Υπήρξε η διασημότερη κατάσκοπος όλων των εποχών. Το όνομα της: Μαργκαρέτα Γκετρούιντα Ζέλε (7 Αυγούστου 1876 – 15 Οκτωβρίου 1917) ή αλλιώς Μάτα Χάρι…

Ads

Τα μάτια της Ανατολής

«Ανέκαθεν λάτρευα τους αξιωματικούς. Προτιμούσα πάντα να είμαι η ερωμένη ενός αδέκαρου στρατιωτικού παρά ενός πλούσιου τραπεζίτη. Η μεγαλύτερη απόλαυση για μένα είναι να κάνω έρωτα μαζί τους δίχως να σκέφτομαι τα χρήματα. Επιπλέον μου αρέσει να τους συγκρίνω μεταξύ τους, αναλόγως εθνικοτήτων…» είπε η μοιραία γυναίκα στη δίκη της στον στρατηγό Πιερ Μπουσαρντόν.

Η πρώτη και καταστροφικότερη σχέση που είχε με αξιωματικό η Μαργκαρέτα Γκετρούιντα Ζέλε ήταν με τον σύζυγό της Τζόνι Μακ Λέοντ, έναν στρατηγό του ολλανδικού στρατού, τον οποίο και γνώρισε μέσω αγγελίας το 1895, σε μια εφημερίδα που κυκλοφορούσε στο Αμστερνταμ. Εκείνος ζητούσε νεαρή συντροφιά. Εκείνη, πληρώντας τα ζητούμενα της αγγελίας ­ ήταν μόλις 19 ετών και δίχως καμία απολύτως προοπτική, αφού η μητέρα της είχε προ πολλού πεθάνει και ο πατέρας της ήταν κατεστραμμένος οικονομικά ­, του απάντησε μέσω της εφημερίδας.

Ads

Η Νον βαν Μούρικ, νεότερη κόρη του Μακ Λέοντ από τον τρίτο γάμο του, λέει σήμερα ότι επρόκειτο πραγματικά για κεραυνοβόλο έρωτα: «Αν διαβάσεις την αλληλογραφία τους εκείνης της περιόδου, σου κόβονται τα γόνατα… Ηταν τρελοί ο ένας για τον άλλο» Υστερα από ένα σύντομο σχετικά ειδύλλιο και θυελλώδες, παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στο Αμστερνταμ. Εκεί γεννήθηκε και το πρώτο παιδί τους, ο Νόρμαν, λίγο προτού πάρει μετάθεση ο στρατηγός για τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες. Τα προβλήματα όμως στο ζευγάρι ήταν ήδη εμφανή, ακόμη και επάνω στο καράβι που τους μετέφερε στον προορισμό τους. «Ο πατέρας μου έλεγε πολύ αργότερα» συνεχίζει η Βαν Μούρικ «ότι εκείνη φλέρταρε με κάθε διαθέσιμο αξιωματικό στο πλοίο, τον οποίο γνώριζε ότι εκείνος μισούσε». Στις Ινδίες υπήρξε μια περίοδος ανακωχής για το ζευγάρι, η οποία επισφραγίσθηκε με τη γέννηση ενός δεύτερου παιδιού, της Νον (δεν πρόκειται για τη Νον βαν Μούρικ).

Σύντομα όμως επήλθε η καταστροφή. Μια ημέρα η (όπως αποδείχθηκε αργότερα ψυχοπαθής) υπηρέτρια που είχαν στο σπίτι τους οι Μακ Λέοντ επιχείρησε να ξεκληρίσει ολόκληρη την οικογένεια ρίχνοντας δηλητήριο στο φαγητό. Τελικά μοναδικό θύμα της απόπειράς της υπήρξε ο τρίχρονος Νόρμαν. Ο Μακ Λέοντ όμως θεώρησε υπεύθυνη τη σύζυγό του για το κακό που τους βρήκε και τη χώρισε άμα τη εσπευσμένη, λόγω του γεγονότος, επιστροφή του ζεύγους στην Ολλανδία. Εκεί η Μαργκαρέτα Γκετρούιντα Ζέλε-Μακ Λέοντ βρέθηκε κυριολεκτικά στον δρόμο. Και φυσικά είχε χάσει την επιμέλεια της κόρης της, η οποία πέθανε σε ηλικία 19 ετών, μετά το τέλος του πολέμου.

Χωρίς αποσκευές

Μη έχοντας σε τίποτε να ελπίζει από τη ζωή της στο Αμστερνταμ, μπήκε σε ένα τρένο για το Παρίσι, με άδειες τσέπες και δίχως αποσκευές. Οπως θα πει η ίδια αργότερα στη δίκη: «Εκεί ήξερα ποια ήταν η τελευταία μου ελπίδα επιβίωσης: η γοητεία μου. Το ότι κοιμήθηκα με πολλούς άντρες είναι αλήθεια. Το ότι πόζαρα γυμνή σε γλύπτες είναι επίσης αλήθεια. Το ότι χόρεψα στην Οπερα του Μόντε Κάρλο πάλι είναι αλήθεια. Θα ήταν δειλό εκ μέρους μου και επομένως κατακριτέο το να αρνηθώ πράξεις που έχω κάνει».

Σύντομα εγκλιματίστηκε στον νέο τρόπο ζωής της, ως «διεθνής γυναίκα» που είχε για σπίτι την Ευρώπη, ενώ η ζωή της όλη ήταν το θέατρο και οι εραστές της. Το 1905, στην καρδιά της Μπελ Επόκ, στη χρυσή εποχή δηλαδή για τον χορό, τη μουσική και τη μόδα στο προπολεμικό Παρίσι, έκανε θραύση στην τοπική μπουρζουαζία ως «ανεξάρτητη» γυναίκα. Φορώντας την αυθεντική χρυσοποίκιλτη στολή ανατολίτισσας χορεύτριας (η ιδέα ήταν δική της, προφανώς επηρεασμένη από τις Ινδίες) και με έντονο τον αισθησιασμό στην έκφραση του προσώπου και στις κινήσεις της, που είχαν σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα, έκανε την πρώτη μεγάλη επιτυχία της με την εμφάνισή της στο Musee Guimet.

Σε μια εποχή όπου το γυναικείο σώμα μετά βίας αποκαλυπτόταν ολόκληρο ακόμη και στην κρεβατοκάμαρα των παντρεμένων ζευγαριών, εκείνη δεν δίσταζε να το θέσει σε κοινή θέα στο φινάλε του χορού της συμπαρασύροντας το παριζιάνικο κοινό, που αποτελούνταν από διανοούμενους, δημοσιογράφους και διπλωμάτες, σε ρήξη. Υπήρχαν εκείνοι που τη λάτρεψαν, όπως ο βρετανός δημοσιογράφος Αστον Γουλφ που ήταν εκεί και ο οποίος έγραψε αργότερα: «Εξεπλάγην όταν είδα τη φιγούρα μιας όμορφης γυναίκας να υλοποιείται πίσω από μια εκθαμβωτική αραχνοΰφαντη χρυσαφένια γάζα… Απαλά, σχεδόν ανεπαίσθητα και με ανείπωτη λεπτότητα στην κίνησή της άρχισε να χορεύει…».

Αλλά υπήρξαν και εκείνοι οι οποίοι την περιφρόνησαν και στη συνέχεια, έπειτα από χρόνια, θα την εκτελούσαν ως σύμβολο παρακμής και διαφθοράς. Υστερα από την επιτυχία στο Musee Guimet, ο ιδιοκτήτης του μουσείου πρότεινε στην κυρία Μακ Λέοντ να μετονομαστεί Μάτα Χάρι, που σημαίνει «το μάτι της ημέρας (ή της ανατολής)» στα μαλαισιανά. Η συνέχεια της πορείας της ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη. Η Μάτα Χάρι απέσπασε τα πιο θερμά χειροκροτήματα σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο όπου περιόδευσε χορεύοντας. Συγκρίθηκε ακόμη και με την περίφημη για την εποχή Ισιδώρα Ντάνκαν όσον αφορά τον αισθησιασμό και την τεχνική της πάνω στη σκηνή. Ενέπνευσε τον Μασνέ (ο οποίος την περιέλαβε ως ηρωίδα σε μια όπερά του) και δημιούργησε τεράστια αίσθηση όταν εμφανίστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου.

Ευρισκόμενη όμως στην κορυφή της καριέρας της είχε ήδη αρχίσει να σπέρνει μόνη της τους σπόρους της καταστροφής της. Ανάμεσα στους ισχυρούς άνδρες που υπήρξαν εραστές της συγκαταλεγόταν εκείνη την εποχή και ο Αλφρεντ Κίπερτ, ένας πάμπλουτος βερολινέζος συνταγματάρχης του γερμανικού στρατού. Μαζί του έμεινε για δύο περίπου χρόνια, ως το 1908, κατά τα οποία εκείνος την πήγαινε συχνά για να της δείξει με υπερηφάνεια τα μυστικά γερμανικά στρατηγεία στη Σιλεσία και αλλού. Η Μάτα Χάρι φυσικά είχε την ευκαιρία να σχηματίσει τη δική της άποψη και για την Ιερή Συμμαχία μέσω διαφόρων επιφανών εραστών της, όπως ήταν ο γάλλος υπουργός Πολέμου, στρατηγός Αντόλφ-Πιερ Μεσιμί. Ακολούθησαν βεβαίως και άλλοι…

Πλησιάζοντας όμως τα 40, και ενώ στο μεταξύ είχαν βγει στην «πιάτσα» νεότερες, φρέσκες και καλλίγραμμες γυναίκες με προκλητικές αναλογίες, ο ανταγωνισμός είχε γίνει πολύ δύσκολος για τη Μάτα Χάρι σε όλους τους τομείς της καριέρας της: και ως χορεύτριας και ως πόρνης πολυτελείας. Το 1914 το παραμύθι είχε τελειώσει οριστικά. Χωρίς καθόλου χρήματα για μία ακόμη φορά και χωρίς δουλειά αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ολλανδία.

Ερωτας και κατασκοπεία

Οπως συνέβη παλαιότερα με τον χορό, έτσι και στις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες μπήκε κατόπιν τυχαίας παροτρύνσεως από έναν εραστή της. Το 1915 βρέθηκε να εκπαιδεύεται στην πρωτόγονη ακόμη τέχνη της κατασκοπείας, σε ένα ξενοδοχείο στην Κολονία. Η εκπαίδευση όμως κατέληξε απλώς σε μια σειρά ατέλειωτες πολιτικές συζητήσεις μεταξύ εκπαιδευτών και εκπαιδευομένης. Στην πρώτη της μυστική «επιχείρηση» απέτυχε να δώσει στους προϊσταμένους της χρήσιμα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι εισέπραξε μια γερή αμοιβή για το «έργο» της.

Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον γάλλο δημοσιογράφο Ζαν-Πιερ Τυρμπέργκ, ειδικό σε θέματα κατασκοπείας, και μόνο το γεγονός ότι η Μάτα Χάρι είχε συνεργαστεί με τη γερμανική Μυστική Υπηρεσία, τη στιγμάτισε. Σύμφωνα με τον γαλλικό στρατιωτικό νόμο, η ολλανδή χορεύτρια θα κρινόταν ένοχη ακόμη και για το γεγονός ότι μίλησε με ξένους αξιωματικούς εν καιρώ πολέμου. Πόσο μάλλον αν αναλογιστεί κανείς τις ορδές ενστόλων που πέρασαν από την κρεβατοκάμαρά της. Με αυτό το παρελθόν δύσκολα θα μπορούσε να στηρίξει την υπεράσπισή της αργότερα. Το ήθος της «εξωτικής» χορεύτριας όμως αποτελεί ένα ξεχωριστό θέμα.

Σύμφωνα και πάλι με τον Τυρμπέργκ, το καθοριστικό στοιχείο για την τελική εθνική και πολιτική της τοποθέτηση ήταν ο έρωτας. Το 1916 ερωτεύτηκε στο Παρίσι τον νεαρό ρώσο αξιωματικό Βαντίμ ντε Μασλόφ. Προκειμένου να αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή και την πορνεία και να υποστηρίξει τον Ντε Μασλόφ, συμφώνησε να δουλέψει για τη γαλλική κατασκοπεία. Οι γερμανοί προϊστάμενοί της βεβαίως σύντομα πληροφορήθηκαν τον διπλό της ρόλο ως πράκτορα, οπότε και κινήθηκαν αναλόγως…

Κατά τον ιστορικό κατασκοπείας του Κέιμπριτζ Κρίστοφερ Αντριου, οποιαδήποτε στενή παρατήρηση της πορείας και των μεθόδων τής Μάτα Χάρι ως κατασκόπου αποδεικνύει ότι ουδέποτε λειτούργησε ως πραγματική πράκτορας. Η πρότασή της για μια «επιχείρηση» προς τον επικεφαλής της γαλλικής κατασκοπείας Ζορζ Λαντού υπήρξε τερατωδώς παράλογη, καθώς ήθελε να μεταβεί στο εμπόλεμο Βέλγιο και μετά στη Γερμανία με σκοπό να προσεγγίσει τον διάδοχο του θρόνου του Βελγίου. Επιπλέον όμως και μοιραία, καθώς παρέλειψε να ενημερώσει τον Λαντού σχετικά με την εκδούλευση που προσέφερε στον εχθρό. Αντιθέτως εν καιρώ υπηρεσίας του ζητούσε διαρκώς χρήματα για να αγοράσει καινούργια ρούχα, του τηλεφωνούσε στο γραφείο από δημόσιους χώρους και του έστελνε εμπιστευτικά έγγραφα μέσω ταχυδρομείου. «Ακολουθώντας αυτές τις τακτικές θεωρώ μάλλον παραλογισμό το να πιστεύει κανείς ότι η Μάτα Χάρι μετέφερε σημαντικά στρατηγικά μυστικά είτε στους Γάλλους είτε στους Γερμανούς» υποστηρίζει ο Αντριου.

Εν πάση περιπτώσει, αφού εξασφάλισε την υπόσχεση του Λαντού για ένα εκατομμύριο γαλλικά φράγκα αν έφερνε το σχέδιο σε πέρας, η Μάτα Χάρι προς τα τέλη του 1916 ξεκίνησε για το Βέλγιο μέσω Ισπανίας και Μεγάλης Βρετανίας. Στη Μαδρίτη συνάντησε τον ταγματάρχη Αρνολντ Κάλε, τον γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο στη χώρα, τον οποίο και προσπάθησε να σαγηνεύσει με την ελπίδα να του αποσπάσει σημαντικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες στον Λαντού. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε προκειμένου να του αποσπάσει αυτές τις πληροφορίες θύμιζαν περισσότερο θεατρίνα παρά πόρνη. Πόσο δε μάλλον επαγγελματία κατάσκοπο… Οπως είπε αργότερα η ίδια κατά τη διάρκεια της ανάκρισής της:

«Φρόντισα να γίνω ο πιο ελκυστικός εαυτός μου! Επαιζα κυριολεκτικά μπροστά του θέατρο με τις γάμπες μου… Εκανα όλα όσα θα μπορούσε να κάνει μια γυναίκα για να προσελκύσει έναν άντρα. Και το ήξερα ότι τελικά ο Κάλε θα έπεφτε… θύμα της γοητείας μου! Μέσα στο γραφείο του έγιναν σημεία και τέρατα. Τελικά μου πρόσφερε και ένα δαχτυλίδι!». Σε αντάλλαγμα η Μάτα Χάρι του έδωσε μερικές πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει από γαλλικές εφημερίδες περασμένων εβδομάδων, σαν δόλωμα για να τον κάνει να της εμπιστευτεί τα πολύτιμα στρατηγικά μυστικά. Οπερ και εγένετο.

Το ένταλμα συλλήψεως

Τελικά γύρισε στο Παρίσι ικανοποιημένη, πιστεύοντας ότι είχε αποσπάσει από τον Κάλε στοιχεία που θα ήταν μεγάλης σημασίας για τον Λαντού. Εκείνος όμως ούτε καν τη δέχτηκε στο γραφείο του. Προς μεγάλη δε και δυσάρεστη έκπληξή της, αντί για επαίνους έλαβε ένα ένταλμα συλλήψεως που την οδήγησε κατευθείαν στις γυναικείες φυλακές του St Lazare. Σε μία από τις 17 ανακρίσεις της από τον στρατηγό Μπουσαρντόν εκείνος παρουσίασε στο στρατοδικείο καταδικαστικά τηλεγραφήματα, τα οποία ανέφεραν τον κωδικό της (πράκτορας Η21) και τα οποία αποδείκνυαν ότι όλες οι πληροφορίες που έδινε στη γαλλική κατασκοπεία ήταν πληρωμένες. Υπήρχε όμως, σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία του στρατηγού, και κάτι χειρότερο: οι πληρωμένες αυτές πληροφορίες για τη γερμανική κατασκοπεία στην Ισπανία ήταν επιπλέον και εσφαλμένες. Αδίκως, αφού, όπως αποδείχθηκε μετά την εκτέλεσή της, στην πραγματικότητα η Μάτα Χάρι είχε φέρει στον Λαντού τα αληθινά στοιχεία.

Μπροστά στο απόσπασμα

Σύμφωνα με τον Λέον Σίρμαν, ιστορικό και συγγραφέα του βιβλίου «The Mata Hari Affair – An Inquiry Into a Conspiracy», και μόνο αυτό το γεγονός, ότι παρουσιάστηκαν δηλαδή τα αληθινά στοιχεία της Μάτα Χάρι ως ψευδή στο στρατοδικείο, αποτελεί ένδειξη της αθωότητάς της. Κατά τον συγγραφέα, μάλιστα, υπάρχουν και άλλα στοιχεία υπέρ της, τα οποία τότε δεν αναφέρθηκαν προς την υπεράσπισή της. Η Μάτα Χάρι καταδικάστηκε σε θάνατο ύστερα από το στρατοδικείο που έλαβε χώρα κεκλεισμένων των θυρών τον Ιούλιο του 1917 στο Δικαστικό Μέγαρο του Παρισιού και εκτελέστηκε από μια ομάδα 13 στρατιωτών στο Βανσέν στις 15 Οκτωβρίου του 1917.

«Πρέπει να ήταν πολύ γενναία γυναίκα. Χαμογελώντας αρνήθηκε να της δέσουμε το μαντίλι γύρω από τα μάτια, μπροστά στο απόσπασμα. Λίγο προτού πυροβολήσουμε μας έκανε ένα μικρό νεύμα με το χέρι της. Πιστεύω ­ ελπίζω ­ ότι η δική μου σφαίρα ήταν η μόνη κενή στο απόσπασμα…» είπε το 1995 το μοναδικό εν ζωή μέλος του εκτελεστικού αποσπάσματος, ο Μορίς Αμπλίν, ο οποίος τότε παρέλαβε και το γαλλικό στρατιωτικό μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Πάντως το ομιχλώδες πρωινό του 1917 οι εκτελεστές της το μόνο που έβλεπαν στο ξαπλωμένο πάνω στο λασπωμένο χώμα του Βανσέν νεκρό σώμα της ολλανδής χορεύτριας ήταν η συντριβή ενός διεφθαρμένου συμβόλου της παρισινής παρακμής… Οσο για τον πρώην σύζυγο της Μάτα Χάρι, τον Τζόνι Μακ Λέοντ, όταν έμαθε τα νέα του θανάτου της, αναφώνησε εκνευρισμένος: «Μα πώς είναι δυνατόν να πυροβολεί ο στρατός μια γυναίκα;».

Αναδημοσίευση από Το Βήμα