Όταν το 1946 ο άσημος τότε πολιτικός Τζόζεφ Μακάρθι (14 Νοεμβρίου 1908 – 2 Μαΐου 1957) εκλεγόταν γερουσιαστής, έχοντας αρχικά εξασφαλίσει το χρίσμα του υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών, παραγκωνίζοντας τον Ρόμπερτ Μ. Λα Φολέτ, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι άνοιγε ένα κεφάλαιο που θα σημάδευε για πάντα την παγκόσμια ιστορία, βαφτίζοντας παράλληλα την πρακτική των πολιτικών διώξεων εις βάρος πολιτών.

Ads

Άλλωστε τα πρώτα χρόνια της πολιτικής του δράσης – είχε προηγηθεί η ενασχόληση του με τη δικηγορία και η εθελοντική συμμετοχή του στους πεζοναύτες κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου – ο Τζόζεφ Μακάρθι κινείται στην αφάνεια.

Το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ουσιαστικά σηματοδοτεί και την έναρξη του ψυχροπολεμικού κλίματος. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ο Μακάρθι εμφανίζεται σταδιακά στο προσκήνιο, προσωποποιώντας την πιο ακραία ψυχροπολεμική νοοτροπία στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας

Διαβάστε επίσης: Μακαρθισμός καλεί Χόλιγουντ: «Καληνύχτα, και Καλή Τύχη»

Ads

Ως αρχή του αντικομουνιστικού παραληρήματος του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή αναγνωρίζεται η 9η Φεβρουαρίου του 1950, όταν ο Μακάρθι κατηγορεί χωρίς στοιχεία, ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, 205 υπαλλήλους του υπουργείου των Εξωτερικών ως κομμουνιστές, χρεώνοντάς τους τις αποτυχίες του Υπουργείου. Η κατηγορία του Μακάρθι, αν και ήταν αβάσιμη, βρήκε πρόσφορο έδαφος στην τρομαγμένη, από τον «κόκκινο εφιάλτη», αμερικανική κοινωνία.

Η εποχή του «Great Red Scare», είχε μόλις αρχίσει. Σύντομα ο Μακάρθι βρίσκεται στην προεδρία της HUAC, House on Un-American Activities Committee (Επιτροπής κατά των Αντιαμερικανικών Ενεργειών), η οποία είχε συσταθεί ήδη από το 1938. Ο στόχος της επιτροπής γίνεται εύκολα αντιληπτός από το τίτλο της. Από αυτήν τη θέση o Μακάρθι θα θέσει σε λειτουργία τους απαραίτητους μηχανισμούς, κρατικούς και όχι μόνο, για να εξαπολύσει ένα ανελέητο αντικομουνιστικό κυνηγητό.

Δείτε επιπλέον: «Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών» του Χάουαρντ Ζιν

Ο Μακάρθι αναγνωρίζει παντού κομμουνιστές, ενώ η αντικομμουνιστική του μανία σαρώνει και τον χώρο της τέχνης, καθώς εκεί πίστευε ότι ο κομμουνισμός ανθίζει. Η λογοκρισία, οι ανακρίσεις και οι αυτοεξορίες αποτελούν γνωρίσματα της εποχής του μακαρθισμού. Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παραγωγοί αλλά και επιστήμονες, συνθέτες, πολιτικοί, στρατιωτικοί και πολίτες κάθε τάξης καλούνται να καταθέσουν τα αντικομμουνιστικά φρονήματά τους. Ορισμένοι από αυτούς «συμμορφώνονται», άλλοι αρνούνται και διαφεύγουν στο εξωτερικό όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν και άλλοι συνεργάζονται καταδίδοντάς τους «κομουνιστές» συναδέλφους τους.

Το κυνήγι μαγισσών συνεχίζεται για μία τετραετία, όμως σταδιακά η αμερικανική κοινωνία αρχίζει να αγανακτεί από την υπερβολική συνωμοσιολογία του Μακάρθι. Έγγραφα που είδαν το φως της δημοσιότητας, εμφανίζουν τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, «ενοχλημένο» από επίθεση που εξαπέλυσε ο Μακάρθι προς τον στρατηγό Ραλφ Ζουίκερ, έναν παρασημοφορημένο ήρωα του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου

Μπορείτε να διαβάσετε σχετικά: «Η σύγκρουση των πολιτισμών» του Σάμιουελ Χάντινγκτο

Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς το συγκεκριμένο περιστατικό του 1954 αποτέλεσε και την αρχή του τέλους για το Γερουσιαστή των Ρεπουμπλικανών. Με την απώλεια της Ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία, ο Μακάρθι περιθωριοποιείται. Δικάζεται από τη Γερουσία τον Δεκέμβρη του ’54 και αντικαθίσταται από την προεδρία της HUAC. Τρία χρόνια αργότερα, στις 2 Μαΐου του 1957 αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 48 ετών.

Ο «Μακαρθισμός»*, μπορεί να αναγνωρίζεται ως το αντικομμουνιστικό «παραλήρημα» ενός συνωμοσιολόγου γερουσιαστή, ωστόσο αποτελεί και το επιστέγασμα μίας ψυχροπολεμικής νοοτροπίας, που όχι μόνο προϋπήρχε της δράσης του Μακάρθι αλλά συνέχισε να υπάρχει και μετά από αυτόν.

*Μακαρθισμός= κάθε πρακτική πολιτικών διώξεων εις βάρος πολιτών και συγκεκριμένων πεποιθήσεων με την καλλιέργεια κλίματος εκφοβισμού και με την κατασυκοφάντησή τους (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη).