρόλα αυτά μια τέτοια επιταγή είχε εξαργυρωθεί κατά τις πρώτες μέρες του καθεστώτος «εξαιτίας σύγχυσης.» Σύμφωνα, όμως, με τις ΗΠΑ η αποδοχή και εξαργύρωση έστω και μιας από τις επιταγές αυτές σημαίνει την αποδοχή της συνθήκης, όποιες κι αν είναι οι αντιρρήσεις –νομικά βάσιμες ή μη- της κουβανικής ηγεσίας.

Τέλος, από τον σημερινό πρόεδρο της Αμερικής Barack Obama ζήτησε πέρυσι ο Fidel Castro την επιστροφή του Guantanamo στην Κούβα, γράφοντας σε κυβερνητική ιστοσελίδα ότι «η διατήρηση μίας στρατιωτικής βάσης στην Κούβα, παρά τη θέληση του λαού, παραβιάζει τις πλέον βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου.» Ο Obama δεν έχει τοποθετηθεί επίσημα επί του ζητήματος μέχρι τώρα, αν και έχει ζητήσει βελτίωση των αμερικανοκουβανικών σχέσεων.